Από την έντυπη έκδοση
Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected]
Χωρίς «εμβόλιο» έναντι της πληθωριστικής… πανδημίας βρίσκεται ο εγχώριος εμπορικός κόσμος, με όλες τις δραστηριότητες μικρής και μεγάλης λιανικής, εστίασης και τουρισμού να βρίσκονται υπό τη δαμόκλειο σπάθη μιας νέας βαθιάς ύφεσης.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έφερε πιο κοντά το δυσοίωνο σενάριο που είχε αναπτυχθεί στην αγορά από το καλοκαίρι, όταν ξεκίνησε η ακατάσχετη άνοδος του ενεργειακού κόστους και των πρώτων υλών, που έκανε λόγο για ένα παρατεταμένο υψηλό πληθωριστικό σοκ, το οποίο δυστυχώς κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει πόσο θα κρατήσει και τι βάθος θα έχει.
Η έκρηξη του πληθωρισμού στο 7,2% τον Φεβρουάριο είναι ένα προμήνυμα για το τι θα ακολουθήσει στην αγορά, με τον εμπορικό κόσμο να προσπαθεί να προετοιμαστεί για μια βίαιη και κατακόρυφη μείωση πωλήσεων, δεδομένου ότι η αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν στη «Ν» αναλυτές της αγοράς, «θα παραμείνει στα τάρταρα».
Αυτή την εκτίμηση της αγοράς επιβεβαιώνουν και τα ευρήματα της Ετήσιας Έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, σύμφωνα με τα οποία το 45,1% των νοικοκυριών εκτιμά ότι η οικονομική του κατάσταση θα χειροτερέψει, ενώ για σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά το εισόδημα του μήνα επαρκεί για 19 μέρες.
«Κανένα περιθώριο αισιοδοξίας»
«Η αγορά είναι και θα παραμείνει πεσμένη. Ούτε η εκπτωτική περίοδος δεν βοήθησε την αγορά, ενώ οι προβλέψεις για την πασχαλινή περίοδο δεν είναι αισιόδοξες. Τα λειτουργικά κόστη έχουν εκτοξευθεί σε όλες τις δραστηριότητες, με το ενεργειακό κόστος να "τρέχει" με τριπλάσιο ρυθμό αύξησης, ξεπερνώντας ακόμα και το κόστος για το νοίκι», αναφέρει στη «Ν» ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), Γιώργος Καββαθάς
«Όλοι οι επαγγελματίες της λιανικής βρίσκονται στο κρεβάτι του Προκρούστη. Οι ανατιμήσεις σε όλα τα αναλώσιμα είδη σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος ενέργειας και το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για αισιοδοξία. Τι μπορεί να κάνει ο επιχειρηματίας στη μικρή λιανική; Τι δυνατότητες ευελιξίας έχει ο κρεοπώλης της γειτονιάς, ο φούρναρης, ο μπακάλης; Πώς να ισορροπήσει όλα τα παραπάνω και ταυτόχρονα να κρατήσει αντοχές έναντι του ανταγωνισμού των μεγάλων αλυσίδων; Εάν δεν συγκρατούσαν τις τιμές τόσο η βιομηχανία όσο και η λιανική, οι αυξήσεις σε βασικά είδη θα ήταν πάνω από 30%-40%. Και ακόμα δεν έχουν φανεί οι επιπτώσεις του πολέμου. Αυτή είναι η κατάσταση, και στην περίπτωση της λιανικής τροφίμων και λοιπών βασικών καταναλωτικών είναι και καλύτερη σε σχέση με την ένδυση και υπόδηση ή τα βιβλιοπωλεία ή τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών. Πώς θα καλυφθούν τα κόστη λειτουργίας με μηδενικούς τζίρους;» αναφέρουν στη «Ν» εκπρόσωποι της μικρής λιανικής.
Και τα στελέχη από μεγάλες αλυσίδες, ωστόσο, εκφράζουν την έντονη δυσκολία για τη διαχείριση της δίδυμης κρίσης, σημειώνοντας ότι «τα αντανακλαστικά κάθε παίκτη της αγοράς εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εικόνα της κερδοφορίας του. Η πριμοδότηση των τιμών και η διατήρηση της επισκεψιμότητας στα καταστήματα είναι τα βασικά σημεία που εστιάζουν οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής. Οι αλυσίδες δεν έχουν δυνατότητα περικοπών στα άλλα λειτουργικά κόστη. Το κόστος ενέργειας είναι μια τεράστια υπόθεση για όλη την αγορά, ανεξαρτήτως είδους δραστηριότητας. Πρέπει να υπάρξει αποσυμπίεση, έστω σε αυτό το κομμάτι».
Στην εστίαση
Σε ό,τι αφορά την εστίαση, που ακόμα δεν έχει καταφέρει να συνέλθει από τα περιοριστικά μέτρα έναντι της εξάπλωσης της πανδημίας, που εξακολουθεί να υφίσταται, λειτουργώντας αποτρεπτικά για μεγάλη μερίδα καταναλωτών, οι επαγγελματίες εκφράζουν έντονη ανασφάλεια για την ικανότητα διατήρησης των δραστηριοτήτων τους. «Ούτε ο καιρός δεν είναι σύμμαχος φέτος. Το κρύο και η βροχή αποθαρρύνουν ακόμα περισσότερο την έξοδο από το σπίτι, με αποτέλεσμα να μειώνονται ακόμα περισσότερο οι πιθανότητες να επισκεφθεί κανείς ένα σημείο εστίασης. Το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας ήταν απελπισία για πολλά καταστήματα και για όσα ευτύχησαν να έχουν υψηλότερη επισκεψιμότητα ένα τριήμερο δεν αρκεί να καλύψει το λειτουργικό κόστος του μήνα, που πλέον δεν μπορεί να προβλεφθεί ούτε να περιοριστεί. Δηλαδή τι θα κάνει ένα μαγαζί για να περιορίσει το ενεργειακό κόστος; Να μην έχει ανοιχτά φώτα ή να μην έχει θέρμανση; Ούτε μπορεί ο εστιάτορας να ρίξει την ποιότητα των τροφίμων που επιλέγει επειδή έχουν ανατιμηθεί, γιατί τότε θα χάσει τον καταναλωτή. Παράλληλα, πόσο μπορεί να αυξήσει τον τιμοκατάλογο για ένα πιάτο;» αναφέ<B>ρουν ιδιοκτήτες εστιατορίων.
«Η συγκυρία είναι αυτό που λέμε ιδανική για “παραγωγή” λουκέτων. Όποια επιχείρηση άντεξε τα lockdowns και την πανδημία, βρίσκεται -χωρίς να έχει επέλθει καμία περίοδος χάριτος- στην επόμενη πίστα των προκλήσεων, που είναι δυσκολότερη. Πέντε στις δέκα επιχειρήσεις παρουσίασαν μείωση τζίρου πάνω από 30% στις εκπτώσεις. Τώρα, με τον πόλεμο, την ανασφάλεια και την ακρίβεια που χτυπάει τους καταναλωτές, οι δαπάνες για ένδυση θα κοπούν μαχαίρι. Τα φυσικά καταστήματα πεθαίνουν αλλάζοντας βιτρίνα για τη νέα σεζόν», αναφέρει χαρακτηριστικά στη «Ν» ιδιοκτήτης καταστήματος στον άλλοτε εμπορικό δρόμο της Πατησίων, που πια βρίθει από κατεβασμένα ρολά.
«Οι εταιρείες να θεωρήσουν τον πληθωρισμό ως ευκαιρία»
Ερωτηθείς για το πώς πρέπει να αντιδράσουν οι εταιρείες στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, ο διευθύνων σύμβουλος της IRI Παναγιώτης Μπορέτος επισημαίνει στη «Ν» ότι «οι έντονες πληθωριστικές τάσεις πλήττουν όλες τις οικονομίες, χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν μας τις επιπτώσεις που θα έχει ο πόλεμος στην Ουκρανία. Στον πληθωρισμό του 2022 συντρέχουν πολλές διαφορετικές παράμετροι ταυτόχρονα: από την αύξηση τιμών των πρώτων υλών, ενέργειας και κόστους μεταφοράς, στις κλιματολογικές αλλαγές, στην έλλειψη εποχιακού προσωπικού, πρώτων υλών έως την αβεβαιότητα για την πορεία της Covid-19. Σε αυτό το περιβάλλον, οι εταιρείες πρέπει να στοχεύσουν στους καταναλωτές με μεγαλύτερη ακρίβεια. Να θεωρήσουν τον πληθωρισμό ως ευκαιρία, επειδή οι καταναλωτές επαναξιολογούν τη σχέση τους με την κατηγορία, τη μάρκα και επιζητούν μεγαλύτερα οφέλη από τη χρήση της μάρκας/υπηρεσίας. Οι εταιρείες πρέπει να επενδύσουν στην κατανόηση των μεταβαλλόμενων αναγκών και συμπεριφορών των καταναλωτών, που είναι πιθανό να μετατοπίσουν την καμπύλη ζήτησης και να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες ανάπτυξης. Να επαναπροσδιορίσουν το μίγμα: μάρκετινγκ, στρατηγικές τιμών, προώθησης, διανομής και media στη μεταβαλλόμενη ζήτηση.
Πληθαίνουν οι αστερίσκοι για την τουριστική σεζόν
Το γεγονός ότι οι τιμές των προκρατήσεων καθορίστηκαν με βάση τα δεδομένα πριν από την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους και τον πόλεμο στην Ουκρανία, δημιουργεί προβληματισμό.
Το αυξημένο ενεργειακό κόστος και οι εξελίξεις επί ουκρανικού εδάφους είναι οι δύο νέοι παράγοντες, που σε συνδυασμό με τη διατήρηση της πανδημίας Covid-19 ανατρέπουν τις συνιστάμενες και για τον τουριστικό κλάδο, παρά τις προσδοκίες για μια ιδιαίτερα θετική φετινή σεζόν, οι οποίες επί του παρόντος διατηρούνται.
Τα πρώτα μηνύματα για τη φετινή τουριστική σεζόν παραμένουν ενθαρρυντικά βάσει των προκρατήσεων, των αυξήσεων προγραμματισμένων αεροπορικών θέσεων, αλλά και τον προγραμματισμό των μεγάλων tour operators, κυρίως από αγορές όπως οι Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Σκανδιναβία.
Ωστόσο, όπως αναφέρουν στη «Ν» κύκλοι της αγοράς, «οι τιμές με τις οποίες έχουν προχωρήσει σε υποδοχή κρατήσεων τα εγχώρια καταλύματα καθορίστηκαν με βάση τα δεδομένα πριν από την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους και βέβαια δεν προέβλεψαν τον πόλεμο, γεγονός που δημιουργεί προβληματισμό για το εάν θα καταφέρουν τελικά να είναι βιώσιμες οι δραστηριότητες. Πολλώ δε μάλλον για όσες μονάδες λειτουργούν βάσει συμβολαίων με tour operators και έχουν κρατήσεις από πέρυσι».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδας Αλέξανδρο Βασιλικό, σε κάποιες ξενοδοχειακές μονάδες το κόστος ενέργειας φθάνει στο 50% του τζίρου, ενώ σημαντικές ανατιμήσεις έχουν περάσει σε μια ευρεία γκάμα από αναλώσιμα, γεγονός που επιβαρύνει περαιτέρω το κόστος λειτουργίας.
Ο αντίκτυπος του πολέμου
Σε ό,τι αφορά τον αντίκτυπο του πολέμου στον τουριστικό κλάδο, για κάποιες περιοχές της χώρας που έχουν σημαντική εξάρτηση από τις αφίξεις Ρωσίας και Ουκρανίας (π.χ. Χαλκιδική) οι επιπτώσεις είναι σημαντικές, ωστόσο διατηρείται η αισιοδοξία ότι και σε αυτές τις περιοχές το παιχνίδι μπορεί να «γυρίσει» από την προσέλκυση επισκεπτών από άλλες χώρες. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αφίξεις από τη Ρωσία και την Ουκρανία αποτελούν χαμηλά ποσοστά επί του συνόλου των τουριστικών αφίξεων στη χώρα μας, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι απώλειες για τον ελληνικό τουρισμό ενδέχεται να είναι περιορισμένες.
Ανασφάλεια όμως επικρατεί και για το πώς θα αντιδράσουν βασικές χώρες προέλευσης ταξιδιωτών στην Ελλάδα, καθώς το «κοκτέιλ» των επιπτώσεων του πολέμου και του πληθωρισμού ανατρέπει την ταξιδιωτική συμπεριφορά των καταναλωτών.
Σύμφωνα με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη θετική σχέση μεταξύ του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των κύριων χωρών προέλευσης τουριστών (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία) και της αντίστοιχης εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης στη χώρα μας, η ενδεχόμενη πτώση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στις χώρες αυτές, λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους, δύναται να επηρεάσει αρνητικά τις τουριστικές ροές στην Ελλάδα.
Παράλληλα, πληθαίνουν οι αστερίσκοι και αναφορικά με τον τρόπο που θα επηρεαστούν και οι αφίξεις από τις ΗΠΑ, καθώς οι πιθανότητες να αποφύγουν οι Αμερικανοί τα ταξίδια συνολικά στην Ευρώπη δεν μπορούν να αποκλειστούν. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να πλήξει τον κλάδο, καθώς ο εισερχόμενος τουρισμός από τις ΗΠΑ αποτελεί το 6,7% του συνολικού ποσοστού, που μεταφράζεται σε αξία περί το 1,2 δισ. ευρώ (στοιχεία 2019).