Του Φάνη Ζώη
[email protected]
Την αδυναμία της Ευρώπης να εξασφαλίσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων της ευρωπαϊκής βιομηχανίας από τον κίνδυνο της «διαρροής» άνθρακα, δηλαδή της μεταφοράς της παραγωγής εκτός Ε.Ε., σε χώρες χωρίς ή με μικρότερες περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, αναδεικνύει μελέτη του ΙΟΒΕ που παρουσιάσθηκε νωρίτερα σε διαδικτυακή εκδήλωση του ΣΕΒ.
Πρόκειται για έναν κίνδυνο που ήδη καταγράφεται και αναμένεται να ενταθεί εις βάρος της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά και της επίτευξης του στόχου της Συμφωνίας του Παρισιού, απειλώντας σημαντικά και πολλούς βιομηχανικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας.
Συγκεκριμένα, στην ψηφιακή εκδήλωση του Συμβουλίου του ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, με τίτλο: «Κλιματικοί στόχοι και διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων», παρουσιάστηκαν τα ευρήματα σχετικής μελέτης του ΙΟΒΕ και τοποθετήθηκαν εκπρόσωποι της πολιτικής ηγεσίας, καθώς και ευρωβουλευτές της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημοσίας Υγείας και Τροφίμων (ENVI), που συμμετέχουν στη διαβούλευση της Ε.Ε. επί της δέσμης μέτρων «Fit for 55», με την οποία η Ε.Ε. φιλοδοξεί να πετύχει τους νέους κλιματικούς στόχους.
Τα ευρήματα της μελέτης με τίτλο: «Επιπτώσεις της αναθεωρημένης ευρωπαϊκής πολιτικής για το Κλίμα στην ελληνική βιομηχανία και οικονομία» παρουσίασαν ο καθηγητής Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ, και ο Γιώργος Μανιάτης, υπεύθυνος Κλαδικών Μελετών του ΙΟΒΕ. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, ο κίνδυνος της «διαρροής άνθρακα» για τη χώρα μας είναι ιδιαίτερα σημαντικός και αφορά κλάδους που παράγουν το 27% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) της μεταποίησης, ενώ απασχολούν περίπου 57 χιλ. εργαζόμενους (16% της συνολικής απασχόλησης στη μεταποίηση). Πρόκειται για κλάδους με έντονη εξωστρέφεια, υψηλή ένταση κεφαλαίου και υψηλή παραγωγικότητα εργασίας –χαρακτηριστικά που αποτελούν άλλωστε ζητούμενο για το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα της Ελλάδας και την επίτευξη του στόχου για αύξηση του μεριδίου της βιομηχανίας στο 15% του ΑΕΠ το 2030. Η εξωστρέφεια των κλάδων αυτών είναι πολλαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ από το 2010 συνεισφέρουν σταθερά πάνω από το 40% στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών, με το μεγαλύτερο μέρος τους να κατευθύνεται σε χώρες εκτός Ε.Ε.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, Ανδρέας Σιάμισιης, σημείωσε ότι «η έννοια της Βιώσιμης Ανάπτυξης απαιτεί να υπάρχει ισορροπία και ρεαλισμός στις πολιτικές που ακολουθούνται από την Ευρώπη. Είναι σαφές ότι η προτεραιότητα καθορίζεται από την κλιματική αλλαγή, αλλά η μη σωστά μελετημένη και εφαρμοσμένη πολιτική, θα οδηγήσει όχι μόνο σε μεταφορά της βιομηχανικής βάσης και οικονομικής ανάπτυξης σε χώρες εκτός ΕΕ, αλλά πολύ πιθανόν και σε ταυτόχρονη αύξηση των εκπομπών ρύπων για το ίδιο προϊόν σε παγκόσμια κλίμακα»
Για τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, με ταυτόχρονη προστασία της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, το Συμβούλιο ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη αναγνωρίζει ως απαραίτητες 5 βασικές θέσεις:
1. Εφαρμογή του προτεινόμενου Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα ως συμπληρωματικού και όχι ως εναλλακτικού μέτρου της δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων, στο πλαίσιο λειτουργίας του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών
2. Επιστροφή του επιπλέον κόστους άνθρακα που επιβαρύνονται οι παραγωγοί εντός Ε.Ε. για τις εξαγωγές σε τρίτες χώρες
3. Διατήρηση της αντιστάθμισης του κόστους έμμεσων εκπομπών. Οι έμμεσες εκπομπές θα πρέπει να συμπεριληφθούν στον Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα μόνο όταν το κόστος τους θα έχει περιοριστεί σημαντικά, ως αποτέλεσμα αυξημένου ποσοστού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.
4. Θωράκιση του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα ώστε να προστατεύονται οι ευρωπαϊκές εταιρείες από πρακτικές παράκαμψής του, όπως π.χ. μέσω εισαγωγών μόνο από συγκεκριμένες μονάδες παραγωγής χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος ή μέσω εισαγωγών ημικατεργασμένων προϊόντων.
5. Θέσπιση μέτρων χρηματοδοτικής στήριξης για την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών και διασφάλιση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση από την αγορά.
Στην εκδήλωση χαιρετισμό απηύθυνε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας, ενώ στο πάνελ συζήτησης συμμετείχαν ο Γιώργος Ζερβός, ειδικός γραμματέας Διαχείρισης Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ταμείου Συνοχής, υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, ο Πέτρος Βαρελίδης, γενικός γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, η Μαρία Σπυράκη, μέλος της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημοσίας Υγείας και Τροφίμων (ENVI), μέλος της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και Συμπρόεδρος του Κοινοβουλευτικού Intergroup για την Κλιματική Αλλαγή, τη Βιοποικιλότητα και τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, ο Πέτρος Κόκκαλης, ευρωβουλευτής Περιβάλλοντος, Δημοσίας Υγείας και Τροφίμων, και ο Ανδρέας Σιάμισιης, πρόεδρος του Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη.
Αναλυτικότερα από τα βασικά ευρήματα της μελέτης διαπιστώνεται ότι:
O αποτελεσματικότερος τρόπος για την Ευρώπη να εξασφαλίσει τη μείωση των εκπομπών σε παγκόσμιο επίπεδο είναι να καταστεί η ίδια ως ο σημαντικότερος εξαγωγέας προϊόντων χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος. Όμως, αντί αυτού, νέες μονάδες παραγωγής προστίθενται συνεχώς τα τελευταία χρόνια σε χώρες χωρίς ανάλογες κλιματικές δεσμεύσεις, αυξάνοντας τις εισαγωγές προς την Ευρώπη.
Η δέσμη μέτρων «Fit for 55» (Δ1), προτείνει αλλαγές στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) και εφαρμογή του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα – ΜΣΠΑ (Carbon Border Adjustment Mechanism - CBAM).
Αν δεν σταθμιστεί η κλιματική φιλοδοξία με την ανταγωνιστικότητα, η απώλεια μεριδίων αγοράς, θα οδηγήσει σε μειωμένη οικονομική δραστηριότητα, και λιγότερες θέσεις εργασίας στην Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Στόχος από την εφαρμογή του ΜΣΠΑ είναι η επιβολή ισοδύναμου με την Ε.Ε. κόστους εκπομπών στις εισαγωγές περιορισμένου αριθμού προϊόντων υψηλής έντασης εκπομπών με βάση την περιεκτικότητά τους σε άνθρακα (τσιμέντο, αλουμίνιο, σίδηρος-χάλυβας, λιπάσματα, ηλεκτρική ενέργεια).
Ωστόσο, η εισαγωγή του ΜΣΠΑ, όπως προτείνεται, δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους στις αλυσίδες αξίας των προϊόντων που θα περιλαμβάνει, αλλά και τις εξαγωγές της Ε.Ε..
Ο ΜΣΠΑ που προτείνεται, ως έχει σήμερα, θα προκαλέσει μια επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις που θα υποχρεωθούν να προσαρμοστούν στο νέο πλαίσιο, από €197 εκατ. το 2023, που σταδιακά φτάνει στο ύψος των €1,1 - €1,3 δισ. το 2035 μόνο για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών που χάνονται λόγω της εφαρμογής του.
Το επόμενο διάστημα θα ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις στην Ε.Ε. και θα οριστικοποιηθεί το πλαίσιο εφαρμογής του ΣΕΔΕ και του ΜΣΠΑ.
O μετριασμός των σημαντικών επιπτώσεων που εκτιμήθηκε ότι θα προκληθούν στην ελληνική οικονομία και απασχόληση από τις αλλαγές που προβλέπονται στη δέσμη προτάσεων «Fit for 55», συνιστά ζήτημα που αφορά και τον ίδιο τον κλιματικό στόχο.
Η απάντηση στην κλιματική αλλαγή, αποτελεί κορυφαία πρόκληση σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), πρώτη έθεσε το στόχο για κλιματική ουδετερότητα – μηδενικό δηλαδή ισοζύγιο εκπομπών και απορροφήσεων αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ) - μέχρι το 2050 και μείωσης των εκπομπών ΑτΘ κατά 55% έως το 2030 σε σύγκριση με το 1990. Η πρωτοβουλία έχει τη στήριξη και των επιχειρήσεων, οι οποίες συνεχίζουν να επενδύουν στην μείωση του ανθρακικού τους αποτυπώματος, σε σύγκριση με ανταγωνιστές εκτός Ε.Ε.
Ζητούμενο πλέον είναι η υποστήριξη της κλιματικής φιλοδοξίας με ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού στις παγκόσμιες αγορές, ώστε η κλιματική μετάβαση να λειτουργήσει προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα ότι ο κίνδυνος «διαρροής άνθρακα» (Carbon Leakage), δηλαδή μεταφοράς επενδύσεων σε τρίτες χώρες χωρίς αντίστοιχο κόστος άνθρακα, αποτελεί ήδη πραγματικότητα.
Η δέσμη μέτρων «Fit for 55», προτείνει αλλαγές στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) και εφαρμογή ενός Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (ΜΣΠΑ), οι οποίες, αν υιοθετηθούν, θα προκαλέσουν σημαντική υποβάθμιση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Με βάση την ισχύουσα πρόταση του ΜΣΠΑ και τις αλλαγές που προτείνονται στην λειτουργία του ΣΕΔΕ, η επιβάρυνση, μόνο για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών που χάνονται λόγω της εφαρμογής του, ξεκινά από €197 εκατ. το 2023 και κλιμακώνεται σε €1,1 - €1,3 δισ. το 2035. Σε περίπτωση ένταξης και των έμμεσων εκπομπών στον ΜΣΠΑ, η οποία θα συνεπάγεται αλλαγή και στο καθεστώς παροχής αντιστάθμισης του κόστους έμμεσων εκπομπών, θα προκύψει επιπλέον ετήσια επιβάρυνση €225 εκατ. κατά μέσο όρο μετά το 2026.
Η αρνητική επίδραση στο ΑΕΠ λόγω των αναμενόμενων επιπτώσεων στα μερίδια αγοράς από το επιπλέον κόστος κλιματικής μετάβασης φτάνει το 2035 στο €1,7 δισ. με την απώλεια στην απασχόληση σε όλο το φάσμα επιχειρηματικής δραστηριότητας να ξεπερνά τις 25,4 χιλ. θέσεις εργασίας.
Η διατήρηση των δωρεάν δικαιωμάτων και η μέριμνα της Ε.Ε. για την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών πριν την εφαρμογή του ΜΣΠΑ αποτελεί ελάχιστο αντίμετρο για τα παραπάνω.
Περιορίζεται η επιβάρυνση των κλάδων που πλήττονται κατά €290 - €500 εκατ. ετησίως το 2035 (26,1% - 38,2%).
Μετριάζονται οι απώλειες στο ΑΕΠ κατά €650 εκατ. (38,2%) και οι επιπτώσεις στην απασχόληση κατά 8,0 χιλιάδες θέσεις εργασίας (31,5%).
Η διατήρηση της αντιστάθμισης μέρους του κόστους των έμμεσων εκπομπών περιορίζει τις απώλειες κατά €140 εκατ. για τους πληγέντες κλάδους.
Η λήψη μέριμνας για τις εξαγωγές είναι καίριας σημασίας καθώς, στο σενάριο πλήρους απώλειας των εξαγωγών των συγκεκριμένων κλάδων προς τρίτες χώρες, η συνολική επιβάρυνση στο ΑΕΠ το 2035 από €1,7 δισ. εκτινάσσεται σε €5,1 δισ. και οι απώλειες θέσεων εργασίας από 25,4 χιλ. σε 81,9 χιλ.
Η εξίσωση του κόστους μεταξύ παραγωγών εντός και εκτός Ευρώπης πρέπει να αποτελεί στόχο της Ε.Ε. αφού διασφαλίζοντας την ανταγωνιστικότητά της, η Ε.Ε. κερδίζει στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, αυξάνοντας παράλληλα το ποσοστό παραγωγής που παράγεται με χαμηλότερο ανθρακικό αποτύπωμα.
Το επόμενο διάστημα θα ολοκληρωθούν οι διαβουλεύσεις στην Ε.Ε. και θα οριστικοποιηθεί το πλαίσιο εφαρμογής του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ) και του Μηχανισμού Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (ΜΣΠΑ).