Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Στα «αζήτητα» πλέον διά παντός ο γερμανο-ρωσικός αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2; Χάθηκαν τα 11 δισεκατομμύρια δολάρια που κόστισε η κατασκευή του μήκους 1230 χιλιομέτρων υποθαλάσσιου αγωγού στη Βαλτική»;
Αφού η Γερμανική κυβέρνηση ανέστειλε επ’ αόριστον τη διαδικασία πιστοποίησης για τον Nord Stream 2, λόγω της κλιμάκωσης της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία -και τελικά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία-, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν κυρώσεις κατά της εταιρείας εκμετάλλευσης και των κορυφαίων διευθυντών της, όπως ανακοίνωσε ο Τζο Μπάιντεν.
Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε αποφύγει προηγουμένως να κάνει ένα τέτοιο βήμα λόγω του ενδιαφέροντος για τη Γερμανία, αλλά τώρα η απόφαση των Αμερικανών ίσως αποδειχτεί το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του αγωγού.
Η εταιρεία εκμετάλλευσης του αγωγού, Nord Stream 2 AG, ανήκει στη ρωσική κρατική εταιρεία Gazprom. Ο αγωγός κατασκευάστηκε για να φέρει φυσικό αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία παρακάμπτοντας την Ουκρανία. Ο αγωγός έχει ολοκληρωθεί από τον περασμένο Σεπτέμβριο ,αλλά δεν είχε ακόμη λάβει άδεια πιστοποίησης.
Ο Nord Stream πεδίο αντιπαράθεσης
Ο Μπάιντεν ήταν εδώ και καιρό αντίθετος στο Nord Stream 2. Ωστόσο, τον περασμένο Μάιο ο Δημοκρατικός πρόεδρος είχε χορηγήσει ειδικές άδειες ("Presidential Waiver") με τις οποίες η Nord Stream 2 AG, με έδρα την Ελβετία, και ο Γερμανός διευθύνων σύμβουλός της, Ματίας Βάρνιγκ ,είχαν απαλλαγεί από τις αμερικανικές κυρώσεις,λόγω της εκτίμησης για τη Γερμανία ως σύμμαχο. Τότε, ο Μπάιντεν δήλωσε επίσης ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είναι πλέον σε θέση να εμποδίσουν την ολοκλήρωση του αγωγού.
Το θέμα του Nord Stream 2 προκαλούσε επί χρόνια αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ουάσινγκτον με το Βερολίνο, αλλά και τους Ευρωπαίους μεταξύ τους, καθώς και τη Ρωσία με την Ουκρανία, που βλέπει τη θέση της να αποδυναμώνεται με τη λειτουργία του νέου αγωγού.
Το αν θα λειτουργήσει ποτέ η γραμμή φυσικού αερίου είναι ασαφές. Τους επόμενους μήνες, θα πρέπει τώρα να εξεταστεί διεξοδικά ποιες επιπτώσεις θα έχουν οι γεωπολιτικές αλλαγές στην ασφάλεια του εφοδιασμού της Γερμανίας και της Ευρώπης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ασχολείται επίσης με αυτό το ζήτημα .Σε εξέλιξη βρίσκονται διαβουλεύσεις για το πώς θα μπορούσε να εξασφαλιστεί η παροχή φυσικού αερίου σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όπως ανακοίνωσε η Επίτροπος Ενέργειας της ΕΕ Κάντρι Σίμσον. Με αυτό εννοούσε ότι η Ρωσία θα σταματήσει εν μέρει ή πλήρως τις εξαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ.
Δεν επαρκεί το LNG
Σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να διασφαλιστεί ότι όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ θα μπορούν να εφοδιάζονται με υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), συμπεριλαμβανομένων των χωρών που δεν έχουν πρόσβαση στη θάλασσα.
Το πρόβλημα όμως είναι γνωστό: Οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης αερίου στην Ευρώπη είναι σχεδόν άδειες με επίπεδο μόλις 30%. Αυτό είναι ένα ιστορικό χαμηλό. Εάν η Ρωσία σταματήσει τώρα τις παραδόσεις φυσικού αερίου, οι χώρες της ΕΕ πιθανότατα θα περάσουν μόνο τον χειμώνα, είπε η Σίμσον. Αλλά αυτό συμβαίνει μόνο επειδή ορισμένες αποστολές LNG έφτασαν τον Ιανουάριο.
Ο σημαντικότερος προμηθευτής LNG είναι το Κατάρ, το οποίο κάλυψε περίπου το 40% της ζήτησης της Ευρώπης πέρυσι. Οι ΗΠΑ είχαν στείλει επίσης σημαντικές ποσότητες στην Ευρώπη.
Άλλες χώρες που μπορούν να βοηθήσουν είναι το Αζερμπαϊτζάν και η Νορβηγία. Εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να βασίζεται περισσότερο στο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ στο μέλλον, δύσκολα θα ήταν δυνατό να επιτύχει τους δικούς της κλιματικούς στόχους.
Πιο σπάνιο το LNG από το 2025
Στις Ηνωμένες Πολιτείες ,το φυσικό αέριο εξορύσσεται συχνά χρησιμοποιώντας τη μέθοδο fracking ,που είναι πολύ πιο επιβλαβής για το κλίμα από το ρωσικό αέριο.
Η ψύξη και η μεταφορά του υγροποιημένου αερίου με πλοία, απαιτούν πολλή ενέργεια. Ένας εκπρόσωπος της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος προειδοποίησε μάλιστα μιλώντας στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ότι «αν λάβει κανείς υπόψη τις εκπομπές αερίων από την παραγωγή και τις μεταφορές, τότε το LNG είναι σχεδόν το ίδιο επιβλαβές για το κλίμα όσο ο λιθάνθρακας».
Βραχυπρόθεσμα, οι παραδόσεις LNG θα φέρουν κάποια ανακούφιση στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου. Μακροπρόθεσμα όμως, είναι απίθανο να είναι επαρκείς - και σίγουρα δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη ρωσική προσφορά.
Ένα σημαντικό ποσοστό της παγκόσμιας προμήθειας LNG πωλείται μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων. Επομένως, η ποσότητα που θα μπορούσε να παραδώσει το Κατάρ στην Ευρώπη, σύμφωνα με τη βιομηχανική υπηρεσία S&P Platts, είναι περίπου 60.000 κυβικά μέτρα την ημέρα. Σε αντίθεση με την πραγματική ανάγκη, το ποσό αυτό είναι αμελητέο. Διότι μόνο η Γερμανία εισήγαγε σχεδόν 102 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου το 2020.
Η βρετανική εταιρεία Shell προειδοποιεί επίσης ότι το LNG θα μπορούσε να γίνει σπάνιο από το 2025. Η ζήτηση θα αυξηθεί παγκοσμίως τα επόμενα χρόνια, γεγονός που οφείλεται στις προσπάθειες πολλών χωρών να καταργήσουν σταδιακά τα ορυκτά καύσιμα όπως το πετρέλαιο και ο άνθρακας. Από το 2025, η παγκόσμια ζήτηση θα μπορούσε να υπερβεί την προσφορά και να οδηγήσει σε αυξημένο ανταγωνισμό μεταξύ Ευρώπης και Ασίας.
Η Γερμανία σχεδιάζει τερματικούς σταθμούς LNG στις βόρειες ακτές,αλλά η χρησιμότητα αυτών των τερματικών είναι περιορισμένη εάν η παγκόσμια προσφορά LNG δεν συμβαδίζει με τη ζήτηση. Μέχρι το 2040, η ζήτηση LNG θα μπορούσε να αυξηθεί σε 700 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Μέχρι στιγμής πάντως , βρίσκονται σε λειτουργία ή προγραμματίζονται παγκοσμίως, εργοστάσια υγροποίησης με δυναμικότητα μόλις 400 εκατομμυρίων τόνων παγκοσμίως.
Η ζήτηση LNG και η Κίνα
Η ζήτηση LNG καθορίζεται μάλιστα από την Κίνα. Σύμφωνα με την Handelsblatt, πάνω από τα δύο τρίτα της ζήτησης LNG θα προέρχονται από την Κίνα τα επόμενα χρόνια. Η Κίνα χρειάζεται ήδη 79 εκατομμύρια τόνους και έχει αντικαταστήσει την Ιαπωνία ως τον μεγαλύτερο εισαγωγέα LNG στον κόσμο.
Η Κίνα έχει εξασφαλίσει το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων, δήλωσε εκπρόσωπος της Shell στην Handelsblatt . Η Ευρώπη υστερεί γιατί δεν είναι ακόμη σαφές ποιος είναι ο ρόλος του φυσικού αερίου τα επόμενα χρόνια, γεγονός που δυσκολεύει τις επενδύσεις.
Μια διέξοδος από το δίλημμα θα ήταν η ταχεία επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αλλά ,για παράδειγμα, για να καλυφθούν οι ενεργειακές απαιτήσεις στη Γερμανία, το 5-10% της έκτασης της χώρας θα έπρεπε να γεμίσει με ανεμογεννήτριες, κάτι που θεωρείται μάλλον αδύνατον.
Όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό από το naftemporiki.gr