Από την έντυπη έκδοση
Σε ύψιστο βαθμό επιφυλακής βρίσκεται πλέον η ΕΚΤ για τους δυνητικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να προκύψουν από μία κλιμάκωση της κρίσης γύρω από την Ουκρανία, θέτοντας ως βασικούς παράγοντες του «παιχνιδιού» το άνοιγμα όλων των επιλογών και την ευελιξία, εξέλιξη που θα μπορούσε να σημάνει μία πιθανή επανατοποθέτησή της στη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου. Την ίδια στιγμή καλεί τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία να αναφέρουν τους κινδύνους που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν σε διάφορα διπλωματικά και στρατιωτικά σενάρια.
Μία ημέρα μετά την προειδοποίηση του επιτρόπου της Ε.Ε. για την Οικονομία Πάολο Τζεντιλόνι για τις επιπτώσεις στην οικονομία της Ευρωζώνης, ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Γαλλίας και μέλος του δ.σ. της ΕΚΤ Βιλερουά ντε Γκαλό, διαμήνυσε ότι η ουκρανική κρίση σημαίνει πως θα πρέπει να παραμείνουν ανοικτές όλες οι επιλογές για τη νομισματική πολιτική μαζί με την ευελιξία. Παρότι ανέφερε ότι η έκθεση των γαλλικών τραπεζών στη ρωσική αγορά είναι περιορισμένη, υπενθύμισε ότι η ανώτατη ευρωπαϊκή εποπτική τραπεζική αρχή έχει ήδη καλέσει σε «ύψιστο βαθμό επαγρύπνησης» για πιθανές κυβερνοεπιθέσεις. «Θα αποτιμήσουμε στη συνεδρίαση του Μαρτίου τις πιο έμμεσες επιπτώσεις στον πληθωρισμό και στην ανάπτυξη και θα κινηθούμε με βάση τα δεδομένα. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η δυνατότητα επιλογών ως προς τη στάση που θα κρατήσουμε στη νομισματική πολιτική μας και η ευελιξία είναι αυτή τη στιγμή τα δύο ονόματα του παιχνιδιού» τόνισε ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης.
Στο ίδιο μήκος κύματος και οι δηλώσεις του διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Πορτογαλίας Μάριο Σεντένο, ο οποίος συστήνει να παραμείνει σταθερή η νομισματική πολιτική, αποφεύγοντας μία πιο αυστηρή στάση, εξαιτίας των εξωγενών κρίσεων που θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την αλυσίδα προσφοράς. Αναλυτές περιμένουν από την ΕΚΤ να δώσει ένα πιο αυστηρό μήνυμα για τις προοπτικές της οικονομίας στη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου, που ενδεχομένως να σημάνει αναδίπλωση από τις τοποθετήσεις των δύο προηγούμενων συνεδριάσεών της.
Μέσα στο νέο «σκηνικό πολέμου», η ΕΚΤ συνεργάζεται αυτή τη στιγμή με τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές και με τις τράπεζες προκειμένου να αποτιμήσει τους κινδύνους ως προς τη ρευστότητά τους, τα βιβλία δανείων τους, τις συναλλαγές, τις θέσεις τους στην αγορά συναλλάγματος, αλλά και την ικανότητά τους να διατηρήσουν βιώσιμες τις δραστηριότητές τους, όπως αποκάλυψαν πηγές. Ζητά μάλιστα από τους πιστωτικούς ομίλους να προετοιμαστούν σε διάφορα σενάρια, συμπεριλαμβανομένων πολύ πιο αυστηρών οικονομικών κυρώσεων και μίας στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία. Εκπρόσωπος της ΕΚΤ διαβεβαίωσε ότι η κεντρική τράπεζα παρακολουθεί στενά την κατάσταση και παρότι η έκθεση των τραπεζών της Ευρωζώνης στη Ρωσία ποικίλλει, διαβεβαιώνει ότι σε μία γενική εκτίμηση φαίνεται περιορισμένη.
Επενδυτική ψυχραιμία με «αστερίσκους»
Οι αγορές εξακολουθούν να επιδεικνύουν ψυχραιμία, ειδικά στην Ευρώπη, όμως αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι το τεχνικό υπόβαθρο αρχίζει να επιδεινώνεται σε βαθμό που ορισμένοι επενδυτές ετοιμάζονται να αλλάξουν τις θέσεις αγοράς τους. Αυτό σημαίνει ότι βάζουν τον γεωπολιτικό παράγοντα πάνω από το πετρέλαιο, τον πληθωρισμό και τη Φέντεραλ Ριζέρβ τουλάχιστον σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Ο S&P 500 βρέθηκε στη συνεδρίαση της Τρίτης με απώλειες άνω του 10% από το ιστορικό υψηλό του στις αρχές του έτους, σηματοδοτώντας μία τεχνική διόρθωση, ενώ το γεγονός ότι υποχώρησε κάτω από τον μέσο όρο διακύμανσης των τελευταίων 200 ημερών σημαίνει ότι θα ακολουθήσει περαιτέρω πτώση.
Ο Ρίκαρντ Ρος, στρατηγικός αναλυτής της Evercore ISI, προβλέπει ότι ο δείκτης θα μπορούσε να διολισθήσει ακόμη και στις 3.600 μονάδες, που σημαίνει πτώση 16% από τα επίπεδα της Τρίτης. Σύμφωνα με τους NYT, οι διεθνείς αγορές τείνουν να υποχωρούν όταν ένας πόλεμος βρίσκεται στα σκαριά και να ισχυροποιούνται πολύ πριν τερματιστεί, μοτίβο που φαίνεται να ακολουθούν και στην περίπτωση του Πούτιν, χωρίς ωστόσο ακόμη να είναι ξεκάθαρες οι εξελίξεις. «Οι βραχυπρόθεσμες συνέπειες είναι απλές. Οι τιμές ενέργειας αυξάνονται και οι μετοχές υποχωρούν» αναφέρει ο Κλάους Βίστεσεν, οικονομολόγος της Pantheon Macroeconomics. Ο κλάδος ενέργειας του S&P 500 έχει ενισχυθεί περίπου 22% στη διάρκεια του 2022.
Μεγάλος κερδισμένος παραμένει ο χρυσός, που ξεπέρασε και πάλι ενδοσυνεδριακά τα 1.900 δολάρια η ουγκιά, αγγίζοντας υψηλό εννεαμήνου, ενώ ισχυρά κέρδη άνω του 3% κατέγραφε και το παλλάδιο, δεδομένου ότι η Ρωσία εκπροσώπησε πέρυσι το 40% της παγκόσμιας παραγωγής.
Από κοντά και το πετρέλαιο, με το αργό πάνω από τα 93 δολάρια το βαρέλι και το brent να ξεπερνά τα 98 δολάρια, πριν από το κλείσιμο της συνεδρίασης. Όσο για τον πανευρωπαϊκό δείκτη STOXX 600 δεν κατάφερε να διατηρήσει τα αρχικά κέρδη του που έφθασαν τη μία ποσοστιαία μονάδα, κλείνοντας με μικρή πτώση.