Από την έντυπη έκδοση
Επιστρέφει η κανονικότητα στις τράπεζες και ο εποπτικός βραχίονας της ΕΚΤ δεν θα επιτρέψει η κεφαλαιακή χαλάρωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να συνεχιστεί πέραν του Δεκεμβρίου του 2022.
Αυτά δήλωσε ο επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) Αντρέα Ενρία κατά την παρουσίαση της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης των Τραπεζών (SREP).
Ας σημειωθεί πως όλες οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να πιάσουν με το παραπάνω το όριο των stress tests, παρά το γεγονός πως βρίσκονταν σε φάση σημαντικής αναδιάρθρωσης των κόκκινων δανείων τους. Συγχρόνως οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν να μη διαμορφώσουν νέο χαρτοφυλάκιο NPEs, εξαιτίας της πανδημίας.
Η μέση συνολική βαθμολογία SREP των εποπτευόμενων τραπεζών παρέμεινε γενικά σταθερή το 2021 σε σύγκριση με το 2019. «Είναι δίκαιο να πούμε ότι αυτά τα αποτελέσματα είναι καλύτερα από τα αναμενόμενα» σημείωσε ο επικεφαλής του SSM. Οι εποπτικές αρχές και οι τράπεζες αντιμετώπισαν τεράστια αβεβαιότητα όταν ξέσπασε η πανδημία, η οποία οδήγησε τις εποπτικές αρχές να αναστείλουν τα περισσότερα στοιχεία της μεθοδολογίας SREP το 2020. Ο φόβος για τις επιπτώσεις με τη λήξη των μορατόριουμ ήταν πραγματικός. Ωστόσο, καθώς η ευρωπαϊκή οικονομία σταθεροποιήθηκε το 2021, η αβεβαιότητα υποχώρησε, σε μεγάλο βαθμό χάρη στη συνεχιζόμενη υποστήριξη των οικονομιών από τους κρατικούς μηχανισμούς. Τελικά, υπήρξε μόνο μια μικρή αύξηση στον αριθμό των τραπεζών που έλαβαν χαμηλότερη βαθμολογία σε σύγκριση με το 2019.
«Είναι ελάχιστες οι τράπεζες που τελούν υπό την εποπτεία μας και λειτουργούν σε επίπεδα κεφαλαίου χαμηλότερα από εκείνα που καθορίζονται από τη συνολική κεφαλαιακή απαίτηση CET 1 και τις κατευθυντήριες γραμμές» είπε ο κ. Ενρία, με δύο περιπτώσεις να παραβιάζουν τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας (σε επίπεδο συνολικού κεφαλαίου). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα προβλήματα ήταν διαρθρωτικά και προγενέστερα της πανδημίας, επεσήμανε.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2021, ο συνολικός δείκτης Common Equity Tier 1 των τραπεζών υπό άμεση εποπτεία της ΕΚΤ διαμορφώθηκε στο 15,47%. Ο συνολικός δείκτης μόχλευσής τους διαμορφώθηκε στο 5,88%.
«Το κεφαλαιακό μαξιλάρι που δημιουργήσαμε για τις τράπεζες κατά την έναρξη της πανδημίας τις βοήθησε να συνεχίσουν να δανείζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις» δήλωσε ο Αντρέα Ενρία.
Το άφθονο κεφαλαιακό περιθώριο και η ανάκαμψη της κερδοφορίας το 2021 επανέφεραν επίσης τα σχέδια διανομής μερισμάτων, σχέδια που εξετάζουν κατά περίπτωση οι εποπτικές αρχές.
«Τον Σεπτέμβριο του 2020, για να διευκολύνουμε τις τράπεζες να εφαρμόσουν την έκτακτη στήριξη της νομισματικής πολιτικής, χορηγήσαμε επίσης μερική ελάφρυνση από την απαίτηση του δείκτη μόχλευσης, επιτρέποντας στις τράπεζες να εξαιρούν ορισμένα ανοίγματα στην κεντρική τράπεζα από τον υπολογισμό των απαιτούμενων κεφαλαίων τους.
Το 2021 η σταδιακή βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών, τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής και η αξιολόγηση των ατομικών κεφαλαιακών σχεδίων των τραπεζών μάς ώθησαν να λάβουμε συγκεκριμένα μέτρα για την πορεία προς την κανονικότητα» ανέφερε.
Ωστόσο, τόνισε πως η ελάφρυνση των τραπεζών από τον δείκτη κάλυψης ρευστότητας δεν θα συνεχιστεί το 2022. «Με δεδομένο το μεγάλο κεφαλαιακό περιθώριο που έχουν στη διάθεσή τους οι τράπεζες, μπορούμε σήμερα να επιβεβαιώσουμε το σχέδιο εξόδου από τα υπόλοιπα μέτρα στήριξης» σημείωσε ο κ. Ενρία, ενώ τόνισε: «Από την 1η Ιανουαρίου 2023 η ΕΚΤ θα αναμένει από τις τράπεζες να λειτουργούν πάνω από τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις τους και τις οδηγίες του Πυλώνα 2. Και μετά τον Μάρτιο του 2022 δεν θα επιτρέπουμε πλέον καμία εξαίρεση από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης».
Τα ΝPEs
Το συνολικό έλλειμμα των προβλέψεων για NPEs μειώθηκε κατά πάνω από 75% στη διάρκεια του 2021.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής του SSM, «τα αποτελέσματα της περσινής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων υποδεικνύουν ότι οι τράπεζες που εποπτεύουμε είναι συνολικά ανθεκτικές και θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν περαιτέρω δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις, εάν αυτές προέκυπταν στο μέλλον. Ωστόσο, η άσκηση εντόπισε επίσης κινδύνους με αρνητικές επιπτώσεις».
Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, ο δείκτης κεφαλαίου CET1 των τραπεζών του δείγματος μειώθηκε κατά 520 μονάδες βάσης. Σε αυτό το σενάριο, η εξάντληση του κεφαλαίου οφειλόταν κυρίως σε ζημίες από δάνεια και -για τις μεγαλύτερες τράπεζες, που είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε διαταραχές των μετοχών και των πιστωτικών περιθωρίων- σε ζημίες που προέρχονταν από προσαρμογές ανατιμολόγησης περιουσιακών στοιχείων.