Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Κόκκινα δάνεια χαμηλότερα του 5% σχεδιάζουν οι ελληνικές τράπεζες στα νέα επιχειρησιακά τους σχέδια τα οποία πρόκειται και να παραδώσουν στον επόπτη τους ως το τέλος του Μαρτίου. Μέχρι τότε οι τράπεζες θα έχουν ανακοινώσει και τα αποτελέσματά τους για το 2021. Τα Business plans των τραπεζών αφορούν την τριετία 2022-2024. Ομως ο στόχος θα έχει επιτευχθεί για κάποιες τράπεζες από φέτος και για κάποιες άλλες το αργότερο μέσα στο 2023.
Ήδη κάποια πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται πολύ κοντά στον παραπάνω στόχο.
Θέμα σοβαρό στα σχέδια των τραπεζών αποτελούν τα κόκκινα δάνεια και η πιστωτική επέκταση.
Τα δύο αυτά στοιχεία θα προδιαγράψουν εν πολλοίς την πορεία της κερδοφορίας του κάθε πιστωτικού συστήματος που είναι και το μεγάλο ζητούμενο μιας και υπάρχει σαφής αλλαγή σελίδας.
Ιδιαίτερη μνεία θα δώσει ο επόπτης σε καινούρια κόκκινα δάνεια που τυχόν προέκυψαν από τη λήξη των μορατορίων.
Οπως αναφέρουν έγκυροι τραπεζικοί παράγοντες, η εικόνα ξεκινάει να γίνεται σαφής και μετρήσιμη από τις αρχές Φεβρουαρίου και μετά με δεδομένο πως τα περισσότερα προγράμματα «Γέφυρα» έληξαν στο τέλος του Δεκεμβρίου. Σαφέστερη εικόνα θα έχουν οι τράπεζες στο τέλος Μαρτίου με όλες τις λήξεις δεδομένες και με τις συμπεριφορές των δανειοληπτών καταγεγραμμένες.
Πρόκειται για δάνεια το ύψος των οποίων κινείται στα 7 δισ. ευρώ ενώ επίφοβα να κοκκινήσουν είναι το 10%-20% εξ αυτών. Δεν είναι πολλά δεν είναι όμως και λίγα σημειώνουν τραπεζικοί παράγοντες.
Ολοκληρωτική όμως εικόνα θα έχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στο α εξάμηνο.
Εως τότε οι στόχοι παραμένουν σαφείς. Η Eurobank έχει οδηγήσει ήδη στο 7% τα κόκκινα δάνεια οπότε το 5% αποτελεί άνετο στόχο το 2022 η Εθνική προσδοκά 6% για την ερχόμενη χρονιά ενώ η Alpha και η Πειραιώς θα κινηθούν σ το 2022 μεταξύ 6% έως 8%. Ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 2%.
Ωστόσο μέσα στα σχέδια οι τράπεζες θα καταγράψουν και τη διάρθρωση των δανείων καθώς αν τα εμμένοντα κόκκινα είναι παλιά δάνεια οι προβλέψεις θα είναι μεγαλύτερες παρατηρούν τραπεζικά στελέχη.
Νέες πηγές εσόδων
Από την άλλη πλευρά τα πιστωτικά ιδρύματα επανεξετάζουν τις πηγές εσόδων που έχουν στη διάθεσή τους και τα νέα θέματα λειτουργίας που αντιμετωπίζουν με δεδομένη την αλλαγή και των συνθηκών ανταγωνισμού.
Οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να παράξουν κέρδη με έναν ουσιαστικό τρόπο: Την πιστωτική επέκταση.
Το Ταμείο Ανάκαμψης διευρύνει αυτή τους τη δυνατότητα.
Θετικά κινήθηκε η καθαρή πιστωτική επέκταση περί το τέλος του έτους, καθώς, σύμφωνα με εκτιμήσεις των τραπεζών, ανέρχεται σε 500 εκατ. έως 1 δισ. ευρώ ανά τράπεζα.
Σε ότι αφορά τη φετεινή χρονιά τα 2 δισ. ευρώ καθαρή πιστωτική επέκταση από κάθε τράπεζα είναι στόχος απολύτως εφικτός.
Εκεί ωστόσο που υπάρχουν δυσκολίες είναι στη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τα εγγυημένα δάνεια από το Δημόσιο αποτέλεσαν λύση για τα πιστωτικά ιδρύματα καθώς περιόρισαν με τον τρόπο αυτό τις προβλέψεις τους.
Ωστόσο τα δεδομένα πια αλλάζουν και αυτή η αλλαγή μεταβάλει συνολικά τη συμπεριφορά των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Αλλάζουν οι δραστηριότητες των τραπεζών
Τα επόμενα δύο έτη είναι απολύτως κρίσιμα για τα πιστωτικά ιδρύματα σε ό,τι αφορά τη μετεξέλιξή τους. Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρουν τραπεζικοί παράγοντες, αν η πιστωτική επέκταση δεν κινηθεί σε αξιόλογα επίπεδα είναι πολύ δύσκολο οι τράπεζες να κρατήσουν αυτόν τον όγκο του προσωπικού και αυτόν τον όγκο των καταστημάτων, γιατί απλούστατα θα δυσκολευτούν πολύ να γίνουν κερδοφόρες.
Σε αυτήν την περίπτωση οι τράπεζες θα προσφέρουν κυρίως ψηφιακές υπηρεσίες και λιγότερο τραπεζική υποστήριξη.
Ετσι λοιπόν οι τράπεζες συνεχίσουν να πωλούν δραστηριότητες που και αυτό αποτελεί ένα ακόμη πλήγμα στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Αν λοιπόν οι τράπεζες δεν καταφέρουν να δανείσουν τις επιχειρήσεις, τα αποτελέσματά τους θα επηρεαστούν καίρια πολλώ δε μάλλον που ανταγωνισμός τους προέρχεται κυρίως από τις fintechs.
Την ίδια στιγμή ας σημειωθεί πως οι τράπεζες προετοιμάζονται και κοστολογούν άλλη μια σειρά δραστηριοτήτων που σχετίζεται με το κλίμα και την καινούρια τιμολόγηση που αυτή επιφέρει ιδιαίτερα για μια σειρά από τους πελάτες τους.
Το θέμα αυτό αρχίζει να αποτελεί αντικείμενο εξέτασης από τους θεσμούς ενώ σταδιακά εισέρχεται και στις παρουσιάσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων.