«Η κρίση στην Ουκρανία έχει επιδεινώσει αισθητά τις σχέσεις ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση» εκτιμούν οι Ματίας Μπάζενταου και Κιμ Σούλτσε σε έρευνά τους με τίτλο «Εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας: Κίνδυνος για τη Γερμανία και την Ευρώπη;»
ΟΙ συντάκτες της έκθεσης τονίζουν ότι «η Γερμανία και η Ευρώπη εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία. Αυτό αφορά κυρίως το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και τον λιθάνθρακα. Με δεδομένη την επιδείνωση των σχέσεων, κάποιοι προειδοποιούν ότι η ρωσική κυβέρνηση θα μπορούσε να κλείσει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου σε μία προσπάθεια να ασκήσει πολιτική πίεση». Είναι αξιοσημείωτο ότι η συγκεκριμένη έρευνα δημοσιεύθηκε το 2014 από το Ινστιτούτο GIGA (German Institute of Global and Area Studies) στο Αμβούργο.
Έκτοτε δεν έχουν αλλάξει πολλά. Αντιθέτως, ο Βλάντιμιρ Πούτιν φαίνεται όλο και πιο αποφασισμένος να επιβάλει τις επιλογές του στην εξωτερική και την ενεργειακή πολιτική. Έχει εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας και εντείνει τις πιέσεις σε γειτονικές χώρες, αλλά και ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αποτελεί μοιραία εξέλιξη ότι τα τελευταία δέκα χρόνια η εξάρτηση της Γερμανίας από τη ρωσική αγορά ενέργειας αυξάνεται ακόμη περισσότερο. Το 2012 οι εισαγωγές από τη Ρωσία έφταναν το 40% των συνολικών εισαγωγών φυσικού αερίου. Σήμερα το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 55%. Ακόμη και οι εισαγωγές πετρελαίου καταγράφουν αύξηση κατά 10%. Δεύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου μετά τη Ρωσία - για τη Γερμανία είναι η Νορβηγία (30,6% των συνολικών εισαγωγών), ενώ ακολουθεί η Ολλανδία (12,7%).
«Δεν υπάρχει φόβος» για έλλειψη αερίου
Στη Γερμανία το 50% των κατοικιών θερμαίνονται πλέον με φυσικό αέριο. Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, πολλά νοικοκυριά μπορεί να χρειαστούν θέρμανση ακόμη και την άνοιξη. Παρά ταύτα, προειδοποιούν οι ειδικοί, δεν υπάρχει φόβος για δραματικές ελλείψεις στην αγορά, ακόμη και σε περίπτωση κλιμάκωσης της κρίσης στην Ουκρανία. «Εάν ήταν μόνο θέμα ποσότητας, θα μπορούσαμε να αναπληρώσουμε το ρωσικό αέριο μέσα σε μία ημέρα», δηλώνει στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung (FAS) ο Αντρέας Γκόλνταου, αναλυτής για θέματα ενέργειας στην Γερμανική Εταιρεία Εξωτερικής Πολιτικής (DGAP). «Το θέμα όμως είναι, πόσα είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε...»
Στην υποθετική περίπτωση που θα σταματούσαν οι εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία, η Ευρώπη θα είχε τρεις εναλλακτικές λύσεις: να προμηθευτεί φυσικό αέριο από άλλες χώρες μέσω των υφιστάμενων αγωγών, να εισαγάγει υγροποιημένο αέριο με τάνκερ (LNG) ή να επιστρατεύσει τα αποθέματα που έχει στη διάθεσή της. Ήδη σήμερα η βιομηχανία, ο μεγαλύτερος καταναλωτής φυσικού αερίου στη Γερμανία, αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω του υψηλού κόστους ενέργειας. Για συγκεκριμένους κλάδους με υψηλή κατανάλωση ενέργειας, όπως η χαλυβουργία, η κεραμική βιομηχανία και η παραγωγή λιπασμάτων, η χρήση φυσικού αερίου τείνει να καταστεί ασύμφορη από ένα σημείο και μετά. Πάντως ούτε η αξιοποίηση των αποθεμάτων λύνει το πρόβλημα, γιατί σε πολλές αποθήκες φυσικού αερίου - ιδιαίτερα στη βόρεια Γερμανία - τα αποθέματα βρίσκονται πλέον σε ιστορικά χαμηλά.
Όπως εξηγεί ο Σεμπάστιαν Μπλέσκε από τoν σύνδεσμο INES, που εκπροσωπεί τις αποθηκευτικές μονάδες για φυσικό αέριο και υδρογόνο, «οι αποθηκευτικοί χώροι έχουν γεμίσει μόνο κατά 42%». Λεπτομέρεια: Το 10% των χώρων αυτών ανήκει στη ρωσική Gazprom. «Oι συγκεκριμένες εγκαταστάσεις», λέει ο Μπλέσκε, «έχουν ακόμη χαμηλότερη πληρότητα, καθώς έχουν γεμίσει μόνο κατά 17% με φυσικό αέριο». Οι εισαγωγές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν αποτελούν εναλλακτική λύση. Νορβηγία και Ολλανδία δεν μπορούν να αυξήσουν άλλο την παραγωγή τους, ενώ η Μ.Βρετανία αντιμετωπίζει και η ίδια προβλήματα επάρκειας και αυξημένων τιμών ενέργειας.
Τα LNG δεν μπορούν (ακόμη) να ανταγωνιστούν τους αγωγούς
Τις προηγούμενες εβδομάδες όλο και περισσότερα τάνκερ με υγροποιημένο αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ έφτασαν στην Ευρώπη. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις γειτονικές της χώρες, η Γερμανία δεν διαθέτει ούτε μία δεξαμενή αποθήκευσης LNG. Διαθέτει βέβαια τον αγωγό Nord Stream 2, ο οποίος μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκε και είναι έτοιμος να λειτουργήσει. Αλλά εδώ διαφαίνεται πλέον η εξάρτηση της Γερμανίας από τη ρωσική ενέργεια: Από τη μία πλευρά η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ απειλεί με κυρώσεις κατά της Ρωσίας, από την άλλη ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς κάνει λόγο για «ιδιωτική επένδυση», για να αλλάξει ωστόσο γνώμη στη συνέχεια και να ξεκαθαρίσει ότι μία ρωσική εισβολή θα ήταν το «τέλος» του αγωγού.
Οι ειδικοί δεν πιστεύουν ότι η ίδια η Ρωσία θα έφτανε στο σημείο να διακόψει τις παροχές φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Άυτό δεν συνέβη ούτε στον Ψυχρό πόλεμο, ούτε κατά την προσάρτηση της Κριμαίας, υπενθυμίζει ο Κλάους Ντίτερ Μάουμπαχ, επικεφαλής της εταιρείας παροχής ενέργειας Uniper. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι «η Ρωσία δεν μπορεί να αντικατασταθεί ως προμηθευτής τα επόμενα χρόνια», όταν μάλιστα η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που έχει αποφασίσει το Βερολίνο, προϋποθέτει απολιγνιτοποίηση και «λουκέτο» στα τρία γερμανικά πυρηνικά εργοστάσια που έχουν απομείνει σε λειτουργία. Αυτή τη στιγμή η εγχώρια παραγωγή μπορεί να καλύψει μόλις το 5% των αναγκών της Γερμανίας σε φυσικό αέριο.
Περισσότερα συμβόλαια στις spot αγορές
Ευρωπαίοι εισαγωγείς έχουν υπογράψει εδώ και δεκαετίες συμβόλαια για την παροχή φυσικού αερίου από τη Ρωσία, διασφαλίζοντας σταθερούς όρους και τιμές για περίοδο έως 30 ετών. Ένας από τους λόγους για τις συνεχείς αυξήσεις των τελευταίων ετών είναι ότι πολλοί προτιμούσαν να αγοράζουν φυσικό αέριο στις αποκαλούμενες «spot αγορές» για βραχυπρόθεσμες συναλλαγές, όπου όμως οι τιμές τετραπλασιάστηκαν μέσα στο 2021. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι μάλλον θα έχει περάσει ο χειμώνας μέχρι να αναπληρωθούν οι όποιες απώλειες από τη ρωσική αγορά με ακριβές ναυλώσεις τάνκερ LNG.
Ωστόσο, ο Σεμπάστιαν Μπλάσκε υποστηρίζει ότι ο χρόνος κυλάει υπέρ της Γερμανίας και της ΕΕ. «Καθώς περνάει ο χειμώνας θα πέφτουν και οι θερμοκρασίες, ήδη οι καιρικές συνθήκες είναι μάλλον ήπιες», επισημαίνει. Συμπέρασμα: Το φυσικό αέριο παραμένει ακριβό αγαθό, τουλάχιστον μέχρι την άνοιξη. Σοβαρή μείωση της τιμής δεν αναμένεται πριν βρεθεί μία ειρηνική λύση στο γεωπολιτικό πόκερ του Βλάντιμιρ Πούτιν με τη Δύση.