Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Σε δύο πυλώνες στρέφουν τη στρατηγική τους τα πιστωτικά ιδρύματα με την έναρξη του νέου έτους: Ο ένας αφορά την πιστωτική επέκταση που θα τους προσδώσει κερδοφορία αλλά θα βοηθήσει και την ανάπτυξη της χώρας, ενώ ο δεύτερος αφορά την περαιτέρω μείωση του κόστους λειτουργίας τους. Την ίδια στιγμή, όπως όλα δείχνουν, αυτή είναι η χρονιά κατά την οποία οι τράπεζες θα δώσουν με κάθε τρόπο λόγο στους μετόχους τους, οι οποίοι έχουν επενδύσει ικανά ποσά σε αυτές και προσδοκούν μερίσματα σε ένα εύρος χρόνου.
Πιστωτική επέκταση
Σε ό,τι αφορά την πιστωτική επέκταση, οι τράπεζες προσπαθούν να δανειοδοτήσουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις έχοντας ξεκινήσει αγώνα δρόμου προς αυτήν την κατεύθυνση μιας και τα καινούργια δάνεια είναι αυτά που μπορούν να δρομολογήσουν μια νέα και κερδοφόρο πορεία για τα πιστωτικά ιδρύματα. Έτσι οι τράπεζες διαμορφώνουν προϊόντα επιχειρώντας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να εκμεταλλευτούν την ισχυρή ρευστότητα που διαθέτουν, αλλά και τους κοινοτικούς πόρους. Ιδιαίτερα εγκύπτουν στα προϊόντα που μπορούν να συσχετιστούν με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης, το οποίο και προβλέπει συγκεκριμένες επιχειρηματικές δράσεις.
Τα καινούργια προϊόντα σχεδιάζονται ώστε:
Να έχουν καλούς όρους χρηματοδότησης.
Να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε δράσεις για τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας στη νέα εποχή.
Να είναι ευέλικτα και να ενσωματώνουν αλλαγές όπου αυτό είναι εφικτό.
Να δίδονται γρήγορα και με ευελιξία προς τους δανειολήπτες.
Περιορισμός του κόστους
Παράλληλα, οι τράπεζες επιδιώκουν να μειώσουν σε μεγαλύτερο βαθμό τα κόστη είτε προχωρώντας σε περαιτέρω πωλήσεις κλάδων δραστηριοτήτων, είτε μειώνοντας προσωπικό μέσω εθελουσιών, είτε περιορίζοντας τον αριθμό των καταστημάτων, είτε αλλάζοντας όσο περισσότερο γίνεται το μοντέλο λειτουργίας τους. Στην περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα -όπως αναφέρει έγκυρος τραπεζικός παράγοντας στη «Ν»- δεν καταφέρουν τον βέλτιστο δυνατό παραπάνω συνδυασμό, είναι πολύ πιθανόν να πάψουν να λειτουργούν με τη σημερινή τους μορφή, η οποία απαιτεί σημαντικότατες δαπάνες λειτουργίας και να μετεξελιχθούν σταδιακά ακόμη και σε fintechs.
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες έχουν δύο σημαντικά προβλήματα να επιλύσουν προκειμένου η πιστωτική επέκταση να γίνει μεγαλύτερη:
Πώς θα χρηματοδοτήσουν έναν σημαντικό αριθμό μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θεωρούνται unbankable.
Πώς θα καταφέρουν να δώσουν κάποιους όρους χρηματοδότησης που να είναι ελκυστικοί.
Χρονοβόρα διαδικασία
Δεν υπάρχει προφανής απάντηση ως προς την πρώτη δυσκολία, αν και όπως φαίνεται ούτε και ως προς τη δεύτερη, καθώς τα επιτόκια βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα, ενώ μεγάλος είναι ο χρόνος που απαιτείται και για την ολοκλήρωση εξέτασης ενός φακέλου. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά δάνεια ιδιωτών -στεγαστικά κ.λπ.- μπορεί η εξέταση ενός φακέλου να ξεπεράσει τους τρεις μήνες.
Η παραπάνω εικόνα δυσκολεύει τα πιστωτικά ιδρύματα να παρουσιάσουν αποτελέσματα και έχοντας καταρτίσει έναν κατάλογο παρόμοιων προβλημάτων επανασχεδιάζουν προϊόντα και υπηρεσίες με στόχο να ξεπεράσουν τον «κακό εαυτό» των προηγούμενων ετών, όπως αυτός έχει καταγραφεί από τις πρόσφατες ενέργειές τους.
Ας σημειωθεί πως όλες αυτές οι αδυναμίες των τραπεζών αποτελέσαν και το αντικείμενο μιας πρόσφατης έκθεσης που κατάρτισε το Ελεγκτικό Συνέδριο έπειτα από αίτημα της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και στην οποία έκθεση εντοπίζονταν όλες οι παραπάνω αδυναμίες, με κύριο στόχο αυτές να αντιμετωπιστούν. Συγχρόνως όλα τα νέα προϊόντα που θα προτείνουν τα πιστωτικά ιδρύματα σχετίζονται απολύτως με την αναμορφωμένη κοινοτική νομοθεσία, η οποία λαμβάνει υπόψη της θέματα διαφάνειας και καλής πρακτικής, ασφάλειας και προστασίας των πελατών της τράπεζας. Τα νέα προϊόντα των τραπεζών εστιάζουν στις νέες επιχειρήσεις και στους νέους επιχειρηματίες και προσπαθούν να δώσουν ώθηση σε δραστηριότητες ψηφιακές και οι οποίες προάγουν δράσεις πράσινες.