Κλαδική μελέτη της ICAP για τα σκάφη αναψυχής

Τρίτη, 30 Ιανουαρίου 2007 12:15

Ο κλάδος των σκαφών αναψυχής γνωρίζει τα τελευταία χρόνια αξιόλογους ρυθμούς ανάπτυξης. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν παράγοντες όπως η κατάργηση του (φορολογικού) τεκμηρίου για σκάφη μέχρι 10μ., η απλούστευση της διαδικασίας λεμβολόγησης, καθώς και η απαλλαγή των ιδιοκτητών σκαφών μέχρι 10μ. από την υποχρέωση να θεωρούν κατά τακτά χρονικά διαστήματα τα ναυτιλιακά τους έγγραφα και να λαμβάνουν άδεια απόπλου.

Τα παραπάνω συμπεράσματα αυτά προκύπτουν από κλαδική μελέτη που εκπόνησε πρόσφατα η Διεύθυνση Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP:

Στον κλάδο δραστηριοποιείται ένας σχετικά μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων παραγωγής σκαφών, ορισμένες από τις οποίες είναι καθετοποιημένες και συμμετέχουν σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, ενώ αρκετές ειδικεύονται στην κατασκευή συγκεκριμένων μόνο τμημάτων του σκάφους. Μεγάλος είναι και ο αριθμός των εισαγωγικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιείται στον κλάδο. Η ύπαρξη πολυάριθμων κατασκευαστικών και εισαγωγικών επιχειρήσεων σκαφών αναψυχής, σε συνδυασμό με το σχετικά περιορισμένο μέγεθος της ελληνικής αγοράς, οξύνει τον ανταγωνισμό και δεν επιτρέπει σημαντική αύξηση του μεριδίου που κατέχουν οι υφιστάμενες εταιρείες, ενώ παράλληλα αποθαρρύνει την είσοδο νέων επιχειρήσεων στον κλάδο.

Δεδομένου ότι, τα σκάφη αναψυχής δεν καλύπτουν βασικές ανάγκες αλλά προορίζονται για ψυχαγωγία, η ζήτησή τους εμφανίζει υψηλή ελαστικότητα ως προς την τιμή διάθεσης. Η ζήτηση σχετίζεται επίσης και με το κόστος φύλαξης και συντήρησης, όλοι δε οι προαναφερόμενοι παράγοντες συνδέονται άμεσα με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Ο τρόπος φορολόγησης των σκαφών αναψυχής αποτελούσε επί σειράν ετών σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη της αγοράς, καθώς είχε δημιουργηθεί στους καταναλωτές η εντύπωση ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα αντιμετωπίζονται συνολικά ως είδος πολυτελείας. Εντούτοις, η πρόσφατη κατάργηση του τεκμηρίου για σκάφη μέχρι 10μ. άνευ πληρώματος αποτελεί θετική εξέλιξη για τον κλάδο. Επιπλέον, η ύπαρξη-διαθεσιμότητα κατάλληλων υποδομών φύλαξης σκαφών αναψυχής επηρεάζει σημαντικά την απόφαση των καταναλωτών για την αγορά ή όχι των συγκεκριμένων προϊόντων. Η δημιουργία αρκετών parking σκαφών σε κοντινή απόσταση από τις ακτές τα τελευταία χρόνια, συνεισφέρει ως ένα βαθμό στην αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης χώρων φύλαξης. Εντούτοις, η περαιτέρω δημιουργία τουριστικών λιμένων και σημείων ανέλκυσης και καθέλκυσης σκαφών, θα βοηθούσε ακόμη περισσότερο στην άνοδο της ζήτησης για σκάφη αναψυχής.

Την πενταετία 2000-2005 το μέγεθος της εγχώριας αγοράς σκαφών αναψυχής παρουσίασε σε γενικές γραμμές άνοδο (βάσει ποσότητας) με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 15,3%. Το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης καλύπτεται από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα καθώς η εισαγωγική διείσδυση το 2005 διαμορφώθηκε στο 41% περίπου επί της κατανάλωσης. Οι εξαγωγές σκαφών εκτιμάται ότι αντιπροσώπευσαν το ίδιο έτος το 20% της παραγωγής. Τα πολυεστερικά σκάφη κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς (59,6%) και ακολούθησαν τα φουσκωτά σκάφη με ποσοστό 34,8%. Τα θαλάσσια jet (personal watercraft) και τα ιστιοπλοϊκά σκάφη κάλυψαν από κοινού το 5,6% της αγοράς σκαφών αναψυχής.

Αναφορικά με τις προοπτικές εξέλιξης του κλάδου, οι προβλέψεις είναι θετικές για τη διετία 2006-2007. Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις της αγοράς, τα πολυεστερικά σκάφη αναμένεται να παρουσιάσουν ρυθμό εξέλιξης της τάξης του 15% ετησίως ή και υψηλότερο. Η αγορά φουσκωτών σκαφών προβλέπεται να εμφανίσει άνοδο περίπου 5%, ενώ στα ίδια επίπεδα ή και λίγο υψηλότερα αναμένεται να κινηθεί η αγορά των ιστιοπλοϊκών. Αντίθετα, δεν αναμένεται κάποια αξιόλογη μεταβολή στην αγορά των θαλάσσιων jet για τη διετία 2006-2007.

Στα πλαίσια της μελέτης γίνεται και χρηματοοικονομική ανάλυση (με χρήση αριθμοδεικτών) των επιχειρήσεων του κλάδου, βάσει δείγματος τόσο παραγωγικών όσο και εισαγωγικών επιχειρήσεων σκαφών αναψυχής. Από την ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων προκύπτει ότι, ο ετήσιος μέσος όρος του περιθωρίου μικτού κέρδους των επιχειρήσεων ακολούθησε ανοδική πορεία κατά την περίοδο 2001-2004, με μια μικρή πτώση να παρατηρείται το 2005. Ο μέσος όρος πενταετίας του παραπάνω δείκτη διαμορφώνεται σε 18,86%. Αντίστοιχα, ο μέσος δείκτης περιθωρίου λειτουργικού κέρδους διαμορφώθηκε κατά την περίοδο 2001-2005 σε 3,06%, ενώ ο μέσος όρος πενταετίας του περιθωρίου καθαρού κέρδους διαμορφώθηκε στο 2,41%. Περαιτέρω, αυξομειώσεις παρουσίασαν οι ετήσιοι μέσοι δείκτες αποδοτικότητας ιδίων και απασχολουμένων κεφαλαίων την περίοδο 2001-2005. Ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στο 10,20% για την πενταετία, αντίστοιχα δε ο μέσος δείκτης αποδοτικότητας απασχολούμενων κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε 7,53%.

Από την ανάλυση των εισαγωγικών επιχειρήσεων προκύπτει ότι, ο μέσος δείκτης περιθωρίου μικτού κέρδους για την περίοδο 2001-2005, ανήλθε σε 24,12% για το σύνολο των εισαγωγικών εταιρειών του δείγματος. Ο μέσος όρος πενταετίας του περιθωρίου λειτουργικού κέρδους διαμορφώθηκε σε 2,27%, ενώ ο μέσος όρος πενταετίας του περιθωρίου καθαρού κέρδους διαμορφώθηκε σε 3,54%. Η μέση αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης πενταετίας στο 20,61%, ενώ ο δείκτης αποδοτικότητας απασχολουμένων κεφαλαίων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο (για την περίοδο 2001-2005) στο 24,46%.

Σχετικά με τις τάσεις που επικρατούν στην αγορά, παρατηρείται σταδιακή στροφή των καταναλωτών προς τα πολυεστερικά σκάφη. Όπως εκτιμούν παράγοντες του κλάδου, οι καταναλωτές που αποφασίζουν για πρώτη φορά να αποκτήσουν σκάφος αναψυχής, στρέφονται πλέον προς τα μικρά πολυεστερικά σκάφη (έως 7μ.), καθώς το κόστος αγοράς τους διαφέρει σημαντικά σε σχέση με το κόστος φουσκωτών σκαφών αντίστοιχου μεγέθους. Αντίθετα, οι κάτοχοι μικρού φουσκωτού σκάφους, προβαίνουν συνήθως στην αντικατάστασή του με φουσκωτό μεγαλύτερου μεγέθους.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα