Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η τουρκική λίρα πήρε σήμερα κάποιες ανάσες, ανακάμπτοντας από το χθεσινό δραματικό ναδίρ του 13,45 έναντι του δολαρίου. Παρόλα αυτά εξακολουθεί να καταγράφει απώλειες 17% σε σχέση με την περασμένη εβδομάδα και σχεδόν 40% σε σχέση με τις αρχές του έτους. Η Τουρκία βιώνει μία νομισματική κρίση και η απάντηση σε αυτή από μία «κανονική» κεντρική τράπεζα θα έπρεπε να είναι μία άμεση και αποφασιστική αύξηση των επιτοκίων κατά τουλάχιστον 600 μονάδες βάσης. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί όσο βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Ερντογάν και των θεολόγων συμβούλου του. Η γειτονική χώρα θα οδηγηθεί όπως όλα δείχνουν στη λύση των capital controls.
Σε νέα έκθεσή της η Capital Economics επισημαίνει ότι σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο πρόσφατο παρελθόν τα νομίσματα είχαν ανακάμψει μετά την απότομη πτώση τους. Η τουρκική λίρα (το 2018), το ρωσικό ρούβλι (το 2015) και η ουκρανική γρίβνα (το 2014) είχαν ανατιμηθεί κατά μέσο όρο κατά 10% σε έναν μήνα μετά την αιφνίδια υποτίμησή τους και κατά 20% σε διάστημα τριών μηνών.
Ωστόσο και στις τρεις εκείνες περιπτώσεις είχαμε δυναμικές παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών. Στη Ρωσία το επιτόκιο αυξήθηκε κατά 900 μονάδες βάσης σε μία εβδομάδα από την ελεύθερη πτώση. Στην Ουκρανία είχαμε άμεση αύξηση 700 μβ η οποία ακολουθήθηκε μάλιστα από επιπλέον αύξηση κατά 1050 μονάδες βάσης έναν μήνα αργότερα. Και το 2018 η τουρκική κεντρική τράπεζα προέβη τελικά σε αύξηση των επιτοκίων κατά 625 μονάδες βάσης για να αποφύγει τα χειρότερα.
«Η Τουρκία ξεκάθαρα δεν κινείται σε αυτήν την κατεύθυνση, αλλά σε αχαρτογράφητα ύδατα» σχολιάζει η CE θυμίζοντας ότι την περασμένη εβδομάδα μείωσε το βασικό επιτόκιο κατά 100 μονάδες βάσης, ενώ συνολικά από τον Σεπτέμβριο το έχει μειώσει κατά 400 μβ.
Παράλληλα με την αύξηση των επιτοκίων είχαν ληφθεί και άλλα μέτρα, όπως περιορισμοί στην πιστωτική επέκταση και χαλαρής σχετικά μορφής capital controls. Η Τουρκία τότε είχε επίσης εξασφαλίσει μία συμφωνία swap με το Κατάρ.
«Αυτή τη φορά η όρεξη για ορθόδοξη πολιτική είναι μηδενική» σημειώνει η CE. O οικονομικός «πόλεμος της ανεξαρτησίας» φαίνεται να οδηγεί στον μόνοδρομο των σκληρών capital controls.