Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Δέκα φιλόδοξους στόχους για το επόμενο έτος θέτει η κυβέρνηση με το τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού που κατατέθηκε χθες στη Βουλή. Το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα αναπτυχθεί κατά 4,5 μονάδες, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στο τέλος της επόμενης χρονιάς πάνω από τα επίπεδα του 2019, ώστε να κλείσει ο κύκλος των συνεπειών της πανδημίας.
Η μεγέθυνση προβλέπεται ότι θα υποστηριχθεί από γενναία αύξηση των επενδύσεων κατά 21,9% προφανώς και με τη στήριξη των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι εξαγωγές εκτιμάται ότι θα αυξηθούν με ρυθμό διψήφιο και ταχύτερο των εισαγωγών, με τον τουρισμό να προβλέπεται ότι θα ανακτήσει το 80% των εσόδων του 2019.
Η ταχεία ανάπτυξη προβλέπεται ότι θα οδηγήσει στη χαμηλότερη ανεργία της τελευταίας δεκαετίας (14,2%), αλλά και στην ταχεία αποκλιμάκωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ, ώστε αυτό να επιστρέψει στην περιοχή του 191%. Εν μέσω ενεργειακής κρίσης, αλλά και εκτιμήσεων ότι σε μηνιαία βάση ο πληθωρισμός μπορεί να σπάσει ακόμη και το φράγμα του 4% τον Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο, η κυβέρνηση υιοθετεί την εκτίμηση ότι το πληθωριστικό κύμα θα είναι παροδικό και τοποθετεί τον αποπληθωριστή του ΑΕΠ στο 1% για το 2022, με τον στόχο για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή να μπαίνει στο 0,8% από 0,6% το 2021.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, το «στοίχημα» είναι η ταχεία μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης στην περιοχή του 4% από 9,6% το 2021, παρά το γεγονός ότι η πρόβλεψη για το 2022 είναι δυσμενέστερη σε σχέση με αυτή που είχε αποτυπωθεί στο προσχέδιο του Οκτωβρίου κατά περίπου 700 εκατ. ευρώ. Το πρωτογενές έλλειμμα εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 2,68 δισ. ευρώ το 2022 από 12,345 δισ. ευρώ το 2021, δηλαδή στο 1,4% από 7% φέτος.
Με βάση τον ορισμό της ενισχυμένης εποπτείας όμως (που εξαιρεί δαπάνες για το μεταναστευτικό ύψους 398 εκατ. ευρώ), το πρωτογενές έλλειμμα εκτιμάται στα 2,296 δισ. ευρώ από 12,882 δισ. ευρώ το 2021. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το έλλειμμα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης θα φτάσει το 2022 στα 7,4 δισ. ευρώ έναντι πρόβλεψης 6,7 δισ. ευρώ στο προσχέδιο του Οκτωβρίου.
Η μείωση του ελλείμματος πάνω από 50% σε σχέση με το 2020 θα πρέπει να προέλθει και από το σκέλος των εσόδων και από το σκέλος των δαπανών. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, τα φορολογικά έσοδα εκτιμάται ότι θα αναρριχηθούν και πάλι πάνω από τα 50 δισ. ευρώ, με αξιοσημείωτο το γεγονός ότι υπάρχει αναθεώρηση προς τα πάνω της πρόβλεψης κατά 536 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προσχέδιο του προϋπολογισμού, αλλά και αύξηση κατά 3,5 δισ. ευρώ σε σχέση με πέρυσι. Στο σκέλος των δαπανών, η προβλεπόμενη μείωση κατά 5,25 δισ. ευρώ συγκριτικά με το 2021, αποδίδεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην απόσυρση των μέτρων στήριξης.
Η επίτευξη των 10 στόχων που ακολουθούν υπόκειται σε μια σειρά κινδύνων οι οποίοι περιγράφονται αναλυτικά στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού. «Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας περιβάλλονται σήμερα από αυξημένους εξωτερικούς κινδύνους, δεδομένων των αβεβαιοτήτων που συναρτώνται, πρώτον, με την εξέλιξη της πανδημίας (εμφάνιση μεταλλάξεων και συνθηκών υψηλότερης μετάδοσης του ιού, διατήρηση εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού), δεύτερον, με τον τυχόν πιο μόνιμο χαρακτήρα των τρεχουσών πληθωριστικών πιέσεων διεθνώς και, τρίτον, με τις γεωπολιτικές εντάσεις και μεταναστευτικές ροές στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Δεδομένου μάλιστα ότι το 2021 η κλιματική κρίση άφησε έντονο αποτύπωμα στον προϋπολογισμό, πλέον στον κατάλογο των κινδύνων προστίθεται και αυτός ο παράγοντας: «Επιπρόσθετοι εξωγενείς κίνδυνοι για την ελληνική ανάκαμψη διαμορφώνονται δυνητικά από τον κλιματικό παράγοντα. Η όλο και συχνότερη επέλαση φυσικών καταστροφών επιδρά αρνητικά στην ελληνική οικονομία τόσο βραχυπρόθεσμα (όπως το οικονομικό και δημοσιονομικό κόστος των πυρκαγιών του Αυγούστου 2021) όσο και μακροπρόθεσμα σε όρους διατηρησιμότητας των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και δυνατοτήτων ανάπτυξης του τουριστικού προϊόντος».
Συγκεκριμένα, οι 10 στόχοι του προϋπολογισμού έχουν ως εξής:
1. Ανάπτυξη 4,5% του ΑΕΠ και επιστροφή στα 188 δισ. ευρώ: Με τη σωρευτική ανάπτυξη του 11,7% στη διετία 2021-2022 (περίπου 1,6% υψηλότερα συγκριτικά με τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου), ο στόχος είναι όχι μόνο να ανακτηθεί το επίπεδο του ΑΕΠ του 2019 αλλά να υπάρξει και υπέρβαση κατά 1,7%. Για το 2022, που προβλέπεται ανάπτυξη 4,5% (έναντι 6,9% το 2021), εκτιμάται ότι θα αυξηθεί το «μερίδιο» επενδύσεων και εξαγωγών στο ΑΕΠ, καθώς ο ρυθμός αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης θα ανέλθει στο 3% (έναντι 3,3% το 2021 και -7,9% το 2020 λόγω πανδημίας), ενώ ο ρυθμός αύξησης της δημόσιας κατανάλωσης θα είναι αρνητικός κατά 2,8% (έναντι αύξησης 4,1% το 2020) λόγω απόσυρσης των μέτρων στήριξης κατά το επόμενο έτος. Επίτευξη των στόχων σημαίνει ότι στο τέλος του 2022 το ΑΕΠ θα είναι στα 187,278 δισ. ευρώ από 177,6 δισ. ευρώ το 2021 και 165,3 δισ. ευρώ το 2020.
2. Αύξηση των επενδύσεων με ρυθμό 21,9%: Με την εκτίμηση ότι μέσα στο 2022 θα υπάρχει ταχεία εισροή κεφαλαίων και από το Ταμείο Ανάκαμψης (ήδη η είσπραξη της πρώτης δόσης των πόρων περίπου 4 δισ. ευρώ έχει μετατεθεί για την επόμενη χρονιά), ο πήχης για την αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου μπαίνει στο 21,9% έναντι 11,7% το 2021 και του αρνητικού -0,3% το 2020. Η επίτευξη του στόχου προϋποθέτει βέβαια ταχεία υλοποίηση των μέτρων που έχουν ενσωματωθεί στο «Ελλάδα 2.0» και αποφυγή πιθανών επιπτώσεων από το γεωπολιτικό ή το υγειονομικό επίπεδο.
3. Τόνωση των εξαγωγών με ρυθμό ταχύτερο από τον αντίστοιχο των εισαγωγών: Η άρση των lockdowns μέσα στο 2021 έφερε κατακόρυφη αύξηση των εισαγωγών και διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών. Έφερε βέβαια και αύξηση των εσόδων από τον τουρισμό που λογίζονται ως εξαγωγές. Έτσι, για το 2021 προβλέπεται ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν τελικώς κατά 14,1% έναντι 6,6% των εισαγωγών. Το ίδιο προβλέπεται ότι θα συμβεί και το 2022. Ο πήχης για τις εξαγωγές μπαίνει στο 11,1% και για τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στο 8,9%.
4. Μείωση της ανεργίας στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαετίας: Η εκτίμηση ότι η ανεργία θα περιοριστεί στο 14,2% το 2022 -με βάση την έρευνα εργατικού δυναμικού- από 15,9% το 2021 και 16,3% το 2020 εδράζεται στην πρόβλεψη ότι ο ισχυρός ρυθμός ανάπτυξης σε συνδυασμό με τα μέτρα τόνωσης της απασχόλησης (π.χ. πρόγραμμα επιδότησης 150.000 θέσεων εργασίας) θα φέρουν το ρεκόρ δεκαετίας, χωρίς μάλιστα να υπάρξουν κλυδωνισμοί από την απόσυρση των περιορισμών απολύσεων που μπήκαν στις επιχειρήσεις λόγω των μέτρων στήριξης της πανδημίας. Για το 2022 προβλέπεται μάλιστα ισχυρή αύξηση της απασχόλησης με ρυθμό 2,6% έναντι μηδενικής μεταβολής το 2021, κάτι που με τη σειρά του φέρνει και βελτιωμένη πρόβλεψη για την είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών.
5. «Συγκράτηση» του πληθωρισμού παρά την ενεργειακή κρίση: Παρά τα αλλεπάλληλα ρεκόρ στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, την έκρηξη της τιμής του φυσικού αερίου και τη διάχυτη ανησυχία σχετικά με το κατά πόσο οι υψηλές τιμές της ενέργειας θα προκαλέσουν πληθωριστικό κύμα, η κυβέρνηση δεν αλλάζει την πρόβλεψή της για την πορεία του πληθωρισμού, προσβλέποντας σε αποκλιμάκωση του δείκτη τιμών καταναλωτή μετά το πρώτο τρίμηνο της επόμενης χρονιάς. Έτσι, εκτιμάται ότι ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή θα κλείσει στο 0,8% το 2022 έναντι 0,6% το 2021.
6. Ανάκτηση του 80% των εσόδων από τον τουρισμό του 2019: Για το 2021 εκτιμάται ότι θα ανακτηθεί τουλάχιστον το 55% των εσόδων από τον τουρισμό. Για το 2022, ο πήχης μπαίνει ακόμη πιο ψηλά, στο 80%, κάτι που προϋποθέτει πολύ ομαλό καλοκαίρι και σε υγειονομικό επίπεδο, αλλά φυσικά και χωρίς προβλήματα γεωπολιτικού χαρακτήρα.
7. Δημοσιονομική εξυγίανση με μείωση του ελλείμματος κατά 5,6 ποσοστιαίες μονάδες ή 10 δισ. ευρώ: Προβλέπεται έλλειμμα 7,416 δισ. ευρώ στο ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης που αντιστοιχεί στο 4% του ΑΕΠ έναντι εκτίμησης για έλλειμμα 17,073 δισ. ευρώ το 2021 ή ποσοστό 9,6%, κάτι που σημαίνει ότι προωθείται δημοσιονομική εξυγίανση «μαμούθ» ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ. Οι τόκοι θα παραμείνουν σταθεροί στα 4,7 δισ. ευρώ χωρίς αναμενόμενες επιπτώσεις από πιθανή αύξηση των επιτοκίων, ενώ σε πρωτογενές επίπεδο (και σε όρους ESA) το έλλειμμα εκτιμάται ότι θα φτάσει στα 2,68 δισ. ευρώ ή στο 1,4% του ΑΕΠ έναντι 12,345 δισ. ευρώ το 2021 (ή 7% του ΑΕΠ). Με βάση τον ορισμό της ενισχυμένης εποπτείας, το πρωτογενές έλλειμμα θα περιοριστεί στα 2,29 δισ. ευρώ ή στο 1,2% του ΑΕΠ από 12,882 δισ. ευρώ το 2021. Να σημειωθεί ότι σε απόλυτο νούμερο ο στόχος του πρωτογενούς ελλείμματος έχει αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου (μόλις 539 εκατ. ευρώ ή 0,3%), κάτι που οφείλεται και στις εξελίξεις σε υγειονομικό και ενεργειακό επίπεδο.
8. Αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 3,5 δισ. ευρώ παρά τις μειώσεις συντελεστών: Για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια, ο πήχης των φορολογικών εσόδων μπαίνει πάνω από τα 50 δισ. ευρώ και συγκεκριμένα στα 50,055 δισ. ευρώ έναντι 46,558 δισ. ευρώ που είναι η αναθεωρημένη πρόβλεψη για το 2021. Το 2022 έχει για δεύτερη χρονιά το πάγωμα της εισφοράς αλληλεγγύης, τη μείωση του φόρου των νομικών προσώπων, παρατάσεις μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ κ.λπ., κάτι που σημαίνει ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά περίπου 3,5 δισ. ευρώ θα πρέπει να προκύψει από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και των δηλωθέντων εισοδημάτων. Τα μέτρα στήριξης της επόμενης χρονιάς εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν τα έσοδα κατά 2,038 δισ. ευρώ από 3,693 δισ. ευρώ το 2021.
9. Συγκράτηση των δημοσίων δαπανών: Ο στόχος εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί με την απόσυρση των μέτρων στήριξης λόγω πανδημίας. Τα μέτρα στήριξης στο σκέλος των δαπανών είχαν κόστος 11,9 δισ. ευρώ το 2021 και για το 2022 προβλέπεται ότι θα περιοριστούν στο 1,259 δισ. ευρώ, με τα 736 εκατ. ευρώ να αφορούν τα υλικά για τα τεστ κ.λπ.
10. Μείωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ στην περιοχή του 190%: Ο πήχης για το 2022 μπαίνει στο 189,6%, καθώς προβλέπεται ότι το χρέος θα διαμορφωθεί στα 355 δισ. ευρώ (από 350 δισ. ευρώ το 2021), με το ΑΕΠ στα 187,378 δισ. ευρώ από 177,6 δισ. ευρώ το 2021). Για το 2021 εκτιμάται ότι το χρέος ως προς το ΑΕΠ θα συγκρατηθεί στο 197,1%.
Συγκράτηση του χρέους μέσω ταμειακών διαθεσίμων
Με «όπλο» στα χέρια του τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, αλλά και τις δρομολογημένες διαδικασίες για τις πρόωρες αποπληρωμές του χρέους, το οικονομικό επιτελείο εγγράφει ως πρόβλεψη στο τελικό σχέδιο του προϋπολογισμού τη διατήρηση του χρέους γενικής κυβέρνησης στα 355 δισ. ευρώ, με το ποσό να αυξάνεται κατά μόλις 5 δισ. ευρώ συγκριτικά με το 2021, παρά το γεγονός ότι για το 2021 προγραμματίζεται έντονη εκδοτική δραστηριότητα από τον ΟΔΔΗΧ, συνολικού ύψους άνω των 10-12 δισ. ευρώ.
Το στοίχημα είναι η αναλογία ως προς το ΑΕΠ να πέσει κάτω από το 200% (συγκεκριμένα στο 197,1%) από φέτος και να υποχωρήσει περαιτέρω στο 189,6% στο τέλος του 2022. Η μείωση της αναλογίας οφείλεται προφανώς στην εκτίμηση ότι το ΑΕΠ θα επανέλθει στο τέλος του 2022 σε επίπεδα υψηλότερα συγκριτικά και με το 2019 (187,278 δισ. ευρώ έναντι 183,25 δισ. ευρώ το 2019).
Το χρέος σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης θα ανέλθει το 2022 στα 391,2 δισ. ευρώ από 386,32 δισ. ευρώ. Εκτός από το χρέος της γενικής κυβέρνησης (βάσει του οποίου γίνονται και οι μελέτες για τη βιωσιμότητα), που είναι στα 355 δισ. ευρώ για το 2022, περιλαμβάνει 16,2 δισ. ευρώ που είναι εσωτερικό χρέος νομικών προσώπων του Δημοσίου, αλλά και οφειλές 20 δισ. ευρώ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κοινωνικής ασφάλισης κ.λπ. Για να συγκρατηθεί η αύξηση του χρέους στα 5 δισ. ευρώ σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης (δηλαδή από τα 350 δισ. στα 355 δισ. ευρώ), προγραμματίζεται αξιοποίηση των ταμειακών διαθεσίμων της χώρας. Συγκεκριμένα θα διατεθούν 7,9 δισ. ευρώ, ποσό που ουσιαστικά καλύπτει όλο το ταμειακό έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης για το 2022.
Από εκεί και πέρα, με νέες εκδόσεις χρέους θα καλυφθούν οι ανάγκες για αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών του Δημοσίου, συμμετοχή στην ΕΤΕπ, οι χορηγήσεις δανείων από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης (σ.σ.: θα επιβαρύνουν το χρέος του 2022 με περίπου 3,5 δισ. ευρώ) κ.λπ. Από τις αποκρατικοποιήσεις εκτιμάται ότι θα εξοικονομηθούν σε ταμειακούς όρους περίπου 724 εκατ. ευρώ από 888 εκατ. ευρώ πέρυσι.