H προσμονή ήταν μεγάλη και η χαρά ακόμη μεγαλύτερη όταν ένα μεγάλο κομμάτι του έως τότε υπό κρατικό έλεγχο «Ομοσπονδιακού Ταχυδρομείου», εκείνο που αφορά τις τηλεπικοινωνίες, ιδιωτικοποιήθηκε, για να εισαχθεί στο χρηματιστήριο και να αναζητήσει πόρους από ιδιώτες επενδυτές. Στην Ευρώπη ήταν μία εποχή ευφορίας στα χρηματιστήρια. Αλλά η μετοχή της Deutsche Telekom θα ήταν κάτι περισσότερο από τζόγος. Θα ήταν μία γνήσια «μετοχή του λαού», που θα οδηγούσε την Telekom σε νέες λεωφόρους επιτυχίας, αλλά και τους μικροεπενδυτές σε πολύτιμες, σχεδόν εγγυημένες αποταμιεύσεις. Κάποιοι έκαναν συνειρμούς με το «αυτοκίνητο του λαού», το περίφημο Volkswagen.
Ιδιαίτερα επιτυχημένη ήταν και η διαφημιστική καμπάνια της Deutsche Telekom με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό Μάνφρεντ Κρουγκ, έναν από τους μεγαλύτερους αστέρες του θεάματος την εποχή εκείνη. Ο Κρουγκ έγινε τηλεοπτικό είδωλο στην τηλεοπτική σειρά Liebling Kreuzberg ως δαιμόνιος δικηγόρος που σκαρφίζεται λύσεις για όλα τα προβλήματα. «Η Telekom πηγαίνει στο χρηματιστήριο κι εγώ πηγαίνω μαζί της» ήταν το λιτό, αλλά περιεκτικό μήνυμα του Κρουγκ προς το τηλεοπτικό κοινό. Στις 18 Νοεμβρίου 1996, μόλις πρωτοεμφανίστηκε η μετοχή της Deutsche Telekom στο χρηματιστήριο, 1,9 εκατομμύρια επενδυτές- ανάμεσά τους πολλοί μικροεπενδυτές- έσπευσαν να «αγοράσουν». Η ευφορία ξεπέρασε κάθε όριο, η μετοχή κατέρριπτε όλα τα ρεκόρ και γύρω στο 2000 έφτασε στη μυθική τιμή των 103,50 ευρώ,
Πονοκέφαλος μετά το ...πάρτι
Όμως το ξέφρενο πάρτι κάποια στιγμή τελείωσε και, όπως συμβαίνει συχνά στα μεγάλα πάρτι, η επόμενη μέρα προκάλεσε σε πολλούς μετόχους δυνατό...πονοκέφαλο. Η μετοχή της Deutsche Telekom άρχισε να υποχωρεί συνεχώς, χωρίς ποτέ να ανακάμψει. Σήμερα τιμάται γύρω στα 17 ευρώ, δηλαδή όχι πολύ μακριά από την αρχική τιμή της στο χρηματιστήριο το 1996, που ήταν 28,50 γερμανικά μέρκα. Πολλοί επενδυτές έχουν χάσει τα χρήματά τους.
Όλα είχαν ξεκινήσει στα μέσα της δεκαετίας του '90, όταν άρχισε να διαδίδεται μαζικά το Ίντερνετ. «Λεωφόρο της πληροφορίας» το αποκαλούσαν οι επιτελείς της Deutsche Telekom, θέλοντας να υπογραμμίσουν τη σημασία του για το μέλλον. Το ιδιόμορφο κόκκινο χρώμα της εταιρείας, που διατηρείται μέχρι σήμερα, επίσης συμβόλιζε τη «στροφή προς το μέλλον». Υπό την ηγεσία του Ρον Ζόμερ η Deutsche Telekom χρειαζόταν τα δισεκατομμύρια του χρηματιστηρίου, για να χρηματοδοτήσει την επέκτασή της στο εξωτερικό. Έτσι δημιούργησε την αμερικανική θυγατρική της, η οποία παραμένει μέχρι σήμερα το «διαμάντι» του ομίλου, συνεισφέροντας πολύτιμα έσοδα.
Παραπλανητική διαφήμιση;
Για να γίνουν όλα αυτά, η μετοχή της Deutsche Telekom έπρεπε να εμπεδωθεί στη συνείδηση όλων ως η «μετοχή του λαού», όπως και έγινε. Αστυνομικοί, πυροσβέστες, ψαράδες, συνταξιούχοι και γενικότερα άνθρωποι που μέχρι τότε δεν είχαν καμία σχέση με το χρηματιστήριο εμφανίζονταν στα διαφημιστικά μηνύματα της Deutsche Telekom, χαμογελώντας πανευτυχείς στην κάμερα. Ο Μαρκ Τίνγκλερ, επικεφαλής της γερμανικής Ένωσης Μετόχων και Μικροεπενδυτών (DSW) επικρίνει την τακτική αυτή: «Το κράτος έδινε την εντύπωση ότι πρόκειται για μία 'σίγουρη' μετοχή για όλους, κάτι που δεν συνέβαινε. Προφανώς υπήρχαν κίνδυνοι, όταν μάλιστα η Telekom ήταν ήδη υπερχρεωμένη και δεν γνώριζε τις αγορές του εξωτερικού, στις οποίες ήθελε να επεκταθεί. Θα χρειαζόταν μεγαλύτερη εγκράτεια στις διαφημίσεις αυτές...»
Την εποχή εκείνη, οι περισσότεροι δεν γνώριζαν τους κινδύνους του χρηματιστηρίου. Ιδιαίτερα πολλοί μικροεπενδυτές εμπιστεύθηκαν τις οικονομίες τους στη μετοχή της Deutsche Telekom, πιστεύοντας ότι πρόκειται για μία σίγουρη τοποθέτηση, αλλά βρέθηκαν προ εκπλήξεως όταν η μετοχή άρχισε να καταρρέει. Μετά την πρώτη εγγραφή, το 1996, η Telekom συνέχισε να αναζητεί κεφάλαια και εισήγαγε στο χρηματιστήριο άλλα δύο μεγάλα πακέτα μετοχών.
Τα δικαστήρια έχουν τον λόγο
Αλλά η δεύτερη και- ακόμη περισσότερο- η τρίτη εγγραφή στο χρηματιστήριο, το έτος 2000, είχαν συνέπειες. Σε μία ομάδική προσφυγή, 16.000 μικροεπενδυτές κατέφυγαν στα δικαστήρια, απαιτώντας αποζημιώσεις. Τελεσίδικη απόφαση δεν έχει εκδοθεί ακόμη. Πάντως το 2014 το Ανώτατο Δικαστήριο της Γερμανίας για αστικές υποθέσεις (Bundesgerichtshof) απεφάνθη ότι υπήρξε «σφάλμα» στην πληροφόρηση των επενδυτών για το πακέτο μετοχών που εισήχθη στο χρηματιστήριο το 2000. Συγκεκριμένα, έκριναν οι δικαστές, η εγγραφή έγινε με βάση τον ισολογισμό του 1999, στον οποίο εμφανίζονταν κέρδη 8,2 δισεκατομμυρίων ευρώ από την πώληση της αμερικανικής εταιρίας κινητής τηλεφωνίας Sprint, η οποία όμως στην πραγματικότητα δεν είχε πωληθεί, αλλά αποτελούσε μέρος της εταιρείας χαρτοφυλακίου ΝΑΒ, που ανήκε στην ίδια την Deutsche Telekom. Κι όμως, σε διαφημιστικά φυλλάδια προς επίδοξους επενδυτές, η Telekom διαφήμιζε μεταξύ άλλων τα έσοδα από την πώληση της Sprint.
To Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υπεύθυνοι της Deutsche Telekom είχαν αλλοιώσει εκ προθέσεως τα οικονομικά στοιχεία. Ωστόσο, ακόμη δεν έχει διευκρινιστεί η «αιτιώδης συνάφεια» ανάμεσα στην αλλοίωση αυτή και τις οικονομικές απώλειες των μετόχων, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η δικαστική διαμάχη. Τον Φεβρουάριο το Ανώτατο Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση εκ νέου στο αρμόδιο Εφετείο της Φρανκφούρτης. Οι ενδιαφερόμενοι θα ξανασυναντηθούν στο δικαστήριο στις 23 Νοεμβρίου. Αναμένεται να συζητήσουν και μία πρόταση εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Μακροπρόθεσμα πάντως, η όλη υπόθεση είχε συνέπειες και για το ίδιο το χρηματιστήριο. «25 χρόνια μετά την πρώτη εγγραφή της Telekom, εξακολουθούμε να βλέπουμε πολύ λίγους Γερμανούς να επενδύουν σε μετοχές», λέει ο Μαρκ Τίνγκλερ. «Μόνο τα τελευταία χρόνια μία νέα γενιά επενδυτών φαίνεται να εστιάζει και πάλι στο χρηματιστήριο».
Αλλιώς βλέπει τα πράγματα η Κριστίνε Μπόρτνλενγκερ, επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Μετοχών, που αυτοπροσδιορίζεται ως η «φωνή της κεφαλαιαγοράς». Κατά την άποψή της η είσοδος της Deutsche Telekom στο χρηματιστήριο αποτέλεσε «ορόσημο», γιατί έδωσε την αφορμή να σχοληθούν, για πρώτη φορά, εκατομμύρια άνθρωποι με τις επενδύσεις σε μετοχές. Από κει και πέρα, υποστηρίζει, δεν πρέπει κανείς να βλέπει μόνο την πορεία της μετοχής, αλλά και το υψηλό μέρισμα για εκείνους που αποκόμισαν κέρδη. Αυτή ακριβώς είναι και η επιχειρηματολογία της ίδιας της Deutsche Telekom. «Ιδιώτες επενδυτές που αγόρασαν μετοχές της Telekom στην πρώτη εγγραφή και τις έχουν κρατήσει μέχρι σήμερα, έχουν διασφαλίσει κέρδη πάνω από 200%», δηλώνει εκπρόσωπος της επιχείρησης
. Σύμφωνα πάντως με το Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων (dpa) στελέχη της Deutsche Telekom εκτιμούν εκ των υστέρων ότι «δεν ήταν καλή η συγκυρία της εισαγωγής στο χρηματιστήριο» σε μία εποχή που η φούσκα της νέας τεχνολογίας ανέβαζε στα ύψη τις τιμές των μετοχών του κλάδου, για να ακολουθήσει η κατάρρευση λίγο αργότερα. «Κάποιοι μας μπέρδεψαν με βραχύβιες εταιρείες-φαντάσματα, κάτι που δεν θέλαμε σε καμία περίπτωση», δηλώνει μάνατζερ της Deutsche Telekom, που όμως προτιμά να παραμείνει ανώνυμος.