Οι επιτυχείς προβλέπεις στα φορολογικά έσοδα για το έτος 2019, όπως ήταν και αυτές του 2018, είναι ενθαρρυντικές για την εν γένει επιτυχία των δημοσιονομικών προβλέψεων που πραγματοποιεί η εκτελεστική εξουσία, ανέφερε ως γενικό συμπέρασμα ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννης Σαρμάς, παρουσιάζοντας την έκθεση σχετικά με τον Απολογισμό και εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2019.
Επιτυχείς, επίσης, χαρακτήρισε και τις προβλέψεις που αφορούσαν το έλλειμμα, σημειώνοντας πως η υπέρβαση στο έλλειμμα του 2018 οφείλεται κυρίως σε νομοθετικές πρωτοβουλίες εντός του έτους εκτέλεσης του Προϋπολογισμού του 2018, δηλαδή η αύξηση του ελλείμματος ήταν υπό τον έλεγχο της εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας και όχι από κάποιες κακές προβλέψεις.
Σε σύγκριση του αναμενομένου με το τελικό αποτέλεσμα, ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανέφερε πως είχαμε μια «ικανοποιητική εκτέλεση του Προϋπολογισμού του έτους 2019» υπό την Ταμειακή Λογιστική βάση με την οποία καταρτίζονται οι Λογαριασμοί του Προϋπολογισμού.
Ειδικότερα, ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναλύοντας την έκθεση, ανέφερε πως σύμφωνα με τον Απολογισμό για το 2019, τα συνολικά έξοδα του Κράτους ανήλθαν στο ποσό των 55.272.000.000 ευρώ, που καλύφθηκαν κυρίως από φορολογικά έσοδα κατά 46.540.000.000 ευρώ, από απολήψεις από την ΕΕ ύψους 2.383.000.000 ευρώ και από την εκμετάλλευση ή διάθεση κινητής και ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου κατά 1.828.000.000 ευρώ, ενώ χρειάσθηκε χρηματοδότηση ύψους 125 δισ. ευρώ για να καλυφθεί το έλλειμμα από τα συνολικά έξοδα του Κράτους.
Παρατήρησε πως οι προβλέψεις που υπήρχαν στον Προϋπολογισμό του 2019 για τα συνολικά έξοδα ανέρχονταν στα 53 δισ. ευρώ έναντι 55.146.000.000 ευρώ που πραγματοποιήθηκαν, τα φορολογικά έσοδα αναμένονταν να φτάσουν 46.423.000.000 ευρώ έναντι 46.540.000.000 ευρώ που πραγματοποιήθηκαν, οι απολήψεις από την ΕΕ αναμενόταν να ανέλθουν σε 3.560.000.000 ευρώ έναντι 2.383.000.000 ευρώ που τελικώς ανήλθαν και τα έσοδα από την εκμετάλλευση ή διάθεση κινητής και ακίνητης περιουσίας του Κράτος είχαν προϋπολογιστεί σε 1.945.000.000 ευρώ έναντι 1.828.000.000 ευρώ που ανήλθαν και τελικώς το έλλειμμα από δραστηριότητες πλην χρηματοοικονομικών συναλλαγών που αναμενόταν να προκύψει υπολογίσθηκε στα 3.774.000.000 ευρώ αλλά αυτά ανήλθαν σε 1,25 δισ. ευρώ.
Ο Ι. Σαρμάς, επισήμανε πως τα ευρήματα που προέκυψαν από τον έλεγχο της ορθότητας του Απολογισμού του οικονομικού έτους 2019 είναι: Η απόκλιση του πραγματικού εκκρεμούντος προς είσπραξη υπολοίπου εσόδων από αυτό που εμφανίζεται στον Απολογισμό, ως εκ της μη καταγραφής των ανείσπρακτων απαιτήσεων που έχουν βεβαιωθεί από τα τελωνεία της χώρας στο εισπρακτέο υπόλοιπο του Απολογισμού. Η περιορισμένη συμμετοχή των λοιπών εκτός της κεντρικής διοίκησης φορέων της Γενικής Κυβέρνησης στο κοινό κεφάλαιο στην Τράπεζα της Ελλάδος και η πλημμελής συμμόρφωση προς την υποχρέωσή τους να μεταφέρουν την πλεονάζουσα ρευστότητα τους στον λογαριασμό ταμειακής διαχείρισης στην ίδια τράπεζα. Και η ανάλωση των πιστώσεων του τακτικού αποθεματικού για τη χρηματοδότηση δαπανών που δεν φαίνεται να εμπίπτουν στους σκοπούς.
Σχετικά με αλλαγές που σημειώθηκαν σε λογιστικά πρότυπα και τις επιμέρους αλλαγές που επέφεραν, ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανέφερε πως αυτές κατ' αρχήν είναι θεμιτές από λογιστική άποψη ενέργειες και δεν θίγουν την ύπαρξη των αντίστοιχων απαιτήσεων και υποχρεώσεων από την άποψη του ουσιαστικού δικαίου. Επισημαίνει ωστόσο, αφενός τις περιπτώσεις της απομείωσης των απαιτήσεων της κατηγορίας των προκαταβολών, κατά 7,7 δισεκατομμύρια ευρώ και του υπόλοιπου της κατηγορίας των άλλων υποχρεώσεων, κατά 3,9 δισεκατομμύρια, που είχαν αναγνωριστεί ως υποχρεώσεις από εξοπλιστικά προγράμματα, και 8,8 δισεκατομμύρια ευρώ που είχαν αναγνωριστεί ως εισπράξεις, τακτοποιητέες, για τις οποίες παρά τις διατυπωθείσες από το Ελεγκτικό Συνέδριο παρατηρήσεις σε προηγούμενες εκθέσεις του, οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους προς τεκμηρίωση της ουσιαστικής ανυπαρξίας τους και κατ' επέκταση της ορθότητας του ανωτέρω λογιστικού χειρισμού τους, παραμένουν ανεπαρκείς.
Αναφορικά, με το δημόσιο χρέος, άξιο λόγου είναι ότι παρά το δυσανάλογο μέγεθός του, που εξακολουθεί να κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα, υπήρξε ενθαρρυντική δυναμική του κατά το έτος 2019, η οποία αντικατοπτρίζεται όχι μόνο στη βελτίωση του λόγου του προς το ΑΕΠ, συνεπεία βεβαίως και της αύξησης του τελευταίου, αλλά και σε άλλα επιμέρους δεδομένα, όπως η μείωση του συνολικού δανεισμού του Δημοσίου και η πραγματοποίησή του με ευνοϊκά επιτόκια, τα οποία μάλιστα, όσον αφορά τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό, διαμορφώθηκαν περί το τέλος του 2019 σε αρνητικά.