Από την έντυπη έκδοση
Της Λαλέλας Χρυσανθοπούλου
[email protected]
Τον τίτλο της μοναδικής χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση με μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος πάνω από τα 200 ευρώ/MWh (205,72 ευρώ/MWh) κατέχει σήμερα η Ελλάδα, καθώς την ώρα που στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης καταγράφονται διψήφια ποσοστά μειώσεων -και κατ’ επέκταση σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών-, με φόντο την υποχώρηση των τιμών του φυσικού αερίου, στην Ελλάδα η μείωση περιορίζεται στο 2,6%.
Παράγοντες του κλάδου ενέργειας αποδίδουν τη μειωμένη ελαστικότητα της εγχώριας χονδρεμπορικής αγοράς στη δομή της, αλλά και τη μικρή χωρητικότητα των διασυνοριακών διασυνδέσεων της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι από τις αρχές Νοεμβρίου η μέση χονδρεμπορική τιμή ρεύματος στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα 209,19 ευρώ/MWh, που αποτελεί και την υψηλότερη στην Ευρώπη, εντείνοντας την πίεση σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αφού οι χονδρεμπορικές τιμές μετακυλίονται στα τιμολόγια ρεύματος μέσα από τις ρήτρες αναπροσαρμογής.
Πρόκειται για τον έκτο διαδοχικό μήνα που η τιμή ρεύματος στη χονδρεμπορική αγορά κινείται ανοδικά. Ο ρυθμός ανόδου ανέβασε ταχύτητα τον Οκτώβριο, καθώς σύμφωνα με το μηνιαίο δελτίο του Χρηματιστηρίου Ενέργειας η Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς του περασμένου μήνα, που διαμορφώθηκε στα 198,32 ευρώ/MWh, ήταν αυξημένη κατά 47% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο και κατά 320% σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2020.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ), η χονδρεμπορική τιμή υπερτριπλασιάστηκε σε έναν χρόνο, κατά κύριο λόγο εξαιτίας της ανόδου των τιμών του φυσικού αερίου και στην επίσης εντυπωσιακή αύξηση των τιμών των ρύπων, που ξεπέρασαν μέσα στον Οκτώβριο τα 64 ευρώ ανά τόνο. Είναι ενδεικτικό ότι η μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής φυσικού αερίου αυξήθηκε τον φετινό Οκτώβριο στα 89,5 ευρώ/MWh (από 62,5 ευρώ/MWh τον Σεπτέμβριο), ακολουθώντας ανοδική τροχιά για έβδομο συνεχή μήνα.
Την ίδια στιγμή, τα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας δείχνουν ότι το φυσικό αέριο κυριάρχησε στο μίγμα της ηλεκτροπαραγωγής και τον Οκτώβριο (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τιμές), με ποσοστό 45%. Ακολουθούν οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) με ποσοστό 36% (εάν συμπεριληφθεί και η υδροηλεκτρική παραγωγή), οι εισαγωγές με 11% και ο λιγνίτης με ποσοστό 8%.
Εν τω μεταξύ, από τα ίδια στοιχεία που καταγράφουν τα μερίδια αγοράς των προμηθευτών ενέργειας -με βάση τα φορτία- προκύπτει αναστροφή της πτωτικής πορείας του μεριδίου της ΔΕΗ, η οποία τον Σεπτέμβριο είχε χάσει σχεδόν δύο ποσοστιαίες μονάδες, με το μερίδιό της να διαμορφώνεται στο 62,62% (από 64,37% τον Αύγουστο). Τον Οκτώβριο, όμως, το ποσοστό της επέστρεψε πάνω από το 64% (64,11%). Τα κέρδη της ΔΕΗ μεταφράστηκαν σε απώλειες για τις περισσότερες εταιρείες προμήθειας, με το μερίδιο της Mytilineos να διαμορφώνεται στο 7,08% τον Οκτώβριο από 8,08% έναν μήνα πριν, της Ήρων στο 6,58% (από 6,79%) και της NRG στο 4,54% (από 4,66%).
Κόντρα στο ρεύμα κινήθηκε η Elpedison, που εμφάνισε μικρή αύξηση του μεριδίου της, στο 6,12% από 6,09% τον Σεπτέμβριο. Παράλληλα, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, τόνισε χθες ότι «το εντυπωσιακό ενδιαφέρον των επενδυτών στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ αποδεικνύει περίτρανα ότι η επιχείρηση έχει γυρίσει σελίδα, αποτελώντας παράλληλα έμπρακτη απόδειξη και για τις ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
H ευρεία συμμετοχή διεθνών θεσμικών επενδυτών ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Mε τα κεφάλαια ύψους 1,35 δισ. ευρώ που θα αντλήσει η επιχείρηση, σε συνδυασμό με τα έσοδα από την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ, θα προχωρήσει απρόσκοπτα στην υλοποίηση του στρατηγικού σχεδιασμού της. Θα επενδύσει στην ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και τεχνολογιών αποθήκευσης ηλεκτρισμού, ενώ θα επιταχύνει περαιτέρω τον μετασχηματισμό της με την εξαγορά παραγωγικών μονάδων πράσινης ενέργειας πέρα από τα ελληνικά σύνορα». Σύμφωνα με τον υπουργό, «με τις επενδύσεις αυτές η ΔΕΗ θα μπορεί να προσφέρει καθαρή ενέργεια με προσιτές τιμές σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενισχύοντας παράλληλα την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας».