Tης Νατάσας Στασινού
[email protected]
Το σήμα της Federal Reserve περιμένουν σήμερα αγορές και όχι μόνο σε ένα περιβάλλον σφοδρών ανατιμήσεων, αλλά και επίμονης αβεβαιότητας για την εξέλιξη της πανδημίας τον χειμώνα και τον αντίκτυπό της στην οικονομία.
Η συνεδρίαση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας είναι καθοριστικής σημασίας. Όχι μόνο γιατί θα αποφασιστεί μία μείωση στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, με το οποίο έως τώρα έριχνε 120 δισ. δολάρια μηνιαίως στο σύστημα.
Αυτό έχει προεξοφληθεί εδώ και καιρό από τους επενδυτές. Αλλά γιατί αυτό το βήμα θα είναι ο προπομπός για την πορεία, που θα χαράξει η Fed στη μετά- πανδημίας εποχή.
To tapering, όπως ονομάζεται η διαδικασία σταδιακής απόσυρσης της ποσοτικής χαλάρωσης, θα αρχίσει πιθανότατα άμεσα και θα ολοκληρωθεί στα μέσα της επόμενης χρονιάς. Το πώς όμως θα «επικοινωνηθεί» στις αγορές, το τι μηνύματα θα στείλει ο Τζερόμ Πάουελ για τα τα επόμενα βήματα και το πόσο δραστικά αυτά θα είναι έχει μεγάλη σημασία. Ένα αυστηρό μήνυμα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, την ώρα που ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί σε υψηλά τριών δεκαετιών. Αλλά θα μπορούσε να προκαλέσει και έντονη νευρικότητα στις αγορές, δημιουργώντας την αίσθηση πως οι αυξήσεις επιτοκίων δεν αργούν να έρθουν. Μία υπερβολικά ήπια ρητορική από την άλλη θα μπορούσε να στείλει σήμα πως η Fed αγνοεί την απειλή του πληθωρισμού.
Δεν υπάρχει εύκολος δρόμος για τις κεντρικές τράπεζες όσο η παγκόσμια οικονομία παλεύει με την τριπλή πρόκληση της πανδημίας, της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής κρίσης. Τόσο η υπέρμετρη ανησυχία/ απαισιοδοξία όσο και η υπέρμετρη χαλαρότητα ενέχουν μεγάλο ρίσκο.
Με τα σημερινά δεδομένα η αγορά ποντάρει σε μία πρώτη αύξηση των επιτοκίων τον Ιούνιο του 2022 και τουλάχιστον ακόμη μία (ίσως και δύο) έως τα τέλη της επόμενης χρονιάς. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στα πλέον πρόσφατα πρακτικά της Fed τα αρμόδια για την επιτοκιακή πολιτική μέλη δεν εμφανίζονται ως «γεράκια». Ο Πάουελ δεν θα θελήσει να φανεί όμως ούτε ως «περιστερά». Στη συνέντευξη Τύπου που θα ακολουθήσει της απόφασης θα επιδιώξει πρωτίστως να τονίσει ότι η πορεία της νομισματικής πολιτικής σε ένα τόσο ρευστό περιβάλλον δεν μπορεί να θεωρείται προκαθορισμένη.