Από την έντυπη έκδοση
Του Ανέστη Ντόκα
[email protected]
Διέξοδο από το αδιέξοδο των χαμηλών επιδόσεων και των συνεχών αποχωρήσεων εισηγμένων εταιρειών αναζητεί το Χρηματιστήριο Αθηνών, που συμπληρώνει φέτος 8 χρόνια από την Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013, οπότε υποβαθμίστηκε από τον σημαντικότερο δείκτη αξιολόγησης παγκοσμίως, τον MSCI, με ενεργητικό 12 τρισ. δολάρια, τον οποίο παρακολουθούν οι μεγαλύτεροι διεθνείς οίκοι του πλανήτη. Δυστυχώς, η υποβάθμιση αυτή αποτελεί ένα κακό προηγούμενο, αφού κανένα άλλο χρηματιστήριο ανεπτυγμένων αγορών δεν έχει πέσει βαθμίδα. Μάλιστα, η Αθήνα είναι και το μοναδικό χρηματιστήριο στην Ευρωζώνη που παραμένει υποβαθμισμένο επί μία οκταετία.
Η πτώση του γενικού δείκτη κατά 91% από το 2007 έως το 2013 ήταν η αφορμή για την υποβάθμιση, αλλά ο κύριος λόγος ήταν άλλος: το Ελληνικό Χρηματιστήριο δεν πληρούσε πλέον τα κριτήρια σε ό,τι αφορά τις δανειοδοτικές διευκολύνσεις τίτλων, τις ανοικτές πωλήσεις (short selling) και την ασφαλή μεταβιβασιμότητα των τίτλων, και όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη μεγάλη πτώση του όγκου των συναλλαγών, εμπόδιζαν πλέον την Ελλάδα να έχει μια πλήρως λειτουργική αγορά.
Αναγκαίες παρεμβάσεις
Λύση στο χρόνιο πλέον ζητούμενο, που δεν είναι άλλο από το πώς το Χ.Α. θα καταστεί εκ νέου ελκυστικό στους επενδυτές, το πώς τελικά θα αναβαθμιστεί, μπορεί να δοθεί μόνο εφόσον ξεπεραστούν 6+1 αγκυλώσεις με τη λήψη των εξής ισάριθμων μέτρων:
* Αύξηση εμπορευσιμότητας (free float) των μετοχών: Είναι η μεγαλύτερη αδυναμία της αγοράς εδώ και δεκαετίες. Όπως είχε επισημάνει και ο πρώτος πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθηγητής Σταύρος Θωμαδάκης, «δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει επαρκής αριθμός μετοχών που να διαπραγματεύεται ελεύθερα και να μην μπορούν Έλληνες και ξένοι επενδυτές να βρίσκουν τα τεμάχια που θέλουν και να υποχρεώνονται να έρχονται σε επαφή με τις διοικήσεις των εισηγμένων για να κάνουν πακέτα προκειμένου να αποκτήσουν συμμετοχή στα μετοχικά κεφάλαια». Αυτή η στρέβλωση συνεχίζεται μέχρι σήμερα και ουσιαστικά από τις 154 εισηγμένες μόνο οι 25 μετοχές του Ftse 25 και μία δεκάδα μετοχών της μεσαίας κεφαλαιοποίησης του Mid Cap 40 δίνουν αυτή τη δυνατότητα. Για τις υπόλοιπες η μέση συναλλακτική δραστηριότητα εξαντλείται σε μόλις εκατοντάδες τεμάχια.
* Υψηλότερες κεφαλαιοποιήσεις: Σήμερα μόλις 18 εισηγμένες σε σύνολο 154 εταιρειών (ποσοστό 11,68%) εμφανίζουν χρηματιστηριακή αξία πάνω από 1 δισ. ευρώ. Επίσης 34 εταιρείες έχουν κεφαλαιοποίηση από 100 εκατ. έως 800 εκατ. ευρώ και η πλειονότητα των 102 εταιρειών έχει αξία κάτω από 100 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων οι μισές αποτιμούνται κάτω των 50 εκατ. ευρώ. Γι’ αυτό η αγορά διαθέτει πολύ μικρές και αδύναμες οικονομικά εταιρείες που ποτέ δεν θα προσελκύσουν το επενδυτικό κοινό.
* Νέα εγχώρια γενιά επενδυτών: Ανύπαρκτη είναι η επενδυτική γενιά μετά τη φούσκα του 1999, καθώς το Χρηματιστήριο πλήρωσε και πληρώνει μέχρι σήμερα μετά από τόσα χρόνια τη φούσκα του 1999. Χρειάζεται να εισέλθει νέα επενδυτική γενιά εγχώριων επενδυτών που θα δείξουν εμπιστοσύνη στις εισηγμένες και θα μεταφερθεί ένα μέρος των αποταμιεύσεων στη στήριξη των επενδυτικών προγραμμάτων των επιχειρήσεων. Οι 2.000 ενεργοί κωδικοί που εμφανίζονται καθημερινά στις συναλλαγές δείχνουν ακριβώς αυτή την επενδυτική φτώχεια αν αναλογιστούμε ότι το 1999 οι ενεργοί κωδικοί προσέγγιζαν το 1.000.000. Αυτό μπορεί να συμβεί με τη δυνατότητα πρόσβασης στις ελληνικές μετοχές μέσω όσο το δυνατόν περισσότερων ηλεκτρονικών πλατφορμών.
* Κίνητρα διπλής καταχώρισης: Θα πρέπει να δοθούν κίνητρα για διπλή καταχώριση ελληνικών εταιρειών σε χρηματιστήρια και του εξωτερικού. Το Ελληνικό Χρηματιστήριο να βοηθήσει τις εταιρείες που είναι ήδη εισηγμένες ή είναι έτοιμες να εισαχθούν να συμμετέχουν και σε άλλα χρηματιστήρια όπως LSE, NASDAQ, NYSE, FFT, Paris, ακόμα και σε αγορές της Μέσης και Άπω Ανατολής, όπως το Ντουμπάι, το Άμπου Ντάμπι, το Ριάντ, τη Σιγκαπούρη, την Κορέα. Για παράδειγμα, το Χρηματιστήριο του Τελ Αβίβ και το Χρηματιστήριο της Σιγκαπούρης υπέγραψαν συμφωνία εταιρικής σχέσης που επιτρέπει στις ισραηλινές εταιρείες τεχνολογίας να αντλούν κεφάλαια και από δύο αγορές ταυτόχρονα και να καταγράφονται και στα δύο χρηματιστήρια.
* Εμπλουτισμός με νέες δυναμικές εταιρείες: Η διοίκηση της ΕΧΑΕ με τον νέο διευθύνοντα σύμβουλο που θα επιλεγεί μέχρι το τέλος του 2021 θα πρέπει να προσεγγίσει μικρομεσαίες εταιρείες εισηγμένες σε ξένα χρηματιστήρια και να τις προσελκύσει σε παράλληλη εισαγωγή και στο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Αυτές οι δύο κινήσεις δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ανταγωνιστικές για το Ελληνικό Χρηματιστήριο, αλλά αντίθετα να εκτιμηθούν ως ευκαιρία να διευρύνει την επενδυτική του βάση. Να εισαχθούν πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που θα μπορέσουν να μεγαλώσουν και να ωριμάσουν μέσα από το χρηματιστήριο, δίνοντάς του έτσι το ποθητό momentum. Το Χρηματιστήριο Αθηνών πρέπει είναι μια φυσική επιλογή για μικρές και μεσαίες εταιρείες τόσο ελληνικές όσο και βαλκανικές και ευρωπαϊκές, που θέλουν να αποκτήσουν αξία και ωριμότητα πριν από την εισαγωγή τους στα μεγάλα χρηματιστήρια. Στο προαναφερόμενο παράδειγμα του χρηματιστηρίου του Ισραήλ των ανεπτυγμένων αγορών, βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση τριπλάσιες εταιρείες από όσες στο ελληνικό, με μικρότερη μέση κεφαλαιοποίηση ανά εταιρεία, αλλά με τετραπλάσια συνολική κεφαλαιοποίηση (250 δισ.) έναντι του Ελληνικού Χρηματιστηρίου (65 δισ.).
* Μείωση κόστους εισαγωγής: Θα πρέπει να επιτευχθεί μείωση του κόστους εισαγωγής μιας εταιρείας στο Ελληνικό Χρηματιστήριο αλλά και του κόστους διατήρησής της στο ταμπλό. Αυτό το κόστος πρέπει να είναι ανταγωνιστικό έναντι όλων των άλλων αναδυόμενων αγορών και προφανώς χαμηλότερο από αυτό των ανεπτυγμένων αγορών. Να δοθούν κίνητρα ώστε να δημιουργηθούν περισσότερα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ETFs) συνδεδεμένα με τις ελληνικές μετοχές. Τα αμοιβαία κεφάλαια που παρακολουθούν τα ETFs δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αποκτήσουν τις μετοχές που περιλαμβάνονται στα ETFs, αφού εξ ορισμού αυτό ακριβώς απαιτεί η επενδυτική τους πολιτική. Το Ελληνικό Χρηματιστήριο πρέπει να αντιγράψει το μοντέλο της αγοράς των ελληνικών ομολόγων, όπου οι 14 από τους 18 Primary Dealers είναι οι μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες στον κόσμο (Barclays, BNP Paribas, BofA, Citigroup, Commerzbank, Credit Suisse, Sociedad De Valores, Deutsche Bank, Goldman Sachs, HSBC, JP Morgan, Morgan Stanley, Nomura, Societe Generale). Άρα, πρέπει να δοθούν και κίνητρα για να συμμετάσχουν αυτές οι τράπεζες ως διαμεσολαβητές/χρηματιστές στο Ελληνικό Χρηματιστήριο. Είναι αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να εισάγουν χιλιάδες νέους επενδυτές στην ελληνική αγορά.
* Ενίσχυση εποπτείας: Ολοκληρώνοντας θα πρέπει να τονίσουμε ότι η θωράκιση της εποπτείας είναι ίσως το κορυφαίο μέτρο που πρέπει να ληφθεί ώστε να μην επαναληφθούν τα σκάνδαλα της τελευταίας τριετίας (Creta Farms, MLS Πληφορορική, Folli Follie) που «θρυμμάτισαν» την αξιοπιστία και το κύρος της ελληνικής αγοράς.