Της Μαρίας Βε
Παρόλο που η Ευρώπη δεν είναι ενθουσιασμένη με τους όρους της εμπορικής εκεχειρίας του Σαββάτου με τις ΗΠΑ, οι αξιωματούχοι της ΕΕ παραδέχονται τελικά ότι άξιζε να αποδεχτούν τους όρους της Ουάσιγκτον προκειμένου να στραφούν στον κοινό εχθρό που ονομάζεται…Κίνα.
Η «κατάπαυση του πυρός», αποσκοπεί στον τερματισμό του σκληρού εμπορικού πολέμου που πυροδότησε ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ το 2018, επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο της ΕΕ με το σκεπτικό ότι αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια της Αμερικής.
Εντούτοις, ενώ η συμφωνία του Σαββάτου καταργεί αυτούς τους δασμούς, οι Βρυξέλλες εξακολουθούν να δυσανασχετούν που η υποτιθέμενη ευρωπαϊκή απειλή για την ασφάλεια της Αμερικής, εξακολουθεί να ισχύει και να χρησιμοποιείται για να τεθούν όρια στις εξαγωγές μετάλλων της ΕΕ.
Η σύγκρουση για τα μέταλλα αποτέλεσε μια από τις πιο «σκοτεινές ιστορίες» που υπονόμευαν τις διατλαντικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια και ένας από τους κύριους λόγους για να τερματιστεί, ήταν η αυξανόμενη επιθυμία μεταξύ Ευρωπαίων και Αμερικανών αξιωματούχων να συνεργαστούν για την καταπολέμηση αυτού που θεωρούν τεράστια πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στα κινεζικά χαλυβουργεία, που τροφοδοτείται από την κυβέρνηση.
Η συμφωνία του Σαββάτου θα δημιουργήσει μια «παγκόσμια συμφωνία για βιώσιμο χάλυβα και αλουμίνιο» που θα περιλαμβάνει χώρες «ομοϊδεάτες». Αυτό αποτελεί διπλωματικό κώδικα για ελιγμούς ενάντια στην πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα του Πεκίνου. Γεγονός επίσης αποτελεί ότι, Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον δεσμεύτηκαν να συνεργαστούν για την παραγωγή χάλυβα με τρόπο πιο φιλικό προς το περιβάλλον.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν τόνισε ότι η «ανακωχή» ταιριάζει με το όραμά του για ένα παγκόσμιο μέτωπο κατά του Πεκίνου, ενώ ο ίδιος χαρακτήρισε τη συμφωνία ως μέρος κινήσεων για να αποδείξει στον κόσμο ότι οι δημοκρατίες αντιμετωπίζουν τα δύσκολα προβλήματα και προσφέρουν βιώσιμες λύσεις.
Υπογράμμισε δε ότι ΕΕ και ΗΠΑ «θα συνεχίσουν να είναι οι πιο στενοί φίλοι και εταίροι, ενάντια σε χώρες που δεν τηρούν τους κανόνες».
Ομοίως ο Επίτροπος Εμπορίου της ΕΕ Βάλντις Ντομπρόβσκις, δήλωσε (εννοώντας την Κίνα), ότι το σχέδιο ήταν να επικεντρωθεί στο «πώς να περιοριστεί η πρόσβαση στην αγορά για όσους δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της αγοράς ή που δεν πληρούν τα πρότυπα για χαμηλή εκπομπή άνθρακα».
«Πικρό χάπι» για την ΕΕ η συμφωνία
Υπάρχουν πολλά στη συμφωνία, ωστόσο, που αφήνουν μια πικρή γεύση στα ευρωπαϊκά στόματα .Η ΕΕ ήλπιζε αρχικά ότι ο Μπάιντεν απλώς θα καταργούσε τους δασμούς της εποχής Τραμπ και θα αποσυρόταν από τη νομική βάση του Τραμπ για δράση κατά της Ευρώπης. (Άρθρο 232 του νόμου για την επέκταση του εμπορίου του 1962 που προσδιορίζει την Ευρώπη ως απειλή για την εθνική ασφάλεια της Αμερικής).
Όμως ο Μπάιντεν βρέθηκε εγκλωβισμένος μέσα στη δική του ανάγκη να κρατήσει με το μέρος του τις βασικές εκλογικές περιφέρειες της χαλυβουργίας και έτσι η συμφωνία με την Ευρώπη δεν ήταν ακριβώς αυτό που ζητούσαν οι Ευρωπαίοι.
Ειδικότερα, η συμφωνία αναφέρει ότι σε αντάλλαγμα για την κατάργηση των δασμών, η ΕΕ θα μπορεί να εξάγει ετήσια ποσόστωση 4,4 εκατομμυρίων τόνων που δεν υπόκεινται σε δασμούς εθνικής ασφάλειας. Περίπου 1,1 εκατομμύρια τόνοι από αυτό το σύνολο προέρχονται από μια ρήτρα που θα ισχύει μόνο για τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ οι εξαγωγές άνω των 4,4 εκατομμυρίων τόνων, θα υπόκεινται στο 25%, στην υπάρχουσα δηλαδή από την εποχή του Τραμπ εισφορά.
Πρακτικά, αυτό είναι μια άμεση ανακούφιση για την ευρωπαϊκή βιομηχανία χάλυβα. Τα χρόνια πριν από τον εμπορικό πόλεμο και την πανδημία του κορωνοϊού, οι εξαγωγές της ΕΕ ήταν γενικά σε χαμηλότερο επίπεδο, ενώ στοιχεία από το Eurofer, το ευρωπαϊκό λόμπι χάλυβα, έδειξαν ότι οι εξαγωγές της ΕΕ στις ΗΠΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο των 4,1 εκατομμυρίων τόνων το 2014.
Η Κομισιόν δεν είναι ικανοποιημένη που πρέπει να αποδεχθεί οποιαδήποτε μορφή ποσόστωσης, την οποία θεωρεί παράνομη επειδή εξακολουθεί να βασίζεται στο άρθρο 232. Ο λόγος είναι ότι φυσικά, οι Ευρωπαίοι θα καταλήξουν να πληρώσουν ξανά υψηλούς δασμούς εάν οι εξαγωγές της ΕΕ υπερβούν αυτό το όριο της ποσόστωσης.
Την ίδια στιγμή, το Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ, το οποίο δηλώνει ότι η Ουάσιγκτον πρέπει να αποσύρει την «αβάσιμη κατηγορία ότι οι εισαγωγές μετάλλων από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιαπωνία, την Κορέα και άλλους στενούς συμμάχους αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια».
Αβεβαιότητα
Αναμενόμενα, η διετής περίοδος για τουλάχιστον μέρος της συμφωνίας, ενισχύει την αβεβαιότητα, ενώ νέες διαπραγματεύσεις θα πρέπει να διεξαχθούν κοντά στις επόμενες προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, αλλά και της Κομισιόν το 2024. Η ένσταση της ΕΕ είναι νόμιμη τρόπον τινά, καθώς οι δύο πλευρές διαφωνούν σχετικά με τη συμβατότητα της συμφωνίας χάλυβα με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Ωστόσο, καθώς οι ΗΠΑ απέτυχαν να πείσουν την ΕΕ να αποσύρει πλήρως την διαφωνία της ενάντια στη νομιμότητα των δασμών, οι Βρυξέλλες συμφώνησαν να «αναστείλουν» την υπόθεση.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί η συμφωνία να χαρακτηρίζεται από πολλούς ως προβληματική, ταυτόχρονα όμως η γενική εικόνα είναι πως θα βοηθήσει να εξομαλυνθούν οι σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ, θα βάλει ένα φρένο στην Κίνα, ενώ παράλληλα θα βοηθήσει στην ανάπτυξη.
με πληροφορίες από Politico