Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Με τις αυξήσεις των τιμών εκτός ελέγχου και τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας να «χτυπούν» πλέον δυνατά και τον «πυρήνα» του ευρώ, οι καταναλωτές βλέπουν με τρόμο την ακρίβεια να μπαίνει στην καθημερινότητά τους, την ώρα που η Ευρώπη κινδυνεύει ακόμη και με μπλακάουτ εάν ο χειμώνας αποδειχθεί βαρύς, ενώ στο τραπέζι μπαίνουν και ακραία σενάρια, όπως διακοπή των εξαγωγών, σε μία εξέλιξη που θα μπορούσε να πυροδοτήσει νέα οικονομική αλλά και πολιτική κρίση.
Σε περίπτωση που οι ελλείψεις επιδεινωθούν, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να μειώσουν τις εξαγωγές φυσικού αερίου και ενέργειας προς τρίτες περιοχές και, σε ένα πολύ ακραίο σενάριο, και αναμεταξύ τους. «Εάν το ψύχος είναι μεγάλο, τότε οι χώρες πιθανόν να περάσουν μέτρα έκτακτης ανάγκης διακόπτοντας τις εξαγωγές τους για δύο εβδομάδες», αναφέρει χαρακτηριστικά ο διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής εταιρείας ενεργειακού εξοπλισμού Snam.
Παρότι καμία κυβέρνηση στην Ευρώπη δεν έχει σηματοδοτήσει ακόμη κάτι τέτοιο, ο κίνδυνος αυξάνει ακόμη περισσότερο τις τιμές. Χαρακτηριστικά, στη Νορβηγία, από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς ενέργειας της Ευρώπης, οι τιμές έχουν επταπλασιαστεί από πέρυσι. Η Σερβία μπορεί να απαγορεύσει τις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, σύμφωνα με τον πρόεδρο Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ενώ η Γαλλία απείλησε να το κάνει στα νησιά της Μάγχης της Βρετανίας, που βρίσκονται ήδη σε διένεξη για το θέμα της αλιείας. Κάποιες από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ε.Ε. είναι περισσότερο εκτεθειμένες: η Γερμανία εισάγει το 90% των αναγκών της, ενώ χώρες όπως Βρετανία, Βέλγιο, Ισπανία και Πορτογαλία βρίσκονται αυτή τη στιγμή με υπερβολικά χαμηλά αποθέματα φυσικού αερίου, σύμφωνα με τον Φαμπρίτζιο Φαρίνα, αναλυτή της εταιρείας συμβούλων Verisk Maplecroft.
Το παράδειγμα της Μολδαβίας είναι αντιπροσωπευτικό και συνάμα τρομακτικό: η χώρα τέθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω ελλείψεων στο φυσικό αέριο που ενδεχομένως να κρατήσει έως τις 20 Νοεμβρίου. Το συμβόλαιο της Μολδαβίας με την Gazprom έληξε στο τέλος του Σεπτεμβρίου και η κυβέρνηση ζήτησε παράταση της σύμβασης, αλλά η Gazprom ζήτησε υψηλότερη τιμή, στα 790 δολάρια τα 1.000 κυβικά μέτρα.
Το πρώτο «θύμα» είναι οι καταναλωτές, οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση σοκ με τις τιμές να έχουν αυξηθεί σε όλα τα καθημερινά προϊόντα, και με τις επιχειρήσεις, τη μία μετά την άλλη, να προειδοποιούν ότι οι ελλείψεις στην αλυσίδα προσφοράς δεν πρόκειται να αποκατασταθούν σύντομα, καθώς βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα εκρηκτικό μίγμα ελλείψεων σε πρώτες ύλες και αύξησης του κόστους ενέργειας, συσκευασιών και μεταφορών. Η Unilever «είδε» τις τιμές της να αυξάνονται περισσότερο από 4% το προηγούμενο τρίμηνο, στη μεγαλύτερη άνοδο από το 2012, και γνωστοποίησε ότι οι αυξήσεις θα συνεχιστούν και το επόμενο έτος. Τον κώδωνα του κινδύνου έχουν κρούσει επίσης η Nestle, η Procter & Gamble και η Danone, των οποίων τα προϊόντα κυριαρχούν τόσο στα σουπερμάρκετ όσο και στις κουζίνες των νοικοκυριών. Οι τιμές των προϊόντων της Nestle έχουν αυξηθεί 2,1% στο τρίτο τρίμηνο, στη μεγαλύτερη αύξηση τουλάχιστον πέντε ετών, ενώ η Danone αναμένει αύξηση του κόστους κατά 9% στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Η επιστροφή των τιμολογιακών αυξήσεων σηματοδοτεί τεράστιες αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία και συνιστά νέες προκλήσεις για τους κεντρικούς τραπεζίτες, οι οποίοι προσπαθούν να πάρουν μία απόφαση για το εάν θα πρέπει να επιταχύνουν την άρση των μέτρων στήριξης ή να τα διατηρήσουν, εάν τελικά οι αυξήσεις δεν αποδειχθούν και τόσο προσωρινές όσο ισχυρίζονταν έως τώρα. Ο βασικός δείκτης της Ευρωζώνης για τις πληθωριστικές προσδοκίες πυροδοτεί νέες ανησυχίες καθώς εκτινάχθηκε στο 2%, στον στόχο της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό, για πρώτη φορά σε διάρκεια επτά ετών, διαμορφούμενος στο 2,0029%.
Στον «πυρήνα» της Ευρωζώνης
Το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος και οι αναταράξεις στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα πλήττουν πλέον εμφανώς και τη βαριά βιομηχανία του «πυρήνα» της Ευρωζώνης. Στη Γερμανία η επιχειρηματική δραστηριότητα υποχώρησε σε χαμηλό οκτώ μηνών, ενώ στη Γαλλία η μεταποιητική παραγωγή γνώρισε τη μεγαλύτερη πτώση από τον Μάρτιο του 2020, όταν άρχισαν τα lockdowns. Ο κίνδυνος αποτυπώνεται και στα προκαταρκτικά στοιχεία της Markit, με την επιχειρηματική δραστηριότητα της Ευρωζώνης να κατεβάζει εμφανώς ταχύτητα τον Οκτώβριο, καθώς οι επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με αυξανόμενο κόστος λόγω των διαταραχών στην αλυσίδα προσφοράς, ενώ ο κλάδος παροχής υπηρεσιών δέχθηκε νέο πλήγμα από την αναζωπύρωση της Covid-19. Ο δείκτης PMI που παρακολουθεί μεταποίηση και υπηρεσίες υποχώρησε σε χαμηλό έξι μηνών, στις 54,3 μονάδες τον Οκτώβριο από τις 56,2 του Σεπτεμβρίου. H απότομη επιβράδυνση του Οκτωβρίου σημαίνει ότι η Ευρωζώνη αρχίζει το τέταρτο τρίμηνο με τη βραδύτερη κεκτημένη ταχύτητα από τον Απρίλιο, λέει χαρακτηριστικά ο Κρις Γουίλιαμσον, επικεφαλής οικονομολόγος της IHS Markit. Ο επιμέρους δείκτης των τιμών εισαγωγών εκτινάχθηκε στο 73,1 από το 70,9, μακράν το υψηλότερο νούμερο από τα μέσα του 1998, όταν άρχισαν να δημοσιεύονται τα στοιχεία της Markit, ενώ αντίστοιχα οι τιμές παραγωγού έχουν σημειώσει αυξήσεις ρεκόρ και όσες μεταποιητικές μονάδες δεν έχουν μετακυλίσει ακόμη τις αυξήσεις στους καταναλωτές, είναι θέμα χρόνου να το κάνουν. Ο σχετικός δείκτης βρίσκεται στο 72,3 από το 70,4, στο υψηλότερο επίπεδο από το 2002.