Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Έντονη εκδοτική δραστηριότητα ομολόγων, συνολικού ύψους ακόμη και άνω των 12-14 δισ. ευρώ, προγραμματίζει και για την επόμενη χρονιά ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Ο ετήσιος προγραμματισμός θα οριστικοποιηθεί και θα ανακοινωθεί μέσα στον Δεκέμβριο, ωστόσο η πρόθεση είναι η χώρα να κάνει αισθητή την παρουσία της και την επόμενη χρονιά. Οι εκδόσεις ομολόγων εκτός από την κάλυψη των δεδομένων αναγκών -δηλαδή της αποπληρωμής των χρεολυσίων αλλά και των τόκων που για το 2022 θα κινηθούν στα επίπεδα των 4,6 δισ. ευρώ- θα αξιοποιηθούν το 2022 και για πρόωρες αποπληρωμές χρέους, ενώ ο προγραμματισμός προβλέπει και την ένταξη της Ελλάδας στο club των χωρών που θα έχουν εκδώσει πράσινο ομόλογο.
Στόχος είναι και την επόμενη χρονιά ο ΟΔΔΗΧ να κινηθεί εμπροσθοβαρώς. Δηλαδή, να καλύψει -εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες- το μεγαλύτερο κομμάτι του ετήσιου δανεισμού μέσα στους πρώτους μήνες του έτους. Φυσικά, σε αυτό θα παίξει ρόλο και το τι μέλλει γενέσθαι με την αγορά των ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος κρατικών χρεογράφων λόγω πανδημίας (το λεγόμενο PEPP).
Οι συζητήσεις για να βρεθεί μια λύση «γέφυρα» ώστε να καλυφθεί το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει ανάμεσα στο τέλος του PEPP και την ημερομηνία ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα, έχουν ήδη ξεκινήσει. Εναλλακτικές υπάρχουν και εκτιμάται ότι μέχρι τη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Δεκέμβριο θα έχουν ληφθεί και οι οριστικές αποφάσεις ώστε να ανοίξει «καθαρός διάδρομος» για την εκδοτική δραστηριότητα της Ελλάδας μέσα στο 2022.
Ο ρόλος των επιτοκίων
Το τι θα αποφασίσει η ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα είναι καθοριστικής σημασίας για τον προγραμματισμό της επόμενης χρονιάς, ενώ μπορεί να έχει επίπτωση και στο κόστος δανεισμού της χώρας. Το PEPP είναι προγραμματισμένο να επιβραδυνθεί τους επόμενους μήνες, με προοπτική να ολοκληρωθεί τον Μάρτιο του 2022. Η συνολική συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ υπερβαίνει τα 29 δισ. ευρώ και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο πρέπει να υπάρχουν συχνές νέες εκδόσεις χρέους από το Ελληνικό Δημόσιο, καθώς μόνο έτσι διασφαλίζεται η επάρκεια τίτλων για διαπραγμάτευση στη δευτερογενή αγορά.
Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι το πρόγραμμα δανεισμού της Ελλάδας για το 2022 έχει ήδη υπερκαλυφθεί, δεν είναι καθόλου απίθανο να υπάρξει νέα έκδοση και μέσα στο τρέχον έτος ακριβώς προκειμένου να διατηρηθεί η επάρκεια ελληνικών χαρτιών στη δευτερογενή αγορά (το PEPP ναι μεν διατηρεί το κόστος δανεισμού της χώρας σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αλλά, από την άλλη, «αφαιρεί» τίτλους από την κυκλοφορία). Η δημιουργία μιας «γέφυρας» για να καλυφθεί η περίοδος από τον Μάρτιο του 2022 μέχρι και την ημέρα ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας θα λειτουργήσει ως «ασπίδα προστασίας» για τις επόμενες εκδόσεις.
Ποιες ανάγκες θα καλυφθούν
Η αυξημένη εκδοτική δραστηριότητα και μέσα στο 2022 δεν συνεπάγεται και περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους μέσα στην επόμενη χρονιά, καθώς ο στόχος είναι το σύνολο (ή σχεδόν το σύνολο) των ποσών που θα αντληθούν από τις αγορές να αξιοποιηθεί. Οι δεδομένες ανάγκες αυτή τη στιγμή ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ. Θα πρέπει να αναχρηματοδοτηθούν οι λήξεις χρέους της επόμενης χρονιάς, οι τόκοι, αλλά και το πρωτογενές έλλειμμα του 2022. Ειδικότερα, με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα:
1. Οι τόκοι για το 2022 εκτιμώνται σε περίπου 4,57 δισ. ευρώ.
2. Οι λήξεις χρέους χωρίς τις λήξεις των εντόκων γραμματίων υπολογίζονται για του χρόνου περίπου στα 8 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 3 δισ. ευρώ αφορούν ομόλογα, ενώ τα 2,645 δισ. ευρώ είναι τα διμερή δάνεια που έχουμε συνάψει με τις ευρωπαϊκές χώρες στο πλαίσιο του 1ου μνημονίου. Είναι εξαιρετικά πιθανό αυτά τα δάνεια να αποπληρωθούν πρόωρα από φέτος, οπότε οι υποχρεωτικές καταβολές χρεολυσίων της επόμενης χρονιάς θα περιοριστούν ακόμη περισσότερο.
3. Το πρωτογενές έλλειμμα με βάση τα σημερινά δεδομένα για το 2022 εκτιμάται περίπου στα 2 δισ. ευρώ ή κοντά στο 1% του ΑΕΠ. Αν δεν υπάρξει κάποια αναθεώρηση του στόχου, και αυτό το ποσό θα πρέπει να καλυφθεί μέσω δανεισμού.