Από την έντυπη έκδοση
Ποσά τα οποία αντιστοιχούν σε περικοπές και μειώσεις κύριων συντάξεων συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες επιβλήθηκαν το χρονικό διάστημα από 11 Ιουνίου 2015 και μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, δηλαδή έως και τις 12 Μαΐου 2016, καταβάλλονται άτοκα στους δικαιούχους, ενώ είναι ακατάσχετα στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων. Επίσης, τα καταβαλλόμενα ποσά δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους Δήμους, τις Περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα. Κατά την καταβολή, μάλιστα, των συγκεκριμένων ποσών δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου, αλλά ούτε και παρακράτηση ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης.
Παρακράτηση 20%
Από την άλλη πλευρά, όμως, στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, καθώς και στις πρόσθετες αμοιβές που δεν συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, διενεργείται παρακράτηση με συντελεστή 20% στο καταβαλλόμενο ποσό, ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά.
Οι ανείσπρακτες, μάλιστα, δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττονται το έτος 2014 και μετά και εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο, ή προκύπτει με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο το έτος στο οποίο ανάγονται, υπάγονται σε φόρο με βάση τις διατάξεις του έτους που ανάγονται.
Οι ανωτέρω διευκρινίσεις δόθηκαν από τον υφυπουργό Οικονομικών Απόστολο Βεσυρόπουλο με έγγραφό του (111013ΕΞ/23.09.2021) προς τη Βουλή, στο οποίο, απαντώντας σε σχετική ερώτηση βουλευτών για τη φορολόγηση των αναδρομικών των συνταξιούχων, επισημαίνονται τα εξής:
Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 60 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει, στα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και συντάξεις που καταβάλλονται αναδρομικά, καθώς και στις πρόσθετες αμοιβές που δεν συμπεριλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές διενεργείται παρακράτηση με συντελεστή 20% στο καταβαλλόμενο ποσό ανεξάρτητα από το έτος στο οποίο ανάγονται για να φορολογηθούν τα εισοδήματα αυτά. Ειδικότερα, όμως, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 4734/2020, ορίζεται ότι:
1. Ποσά, τα οποία αντιστοιχούν σε περικοπές και μειώσεις κύριων συντάξεων συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες επιβλήθηκαν κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 4051/2012, της υπ’ αρ. 476/28.2.2012 κοινής απόφασης των υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και της περ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.5 της παρ. ΙΑ’ του άρθρου 1 του ν. 4093/2012 και αφορούν το χρονικό διάστημα από 11/6/2015 και μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, καταβάλλονται άτοκα στους δικαιούχους.
2. Τα καταβαλλόμενα ποσά της παρ. 1 είναι ανεκχώρητα και ακατάσχετα στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη προς τη Φορολογική Διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους Δήμους, τις Περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα. Κατά την καταβολή των ποσών της παρ. 1 δεν διενεργείται παρακράτηση φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 60 του ν. 4172/2013, ούτε παρακράτηση ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 43Α του ν. 4172/2013.
Επιπλέον, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει, ως χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του. Κατ’ εξαίρεση για τις αγροτικές ενισχύσεις και επιδοτήσεις χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος της είσπραξής τους, εκτός από την περίπτωση που εισπράττονται αναδρομικά κατόπιν ένστασης ή δικαστικής απόφασης, όπου χρόνος κτήσης τους δύναται να θεωρείται και ο χρόνος στον οποίο ανάγονται.
Ανείσπρακτες αποδοχές
Ειδικά για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές που εισπράττονται το έτος 2014 και μετά και εφόσον αναγράφονται διακεκριμένα στην ετήσια βεβαίωση αποδοχών που χορηγείται στον δικαιούχο ή προκύπτει με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο το έτος στο οποίο ανάγονται, υπάγονται σε φόρο με βάση τις διατάξεις του έτους που ανάγονται.
Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 67 του ν. 4172/2013, όπως ισχύει, ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων υπολογίζεται με βάση την ετήσια φορολογική δήλωση του φορολογούμενου και το ποσό της φορολογικής οφειλής καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 32 του ΚΦΔ (ν. 4174/2013), κατόπιν έκπτωσης:
α) του φόρου που παρακρατήθηκε,
β) του φόρου που προκαταβλήθηκε,
γ) του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή.