Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Το πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος που θα προκαλέσει η καταγεγραμμένη πλέον μείωση των δηλωθέντων εισοδημάτων στις φετινές φορολογικές δηλώσεις «μετράει» το οικονομικό επιτελείο. Μετά τη διαπίστωση ότι ο φόρος που έχει βεβαιωθεί είναι μειωμένος κατά 600 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό (τα καθαρά έσοδα αφαιρουμένων των επιστροφών έχουν διαμορφωθεί φέτος στα 2,386 δισ. ευρώ από 2,952 δισ. ευρώ), έρχεται η ώρα για τον υπολογισμό των δευτερευουσών επιπτώσεων.
Η πανδημία έφερε μείωση δηλωθέντων εισοδημάτων, η οποία εκτός από τη μείωση του βεβαιωθέντος φόρου προκαλεί και αύξηση στον αριθμό των δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων. Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη η καταγραφή των οικονομικών επιπτώσεων από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς. Εκτιμάται ότι το συνολικό δημοσιονομικό κόστος από τη μείωση του φόρου εισοδήματος, τα επιδόματα και τις απαλλαγές από τον ΕΝΦΙΑ, θα κυμανθεί στο 1,2 δισ. ευρώ.
Στην ΑΑΔΕ πέφτει το βάρος να υπολογίσει το κόστος από την παροχή των εκπτώσεων στον ΕΝΦΙΑ. Οι εκπτώσεις αυτές είναι «συνδεδεμένες» με τα δηλωθέντα εισοδήματα της προηγούμενης χρονιάς. Πέρυσι δαπανήθηκαν 85 εκατ. ευρώ για να χρηματοδοτηθούν αυτές οι εκπτώσεις, που φτάνουν ακόμη και στο 50% ή και στο 100% του βεβαιωθέντος ποσού.
Μέσα στο Σαββατοκύριακο θα προκύψει ο φετινός λογαριασμός, αλλά και ο αριθμός των δικαιούχων που πέρυσι έφτασε στο 1,284 εκατ. άτομα.
Σε εξέλιξη βρίσκονται οι υπολογισμοί και από τον ΟΠΕΚΑ, ο οποίος καλείται να επαναπροσδιορίσει τον αριθμό των δικαιούχων του επιδόματος τέκνων αλλά και του επιδόματος στέγασης.Ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα έχει κλείσει η πλατφόρμα του Α21, ώστε η επόμενη δόση του επιδόματος τέκνων στο τέλος του μήνα να υπολογιστεί με βάση τα εισοδήματα του 2020 και όχι του 2019 όπως συνέβαινε μέχρι τώρα. Αντίστοιχες διεργασίες γίνονται και για το επίδομα στέγασης. Όσον αφορά την ΗΔΙΚΑ, θα κληθεί να μετρήσει εκ νέου τον αριθμό των δικαιούχων του κοινωνικού τιμολογίου ηλεκτρικού ρεύματος. Λόγω της μείωσης των εισοδημάτων αλλά και του ενδιαφέροντος που προκαλούν οι συνεχείς ανατιμήσεις στις τιμές χονδρικής, οι ηλεκτρονικές αιτήσεις αναμένεται ότι θα αυξηθούν κατακόρυφα. Τα εισοδήματα, όμως, είναι αυτά που θα κρίνουν ποιος θα είναι ο τελικός αριθμός των δικαιούχων.
Προβληματισμός για το κόστος
Το οικονομικό επιτελείο έχει προβλέψει και αυτή τη δημοσιονομική πτυχή. Στον φετινό προϋπολογισμό έχει εγγραφεί πρόβλεψη για αύξηση της δαπάνης κοινωνικών παροχών κατά 600 εκατ. ευρώ. Με βάση, όμως, τα στοιχεία που θα συλλεγούν τις επόμενες εβδομάδες θα φανεί αν αυτό το ποσό θα αποδειχθεί επαρκές ή όχι. Το θέμα, πάντως, δεν προκαλεί ανησυχία. Πρώτον, διότι ούτως ή άλλως η φετινή χρονιά έχει προεξοφληθεί ότι θα έχει μεγάλο πρωτογενές έλλειμμα. Και δεύτερον, διότι προς το τέλος της χρονιάς είναι πιθανό να έχει ήδη καταγραφεί ακόμη πιο ταχεία ανάπτυξη της οικονομίας με αποτέλεσμα την αυτόματη δημιουργία πρόσθετου δημοσιονομικού χώρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος της φετινής μείωσης των δηλωθέντων εισοδημάτων μέσα στο 2020 προήλθε από τις αναστολές των συμβάσεων εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα.
Οι εργαζόμενοι αυτοί, βέβαια, εισέπραξαν την αποζημίωση ειδικού σκοπού των 534 ευρώ ανά μήνα για όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βρίσκονταν σε αναστολή. Η αποζημίωση ειδικού σκοπού δεν προσμετρήθηκε στο φορολογητέο εισόδημα, καθώς το συγκεκριμένο ποσό δεν φορολογείται. Από την άλλη, βέβαια, συνυπολογίζεται στο εισόδημα βάσει του οποίου θα κριθεί αν πληροί κάποιος το κριτήριο για να εισπράξει ένα κοινωνικό επίδομα ή όχι.
Για την αύξηση των δικαιούχων των επιδομάτων, αρκεί πάντως και μια μικρή μεταβολή στο δηλωθέν εισόδημα. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα με το επίδομα τέκνων. Μια τετραμελής οικογένεια με δύο ανήλικα τέκνα εμφάνισε το 2019 οικογενειακό εισόδημα 25.000 ευρώ. Έλαβε, λοιπόν, μέσα στο 2020 επίδομα τέκνων συνολικού ύψους 56 ευρώ ανά μήνα ή 672 ευρώ σε ετήσια βάση. Το εισόδημα του 2020, λόγω των αναστολών, περιορίστηκε στα 18.000 ευρώ. Αυτό επιφέρει αύξηση του φετινού μηνιαίου επιδόματος στα 84 ευρώ ανά μήνα ή στα 1.008 ευρώ συνολικά. Μια δεύτερη οικογένεια με τρία παιδιά και οικογενειακό εισόδημα 35.000 ευρώ δεν έλαβε καθόλου επίδομα τέκνων το 2020. Με την πτώση του εισοδήματος μέσα στο 2020 στα 30.000 ευρώ, γεννάται η υποχρέωση καταβολής επιδόματος ύψους 112 ευρώ ανά μήνα ή 1.344 ευρώ συνολικά.
Κάτι ανάλογο ισχύει φέτος και με το επίδομα στέγασης. Μια τετραμελή οικογένεια με οικογενειακό εισόδημα 20.000 ευρώ το 2020 δεν πήρε καμία ενίσχυση για το ενοίκιο της κύριας κατοικίας, παρά το γεγονός ότι πληρούσε και το κριτήριο του ύψους των καταθέσεων και της συνολικής αξίας των ακινήτων. Η μείωση του οικογενειακού εισοδήματος κατά 20% θα διασφαλίσει στο συγκεκριμένο νοικοκυριό μηνιαίο επίδομα 185 ευρώ ή ετήσια ενίσχυση της τάξεως των 2.220 ευρώ.
Πρόσκαιρη εκτιμάται η φετινή αύξηση
Αν και η πιθανή αύξηση στον αριθμό των δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων με βάση τα δηλωθέντα εισοδήματα του 2020 οδηγεί σε πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος για φέτος, εντούτοις εκτιμάται πως θα είναι πρόσκαιρη. Κι αυτό διότι η βελτίωση των εισοδημάτων μέσα στο 2021 (ήδη για τους περισσότερους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα είναι σαφώς λιγότεροι φέτος οι μήνες των αναστολών, ενώ το φορολογητέο εισόδημα αυξάνεται και από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών) θα προκαλέσει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Επίσης, απώλεια επιδομάτων μέσα στην επόμενη χρονιά μπορεί να προκαλέσει και η αύξηση των αντικειμενικών αξιών.
Τόσο το επίδομα στέγασης όσο και το επίδομα θέρμανσης έχουν -μεταξύ άλλων- και περιουσιακά κριτήρια. Με δεδομένη τη μεσοσταθμική αύξηση των αντικειμενικών αξιών κατά 15% από την 1η Ιανουαρίου 2022, αναμένεται να προκληθεί απώλεια επιδομάτων από την επόμενη χρονιά, εκτός βεβαίως και αν αναπροσαρμοστούν τα περιουσιακά κριτήρια.