Η ενεργειακή κρίση της Ευρώπης «χτυπάει» τη βιομηχανία λιπασμάτων, δημιουργώντας φόβους ότι θα περιοριστούν οι προμήθειες τροφίμων και θα αυξηθούν περαιτέρω οι τιμές.
Μετά την κατασκευάστρια εταιρεία και διανομέα γεωργικών λιπασμάτων CF Industries Holdings, η οποία ανακοίνωσε την Τετάρτη ότι λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους σταματά τη λειτουργία της στα εργοστάσια παραγωγής στις περιοχές Μπίλιγχαμ και Ιντς του Ηνωμένου Βασιλείου, ακολούθησε η νορβηγική Yara International.
Η Yara International δήλωσε την Παρασκευή ότι οι τιμές-ρεκόρ του φυσικού αερίου πλήττουν την παραγωγή της και την επόμενη εβδομάδα θα περιορίσει περίπου το 40% της ευρωπαϊκής παραγωγής αμμωνίας.
Η Yara εμπορεύεται περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής αμμωνίας, η οποία χρησιμοποιείται στα λιπάσματα. Εξαρτάται επίσης από βιομηχανίες όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, η κλωστοϋφαντουργία, η υγειονομική περίθαλψη και τα καλλυντικά. Η εταιρεία, η οποία δήλωσε ότι θα περιορίσει την παραγωγή σε πολλά εργοστάσια, παράγει αμμωνία στην Ευρώπη σε εργοστάσια στην Ολλανδία, τη Γερμανία, τη Νορβηγία, την Ιταλία, τη Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βέλγιο.
Η παγκόσμια έλλειψη φυσικού αερίου έχει τριπλασιάσει τις ευρωπαϊκές τιμές φέτος, αυξάνοντας τους φόβους για μακροχρόνιες επιπτώσεις στον πληθωρισμό και πλήττοντας την ευρύτερη βιομηχανία που εντείνει τις προσπάθειες μετά την πανδημία. Ορισμένοι από τους βιομηχανικούς κολοσσούς της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της BASF, προειδοποιούν για τον αντίκτυπο της αύξησης των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος.
Απειλή για τα τρόφιμα
Οι τιμές των λιπασμάτων σημείωσαν άνοδο τον περασμένο χρόνο. Το υψηλότερο κόστος της βασικής γεωργικής εισροής απειλεί να επιδεινώσει περαιτέρω τον πληθωρισμό των τροφίμων παγκοσμίως .
Ο δείκτης των Ηνωμένων Εθνών για τις παγκόσμιες τιμές των τροφίμων κινείται ήδη κοντά σε υψηλό δεκαετίας. Το κόστος αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια καθώς οι ακραίες καιρικές συνθήκες έβλαψαν τις προοπτικές για τις καλλιέργειες, η πανδημία επηρέασε τις αλυσίδες εφοδιασμού και το κόστος μεταφοράς αυξήθηκε.
Όλα αυτά αυξάνουν τον κίνδυνο πληθωρισμού για τις κεντρικές τράπεζες και τους καταναλωτές, ιδιαίτερα εκείνους από τις φτωχότερες χώρες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από Bloomberg