Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Αναθεωρείται το ποσοστό αύξησης των επενδύσεων κατά το τρέχον έτος, καθώς το +7% που είχε εγγραφεί ως πρόβλεψη στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής θεωρείται πλέον πολύ «λίγο» μετά τη διψήφια αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου που κατέγραψε η Ελληνική Στατιστική Αρχή για το πρώτο εξάμηνο. Το οικονομικό επιτελείο, στο πλαίσιο επικαιροποίησης όλων των οικονομικών προβλέψεων που έχουν αποτυπωθεί στο μεσοπρόθεσμο, αναμένεται να επικαιροποιήσει και όλους τους στόχους για την πορεία των επενδύσεων στην πενταετία μέχρι και το 2025.
Με την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, τα ιδιωτικά κεφάλαια που θα κινητοποιήσει το «Ελλάδα 2.0», τα έργα που προγραμματίζεται να πραγματοποιηθούν με τους πόρους του ΕΣΠΑ, αλλά και την ώθηση που θα δώσει στις επενδύσεις η οικοδομική δραστηριότητα, η Ελλάδα θα επιδιώξει να κλείσει ταχύτερα απ’ ό,τι προγραμματιζόταν το λεγόμενο «επενδυτικό κενό».
Τη στιγμή που στην Ελλάδα οι επενδύσεις έφτασαν να αντιστοιχούν μόλις στο 10% του ΑΕΠ, στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο μέσο ποσοστό διαμορφώνεται πάνω από το 20% επί σειρά ετών.
Στόχος είναι μέχρι και το 2025 η αναλογία να ξεπεράσει το 17%-18%, κάτι που θα επιτευχθεί αν οι επενδύσεις αυξάνονται σε ετήσια βάση με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό (έως και πενταπλάσιο) συγκριτικά με την αύξηση του ΑΕΠ.
Σημαντικά ευρήματα
Τα αναλυτικά στοιχεία σύνθεσης του ΑΕΠ στο β’ τρίμηνο οδηγούν σε δύο σημαντικά ευρήματα:
1 Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου στο α’ εξάμηνο της φετινής χρονιάς «τρέχει» με ρυθμό αύξησης της τάξεως του 15% (με βάση τις τρέχουσες τιμές) σε σχέση με το αντίστοιχο α’ εξάμηνο του 2020. Γι’ αυτό και εκτιμάται ότι η πρόβλεψη για ρυθμό αύξησης της τάξεως του 7% για το σύνολο της φετινής χρονιάς θα πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα πάνω. Άλλωστε, για το β’ εξάμηνο εκτιμάται ότι οι επενδύσεις μπορούν να κινηθούν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το β’ εξάμηνο του 2020. Έχει ήδη εκταμιευτεί η προκαταβολή των 4 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και έχουν ήδη δρομολογηθεί μεγάλα έργα.
2 Η αναλογία του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου ως προς το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο α’ εξάμηνο περίπου στο 12% (11,89%) και αυτό είναι το μεγαλύτερο ποσοστό από το 2012 και μετά. Πριν από την έναρξη της μεγάλης ύφεσης και της μνημονιακής περιόδου, η αναλογία επενδύσεων προς ΑΕΠ στην Ελλάδα κινούνταν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο δηλαδή περίπου στο 24%-25%. Από το 2009 και μετά ξεκίνησε η κατρακύλα και φτάσαμε τελικώς στο α’ εξάμηνο του 2017 να σημειώνεται το χειρότερο ποσοστό: μόλις 9,87% σε επίπεδο εξαμήνου. Αρκεί να σημειωθεί ότι στο α’ εξάμηνο του 2007 και του 2008 ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου έφτανε στα 29-30 δισ. ευρώ σε εξαμηνιαία βάση, για να καταρρεύσουν το 2017 στα 8,6 δισ. ευρώ και στο α’ εξάμηνο του 2021 να διαμορφωθούν και πάλι στα 10,5 δισ. ευρώ περίπου.
Το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής προβλέπει ότι, πέραν της αύξησης κατά 7% του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου μέσα στο 2021, θα υπάρξει μια κατακόρυφη αύξηση 30,3% το 2022, 12,3% το 2023 και 10,8% το 2024, για να καταγραφούν (όταν όμως πλέον θα έχει αυξηθεί αισθητά η «βάση» επί της οποίας θα υπολογίζεται η μεταβολή) μονοψήφια ποσοστά από το 2025 και μετά (σ.σ.: της τάξεως του 7,4% για τη συγκεκριμένη χρονιά).
Αναθεώρηση προβλέψεων
Η πρόβλεψη για αύξηση των επενδύσεων εντός του τρέχοντος έτους κατά 7% και η ενίσχυση της αναλογίας των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ κατά 0,4 μον. και 1,4 ποσοστιαία μονάδα έναντι του 2020 και του 2019 αντιστοίχως ήταν οι βασικές προβλέψεις μέχρι τώρα. Μάλιστα, αναμενόταν η ώθηση των επενδύσεων να κατανεμηθεί με αναλογία 3 προς 2 μεταξύ επενδύσεων σε κατασκευές (κυρίως εκτός κατοικιών) και επενδύσεων σε εξοπλισμό.
Ως εκ τούτου, οι απώλειες επενδύσεων σε εξοπλισμό το προηγούμενο έτος, που ευθύνονταν για την εικόνα στασιμότητας των συνολικών επενδύσεων, αναμενόταν να ανακτηθούν σχεδόν εξ ολοκλήρου το τρέχον έτος (+7% σε ετήσια βάση, έναντι -7% το 2020), ενώ ο ετήσιος ρυθμός επενδύσεων σε κατασκευές αναμενόταν να επιταχυνθεί περαιτέρω (+14% σε ετήσια βάση έναντι +10,7% το 2020).
Όλα αυτά τα νούμερα τώρα οδεύουν προς αναθεώρηση και όχι μόνο το +7% σε επίπεδο αύξησης του απόλυτου ποσού των επενδύσεων.
Στο α’ εξάμηνο, η αναλογία των επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ φαίνεται να έχει διαμορφωθεί στο 11,89% και να είναι αυξημένη κατά μία μονάδα σε σχέση με το 2020 (και όχι κατά 0,4 της μονάδας όπως προϋπολογιζόταν αρχικά) και κατά 1,9 μονάδα περίπου σε σχέση με το 2019.
Αυτό εκτιμάται ότι μπορεί να οδηγήσει σε αναθεώρηση ακόμη και της… ταχύτητας κλεισίματος του επενδυτικού κενού που χωρίζει τη χώρα μας από την Ευρωζώνη. Για ολόκληρο το 2021 είχε εκτιμηθεί ότι η αναλογία επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ θα έφτανε στο 11,5%, κάτι που φαίνεται ότι θα ξεπεραστεί.
Αυτό θα αλλάξει όλη την καμπύλη και πλέον μπορεί να αναθεωρηθεί ο στόχος για αναλογία επενδύσεων προς το ΑΕΠ άνω του 16%-17% έως το τέλος του 2025.
Επίτευξη αυτού του στόχου σημαίνει ότι μέχρι τότε θα έχει «κλείσει» πάνω από το 50% του επενδυτικού κενού που χωρίζει την Ελλάδα από την Ευρωζώνη. Είναι η «ποιοτική αλλαγή» στην ανάπτυξη στην οποία αναμένεται να αναφερθεί και ο πρωθυπουργός στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Η ποιοτική στροφή προβλέπει την παραγωγή περισσότερου ΑΕΠ από επενδύσεις και εξαγωγές, καθώς αυτό εκτιμάται ότι δημιουργεί περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας συγκριτικά με το ΑΕΠ που προέρχεται από την αύξηση της κατανάλωσης.
Ανοδικά και τα αποθέματα
Η κατακόρυφη αύξηση των αποθεμάτων ήταν ένα από τα αξιοσημείωτα και του β’ τριμήνου και του α’ εξαμήνου συνολικά. Η επίδοση που καταγράφηκε στο α’ εξάμηνο της φετινής χρονιάς (4,6 δισ. ευρώ) δεν έχει καταγραφεί σε κανένα εξάμηνο από το 1995 μέχρι σήμερα. Τα αποθέματα προσμετρώνται στον ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου, κατά συνέπεια και στο ΑΕΠ. Το πιθανότερο είναι ότι η απότομη αύξηση συνδέεται με τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν στην αγορά και την απόφαση (αναγκαστική ή μη) των επιχειρήσεων να «στοκάρουν» πρώτη ύλη ή έτοιμο προϊόν, περιμένοντας καλύτερες ημέρες. Η μεταβολή των αποθεμάτων επηρεάζει το ΑΕΠ είτε θετικά είτε και αρνητικά, καθώς έχουν καταγραφεί και περίοδοι μείωσης των αποθεμάτων.