Με αφορμή την πρόσφατη συζήτηση και δημοσιεύματα που θέτουν υπό αμφισβήτηση τις διαδικασίες έκδοσης και διάθεσης των κρατικών ομολόγων καθώς και τη διαφάνεια στην λειτουργία της αγοράς η Επιτροπή Εποπτείας Βασικών Διαπραγματευτών των ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ) προέβη στην παρακάτω ανακοίνωση :
«Το Ελληνικό Δημόσιο εκδίδει ομολογιακά δάνεια μέσω κοινοπρακτικών εκδόσεων και δημοπρασιών τα οποία διαπραγματεύονται στην ΗΔΑΤ (Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων). Η πλατφόρμα αυτή εγκαθιδρύθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος τον Μάιο του 1998 και σε αυτήν συμμετέχουν 22 εκ των μεγαλύτερων επενδυτικών και εμπορικών τραπεζών στην παγκόσμια και εγχώρια αγορά ως Βασικοί Διαπραγματευτές (ΒΔ). Η αγορά των ΟΕΔ (Ομόλογα Ελληνικού Δημοσίου) είναι μία από τις πλέον διαφανείς και εμπορεύσιμες αγορές ομολόγων, όχι μόνο σε πανευρωπαϊκό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών που διενεργούνται μέσα από την ΗΔΑΤ ανέρχεται στα € 2.5-3.0 δις., ύψος που την καθιστά πρώτη από πλευράς ρευστότητας στην Ευρωζώνη.
Η Επιτροπή Εποπτείας των Βασικών Διαπραγματευτών, για να θωρακίσει την αποτελεσματικότητα, την διαφάνεια και την εμπορευσιμότητα της αγοράς έχει θεσπίσει κανόνες λειτουργίας για όλους τους ΒΔ. Επιπλέον, η ΗΔΑΤ παρέχει πληροφόρηση τόσο για την τιμή και το ποσό της κάθε διενεργούμενης πράξης σε πραγματικό χρόνο, αλλά και σε ημερήσια βάση γνωστοποιεί την τιμή αποτίμησης αλλά και την μέγιστη και ελάχιστη τιμή που διαπραγματεύτηκε εντός της συνεδρίασης ο κάθε τίτλος ξεχωριστά, καθώς επίσης και την μέση σταθμισμένη τιμή της ημέρας.
Μέσω των παραπάνω μηχανισμών διαφάνειας, ο θεσμικός ή ιδιώτης επενδυτής μπορεί να ενημερωθεί για την κίνηση της αγοράς, αλλά και καθημερινά να είναι σε θέση να κάνει αποτίμηση του χαρτοφυλακίου του.
Οι τίτλοι του Ελληνικού δημοσίου διατίθενται σε ένα ευρύ επενδυτικό κοινό στην Ελλάδα και ιδίως στο εξωτερικό, μεταξύ των οποίων τράπεζες, αμοιβαία κεφάλαια, ασφαλιστικά ταμεία, εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και άλλους θεσμικούς επενδυτές. Διεθνώς, όπως και στην Ελλάδα οι Βασικοί Διαπραγματευτές και κατεπέκταση και ο εκδότης δεν υποχρεούνται και δεν μπορούν να γνωρίζουν τις πιθανές μεταπωλήσεις των ομολόγων από τους θεσμικούς επενδυτές. Είναι ευνόητο πως η πληθώρα αυτή των συμμετεχόντων δημιουργεί πολλαπλά οφέλη για το Ελληνικό Δημόσιο, μερικά εκ των οποίων είναι:
• σημαντική μείωση του κόστους εξυπηρέτησης δανεισμού του Δημοσίου
• συμβολή στην μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων
• πλήρης και απρόσκοπτη κάλυψη του συνόλου των δανειακών αναγκών του Δημοσίου.
Το Ε.Δ. δανείζεται επιπροσθέτως και υπό μορφή ιδιωτικών τοποθετήσεων, πάντα μέσω των βασικών διαπραγματευτών, σε διάφορες μορφές σταθερού ή κυμαινομένου επιτοκίου. Τα εν λόγω ομόλογα δεν διαπραγματεύονται πάντα σε κάποια ηλεκτρονική πλατφόρμα λόγω μικρής ρευστότητας που προσφέρουν.
Μία μορφή ιδιωτικής τοποθέτησης είναι και τα «δομημένα ομόλογα». Τα εν λόγω ομόλογα έχουν εκδοθεί και από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπως πχ Ιταλία, Αυστρία, Γερμανία κλπ. και έχουν μια συγκεκριμένη λειτουργία και δομή. Είναι σχεδιασμένα να εξυπηρετούν συγκεκριμένες επενδυτικές ανάγκες και εκτιμήσεις της αγοράς και αποβλέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στην ενίσχυση της απόδοσης των επενδυτικών χαρτοφυλακίων. Η δομημένη μορφή αυτών των ομολόγων απαιτεί την εκ των προτέρων πλήρη αξιολόγηση της δομής τους ώστε αυτή να ταυτίζεται με τις προβλέψεις του κάθε επενδυτή. Εκτιμάται ότι οι εκδόσεις Ευρωπαϊκών Κυβερνητικών δομημένων ομολόγων ανήλθαν σε ποσό πλέον των € 20 δις το 2006.
Όπως στις επενδύσεις σε συμβατικά, έτσι και οι επενδύσεις σε δομημένα ομόλογα πρέπει να αξιολογούνται σε βάθος χρόνου και κατά προτίμηση στη λήξη τους, καθώς κατά τη διάρκεια της ζωής τους παρατηρούνται διακυμάνσεις στην τιμή, λόγω των διακυμάνσεων στα επιτόκια και στην ζήτηση, όπως και για κάθε άλλο επενδυτικό προϊόν.
Οι ΒΔ των Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου είναι στη διάθεση των θεσμικών επενδυτών για παροχή επενδυτικών συμβουλών αλλά και την εκτέλεση των επενδυτικών εντολών σε καθεστώς πλήρους διαφάνειας».