Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Η εποχή του φθηνού φυσικού αερίου έχει τελειώσει, δίνοντας τη θέση της σε πολύ πιο ακριβή ενέργεια η οποία απειλεί με εκτροχιασμό την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, σε μία στιγμή που οι καταναλωτικές και επιχειρηματικές δαπάνες αποτελούν το «κλειδί» για τη συνέχιση της ανάπτυξης. Η κατάσταση θα επιδεινωθεί σημαντικά τον χειμώνα, καθώς τα αποθέματα πλέον είναι υπερβολικά χαμηλά και η νέα τροφοδοσία πολύ περιορισμένη.
Το φυσικό αέριο, το οποίο χρησιμοποιείται τόσο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας όσο και για τη θέρμανση νοικοκυριών, ήταν εν αφθονία στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας και πολύ φθηνό, χάρη στην τεράστια αύξηση της προσφοράς από ΗΠΑ έως Αυστραλία. To κάδρο όμως έχει αλλάξει άρδην τους τελευταίους μήνες, καθώς η ζήτηση έχει ξεπεράσει δραστικά την προσφορά. Με τον πλανήτη να μην έχει πολλές άλλες επιλογές, θα παραμείνει εξαρτημένος από το φυσικό αέριο ως βασική εναλλακτική λύση στην αντικατάσταση του άνθρακα προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του για την πράσινη αλλαγή. Οι παραγωγοί, ωστόσο, από την πλευρά τους μειώνουν τις επενδύσεις τους σε νέα προσφορά για να ανταποκριθούν στις εκκλήσεις επενδυτών και κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σε μία εξέλιξη που από μόνη της καταδεικνύει ότι το συγκεκριμένο καύσιμο θα «πάρει φωτιά» τους επόμενους μήνες και θα βαρύνει τις τσέπες των καταναλωτών.
Εκρηκτική αύξηση τιμών
Να σημειωθεί ότι η τιμή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχει αυξηθεί περισσότερο από 1.000% από το ιστορικό χαμηλό του Μαΐου του 2020 λόγω της πανδημίας, ενώ στην Ασία η τιμή του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) έχει εξαπλασιαστεί στη διάρκεια του τελευταίου έτους, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg.
Η ολλανδική τιμή φυσικού αερίου, που αποτελεί σημείο αναφοράς στη Βορειοδυτική Ευρώπη, έχει αυξηθεί 80% τους τελευταίους τρεις μήνες, αγγίζοντας ιστορικό υψηλό, σύμφωνα με το Reuters. Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου η «επανάσταση» των σχιστολιθικών κοιτασμάτων αύξησε τα μέγιστα την παραγωγή του φυσικού αερίου, η τιμή έχει επιδοθεί σε ράλι, αγγίζοντας φέτος το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας.
Έως το 2024 η ζήτηση προβλέπεται να αυξηθεί 7% από τα προ του Covid-19 επίπεδα, σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ), ενώ την ίδια στιγμή η «όρεξη» για LNG αναμένεται να ενισχυθεί κατά 3,4% ετησίως έως το 2035, ξεπερνώντας την αντίστοιχη ζήτηση για άλλα ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με τη McKinsey & Co.
Τη στιγμή, δε, που τα αποθέματα φυσικού αερίου στην Ευρώπη κυμαίνονται στο 50% έως 60% συγκριτικά με το 80% πέρυσι το καλοκαίρι, που σημαίνει ότι η Ευρώπη μπαίνει στον χειμώνα με χαμηλά αποθέματα, όπως αναφέρουν αναλυτές της ING.
Μεγάλη εξάρτηση
H αύξηση των τιμών σημαίνει ότι θα είναι ιδιαίτερα κοστοβόρος η χρήση του φυσικού αερίου για τη λειτουργία των εργοστασίων ή των μονάδων πετροχημικών, επηρεάζοντας την οικονομική δραστηριότητα σε ολόκληρο τον πλανήτη και πυροδοτώντας πληθωριστικές πιέσεις.
Για τους καταναλωτές σημαίνει υψηλότερα τιμολόγια για τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας. Η εξέλιξη γίνεται ακόμη χειρότερη για τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη, όπως Πακιστάν και Μπαγκλαντές, που έχουν βασίσει τις ενεργειακές πολιτικές τους στο γεγονός ότι η τιμή φυσικού αερίου θα παραμείνει χαμηλή για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
Επιπλέον, οι κυβερνήσεις στη Ν. και ΝΑ Ασία σχεδιάζουν να δημιουργήσουν δεκάδες νέες μονάδες με καύσιμη ύλη το φυσικό αέριο προκειμένου να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες για ηλεκτρική ενέργεια και γι’ αυτό η Κίνα θα είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά εξαρτημένη από το φυσικό αέριο, καθώς προσπαθεί να περιορίσει την κατανάλωση σε άνθρακα.
Αυτό σημαίνει ότι χωρίς νέες επενδύσεις, η κατανάλωση LNG στην Ασία θα ξεπεράσει την προσφορά κατά 160 εκατ. τόνους το 2035, σύμφωνα με τη WoodMac.