Ανταποκρινόμενες στις συστάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος οι τράπεζες προχώρησαν σε βελτίωση των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων και σε διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων, με αποτέλεσμα να μειωθεί το μέσο ποσοστό των καθυστερήσεων δανείων, ως ποσοστό του συνόλου των πιστοδοτήσεων, από 6,3% στο τέλος του 2005 στο 5,4% στο τέλος του 2006. Σε τράπεζες με μερίδιο ενεργητικού ίσο με το 36% περίπου του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών, οι καθυστερήσεις έχουν περιοριστεί σε ποσοστό κάτω του 3,5%.
Προκειμένου να επιτευχθεί περαιτέρω μείωση του επιπέδου των καθυστερήσεων, ενόψει μάλιστα της εφαρμογής του νέου εποπτικού πλαισίου της Βασιλείας ΙΙ (και ειδικότερα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Πυλώνα 2), ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος απέστειλε προς τις Διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων έγγραφο, στο οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Η Τράπεζα της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη την συνεχιζόμενη ταχεία πιστωτική επέκταση, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου των τραπεζών και στην αύξηση του ποσοστού κάλυψης των καθυστερήσεων με προβλέψεις, ώστε να αποφεύγονται σημαντικές διακυμάνσεις του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, όπως άλλωστε προβλέπεται στο νέο εποπτικό πλαίσιο της Βασιλείας II .
Η Τράπεζα της Ελλάδος:
- Θεωρεί ότι το επίπεδο των καθυστερήσεων στο σύνολο των πιστοδοτήσεων θα πρέπει να περιοριστεί σταδιακά στο 3,5% . Η σχέση των καθαρών καθυστερήσεων (δηλαδή καθυστερήσεων άνω των 90 ημερών μείον προβλέψεις) προς τα εποπτικά ίδια κεφάλαια δεν πρέπει να υπερβαίνει το 10%.
- Αναμένει ότι το Δ.Σ. κάθε πιστωτικού ιδρύματος, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της στρατηγικής του ως προς την πιστωτική επέκταση, θα προσδιορίζει και το αποδεκτό επίπεδο καθυστερήσεων σύμφωνα με τα παραπάνω και θα υιοθετεί συνεπή με τους πιο πάνω στόχους πιστοδοτική πολιτική, προσαρμόζοντας ανάλογα τους σχετικούς παράγοντες, όπως π.χ. τα ποσοστά εγκρίσεων, τιμολόγηση πιστωτικού κινδύνου, διαδικασία ανάκτησης, προβλέψεις και διαγραφές.
- Θα αναπροσαρμόζει τον Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας κάθε τράπεζας, σύμφωνα με τον Ν. 2937/2001, όπως εκάστοτε ισχύει, συνεκτιμώντας τα μέτρα που λαμβάνονται για την μείωση του πιστωτικού κινδύνου.
Υπενθυμίζεται τέλος, ότι η προβλεπόμενη στην Οδηγία 2006/48 (όπως θα ενσωματωθεί στο σχετικό νόμο και τις Πράξεις Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος) Εποπτική Αξιολόγηση διαχείρισης κινδύνων, για τον προσδιορισμό του αποδεκτού επιπέδου του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, δεν περιορίζεται στον πιστωτικό κίνδυνο αλλά καλύπτει το σύνολο των αναλαμβανομένων κινδύνων.