Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Χωρίς προβλήματα, όπως ακριβώς αναμενόταν, πέρασαν τα stress tests οι ελληνικές τράπεζες, μολονότι πολλά στοιχεία που αφορούσαν ενέργειές τους μέχρι και το α’ εξάμηνο του 2021 δεν ελήφθησαν υπόψη, αφού τα tests πραγματοποιήθηκαν με βάση την εικόνα του 2020.
Μέσα σε αυτό το διάστημα οι τράπεζες πραγματοποίησαν αυξήσεις κεφαλαίου και απομείωσαν τα κόκκινα δάνειά τους. Ο δείκτης των NPEs, όσο πραγματοποιείτο το test της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, ήταν για τις ελληνικές τράπεζες στο 50%.
Στα stress tests του 2021 η κρίσιμη παράμετρος ήταν η απομείωση κεφαλαίου (depletion) στο δυσμενές σενάριο. Η παράμετρος αυτή αποτυπώνει πόσο θα επηρεαστούν τα κεφάλαια μιας τράπεζας στις ακραίες οικονομικές συνθήκες που προβλέπει αυτό το σενάριο (που για την Ελλάδα είναι πτώση ΑΕΠ κατά 3,6% σωρευτικά έως το 2023, σωρευτική πτώση τιμών οικιστικών ακινήτων 9,9% κ.ά.).
Η άσκηση στο σύνολό της κατέγραψε ότι το τραπεζικό σύστημα της Ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικό στις δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.
Ο δείκτης κεφαλαίου Common Equity Tier 1 (CET1) των 89 τραπεζών στο τεστ αντοχής θα μειωνόταν κατά μέσο όρο 5,2 εκατοστιαίες μονάδες, σε 9,9% από 15,1%, εάν τα πιστωτικά ιδρύματα είχαν «στρεσαριστεί» σε μια περίοδο τριών ετών, περίοδος η οποία χαρακτηρίζεται από προκλητικές μακροοικονομικές συνθήκες.
Ο λόγος CET1 είναι ένα βασικό μέτρο της οικονομικής ευρωστίας μιας τράπεζας.
Οι τράπεζες ήταν σε καλύτερη κατάσταση στην αρχή της άσκησης απ’ ό,τι πριν από τρία χρόνια, αλλά η εξάντληση κεφαλαίων σε επίπεδο συστήματος ήταν υψηλότερη. Αυτό συνέβη επειδή το σενάριο ήταν πιο σοβαρό από το σενάριο που χρησιμοποιήθηκε στο stress test του 2018.
Η μέση συνολική εξάντληση κεφαλαίου κατά 5,2 ποσοστιαίες μονάδες μπορεί να αναλυθεί ως εξής:
* Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο πρώτος βασικός μοχλός της μείωσης του κεφαλαίου ήταν ο πιστωτικός κίνδυνος, επειδή το οικονομικό σοκ στο δυσμενές σενάριο οδήγησε σε απώλειες δανείων. Παρά τη συνολική ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος, έχουν προκύψει νέες προκλήσεις από την πανδημία του κορονοϊού (Covid-19) και οι τράπεζες πρέπει να διασφαλίσουν ότι μετρούν και διαχειρίζονται σωστά τον πιστωτικό κίνδυνο.
* Δεδομένης της σημασίας της παρακολούθησης της εξέλιξης του πιστωτικού κινδύνου για δάνεια που είχαν υποβληθεί σε δημόσια μέτρα στήριξης, αξίζει να επισημανθεί η υψηλότερη αύξηση του δείκτη του σταδίου 3 στον ορίζοντα ακραίων καταστάσεων για τα δάνεια υπό μορατόριουμ (από 3,1% σε 13,4%).
Οι επιδόσεις της Eurobank
Υπό το βασικό σενάριο, η κεφαλαιακή επάρκεια του oμίλου Eurobank αυξάνεται 290 μ.β. κατά τη διάρκεια των τριών ετών, καταλήγοντας σε συνολικό Fully Loaded δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CAD) 17,5% και σε Fully Loaded δείκτη Core Tier 1 (CET 1) 14,9% στο τέλος του 2023 (με βάση την πλήρη εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ).
Υπό το δυσμενές σενάριο, ο δείκτης Fully Loaded CET 1 μειώνεται κατά 433 μ.β. στο τέλος του 2023 και κατά 517 μ.β. στο έτος με την υψηλότερη επίπτωση (2021). Κατά συνέπεια, ο δείκτης Fully Loaded CET 1 διαμορφώνεται σε 7,6% στο τέλος του 2023 και σε 6,8% στο έτος με την υψηλότερη επίπτωση (2021). Ο μεταβατικός δείκτης CET 1 στο τέλος του 2023 διαμορφώνεται στο 8%.
Η Eurobank είχε τη χαμηλότερη απομείωση κεφαλαίου (433 μ.β. στο τέλος του 2023 και 517 μ.β. στο χειρότερο σημείο) από όλες τις ελληνικές τράπεζες, καθώς έχει ολοκληρώσει από τις 31/12/2020 το μέγιστο μέρος του εμπροσθοβαρούς σχεδίου εξυγίανσης του ισολογισμού και απαλλαγής του από τα κόκκινα δάνεια. Έτσι ήταν η μοναδική ελληνική τράπεζα που με βάση την παράμετρο της απομείωσης κεφαλαίων κατατάχθηκε στη δεύτερη κατηγορία, αμέσως μετά τις ισχυρότερες τράπεζες της Ευρώπης.
Τα αποτελέσματα της Alpha Bank
Σημείο έναρξης της άσκησης για την Alpha Bank ήταν η 31η Δεκεμβρίου 2020, κατά την οποία ο μεταβατικός δείκτης κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της τράπεζας (CET1 transitional ratio) ήταν 17,1%, ο δείκτης κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων ήταν 14,6%, ο μεταβατικός δείκτης μόχλευσης ήταν 12,5% και ο δείκτης μόχλευσης με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων ήταν 10,7%.
Υπό το βασικό σενάριο, η δημιουργία κεφαλαίου στην περίοδο της τριετίας (2020-2023) ήταν 2,8% έπειτα από τη σταδιακή ενσωμάτωση 2,4% του διεθνούς προτύπου χρηματοοικονομικής πληροφόρησης 9 (IFRS 9 phase-in), με τον μεταβατικό δείκτη κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 της τράπεζας να διαμορφώνεται το 2023 στο 17,4%. Το 2023 ο δείκτης κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων ανήλθε στο 17,3%, ενώ ο δείκτης μόχλευσης με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων διαμορφώθηκε στο 13%.
Υπό το δυσμενές σενάριο, ο μεταβατικός δείκτης κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ανήλθε στο 8,4% για το 2023, κυρίως λόγω της αρνητικής επίδρασης του πιστωτικού κινδύνου. Το 2023 ο δείκτης κεφαλαίων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων ανήλθε στο 8,3% και ο δείκτης μόχλευσης με πλήρη εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων διαμορφώθηκε στο 6,1%.
Η εικόνα της Εθνικής Τράπεζας
Με αφετηρία τον δείκτη κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων με πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (CET1 FL) ύψους 12,8% στις 31/12/2020 (15,7% χωρίς την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), το βασικό σενάριο για την Εθνική Τράπεζα είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της κεφαλαιακής θέσης κατά 270 μ.β. σε ορίζοντα τριετίας, με τον δείκτη CET1 FL να διαμορφώνεται σε 15,5% το 2023. Υπό το δυσμενές σενάριο, σημειώθηκε μέγιστη αρνητική επίπτωση 6,4% στον δείκτη CET1 FL το 2022, ο οποίος διαμορφώθηκε σε 6,4% το 2023.
Δεδομένης της μεθοδολογίας του στατικού ισολογισμού, η άσκηση προσομοίωσης ακραίων συνθηκών του 2021 δεν λαμβάνει υπόψη τη θετική επίδραση κεφαλαιακών ενεργειών που έπονται της 31ης Δεκεμβρίου 2020. Ο δείκτης CET1 FL του ομίλου την 31η Μαρτίου 2021 διαμορφώθηκε σε 14% (pro-forma, συνυπολογίζοντας τα κέρδη της περιόδου), υπερβαίνοντας κατά 120 μ.β. αντίστοιχα το επίπεδο εκκίνησης της άσκησης προσομοίωσης ακραίων συνθηκών. Επιπροσθέτως, δεν λήφθηκε υπόψη η θετική επίδραση στον συνολικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας από την ολοκλήρωση της τιτλοποίησης Frontier και της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής, συνολικού ύψους περίπου 170 μ.β. Σύμφωνα με τους pro-forma υπολογισμούς της τράπεζας, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ο συνολικός δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας αυξάνεται κατά σχεδόν 300 μ.β.
Τα σενάρια για την Τράπεζα Πειραιώς
Υπό το βασικό σενάριο, ο συνολικός δείκτης εποπτικών κεφαλαίων σε πλήρη εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ για την Τράπεζα Πειραιώς ανέρχεται στο 17,1%, ενώ ο δείκτης κεφαλαίων CET1 διαμορφώνεται στο 15% στα τέλη του έτους 2023. Το βασικό σενάριο καταλήγει σε αύξηση των κεφαλαιακών δεικτών κατά περίπου 365 μονάδες βάσης έναντι του 2020.
Το δυσμενές σενάριο οδηγεί σε μείωση των κεφαλαιακών δεικτών κατά περίπου 480 μονάδες βάσης για την τριετή περίοδο. Η αντίστοιχη μείωση στην άσκηση του 2018 ήταν περίπου 770 μονάδες βάσης. Οι δείκτες κεφαλαίων σε πλήρη εφαρμογή του εποπτικού πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ για το τέλος του έτους 2023 διαμορφώνονται σε 8,6% για τον συνολικό δείκτη κεφαλαίων και 6,5% για τον δείκτη CET1. Το δυσμενές σενάριο οδηγεί σε μείωση περίπου 610 μονάδων βάσης κατά το έτος με τη μεγαλύτερη επίπτωση (2021). Η άσκηση βασίσθηκε στην παραδοχή στατικού ισολογισμού και δεν λαμβάνει υπόψη πρωτοβουλίες μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Στο πλαίσιο του σχεδίου «Sunrise», η Πειραιώς ολοκλήρωσε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου 1,38 δισ. και έκδοση ομολόγου AT1 ύψους 0,6 δισ. ευρώ κατά το δεύτερο τρίμηνο 2021. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις ενέργειες, οι κεφαλαιακοί δείκτες με πλήρη ενσωμάτωση της Βασιλείας ΙΙΙ κάτω από το δυσμενές σενάριο για το 2023 ανέρχονται σε περίπου 13,5% σε όρους συνολικών κεφαλαίων και περίπου 10% σε όρους κεφαλαίων CET1, σύμφωνα με pro forma υπολογισμούς της Πειραιώς.