Σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας, ισχυρού ανταγωνισμού και νέων παραμέτρων, όπως οι πιέσεις για περισσότερη και πιο βιώσιμη ανάπτυξη και η επιτάχυνση της ψηφιοποίησης της οικονομίας, που επηρεάζουν σημαντικά τις επενδυτικές αποφάσεις, η εικόνα της παγκόσμιας επενδυτικής κοινότητας για την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού βελτιώνεται σημαντικά. Επτά στους 10 επενδυτές αναγνωρίζουν ότι η χώρα ακολουθεί σήμερα μια αποτελεσματική πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να εκτιμούν ότι χρειάζονται παρεμβάσεις σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς, για να βελτιωθεί περαιτέρω το επενδυτικό κλίμα. Αυτά είναι μερικά από τα ευρήματα της τρίτης κατά σειρά μεγάλης έρευνας της ΕΥ Ελλάδος, EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2021, με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, η οποία διενεργήθηκε μέσω online ερωτηματολογίων από τη Euromoney για λογαριασμό της EY, μεταξύ 29 Μαρτίου και 28 Απριλίου 2021.
Η έρευνα αποτελεί αυτόνομο μέρος του ευρύτερου προγράμματος EY Attractiveness, μίας σειράς ερευνών που διεξάγει η ΕΥ σε παγκόσμιο επίπεδο, και αναλύει τις επιδόσεις της χώρας στην προσέλκυση επενδύσεων τα τελευταία χρόνια, ενώ, παράλληλα, καταγράφει τις απόψεις της επενδυτικής κοινότητας για τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, με βάση ένα δείγμα 253 στελεχών μεγάλων, ξένων επιχειρήσεων.
Την επίσημη παρουσίαση της έρευνας έκανε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, Παναγιώτης Παπάζογλου, στη σημερινή εναρκτήρια συνεδρία του 4th InvestGR Forum 2021: Reforming the Greek Economy.
Βελτιώθηκε αισθητά η συμμετοχή της χώρας στις ευρωπαϊκές άμεσες ξένες επενδύσεις Σύμφωνα με το ΕΥ European Investment Monitor, μια εκτεταμένη βάση δεδομένων που επεξεργάζεται η ΕΥ, ο αριθμός των άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) που κατευθύνθηκαν στην Ελλάδα το 2020 αυξήθηκε κατά 77%, την ώρα που οι επενδύσεις στην Ευρώπη κατέγραφαν μείωση κατά 13%. Η Ελλάδα απορρόφησε το 0,70% των ευρωπαϊκών ΑΞΕ το 2020, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου των δύο τελευταίων δεκαετιών, αλλά ακόμα συγκριτικά χαμηλό σε σχέση με τον πληθυσμό και το ΑΕΠ της χώρας. Η επίδοση αυτή, κατατάσσει τη χώρα στην 23η θέση για το 2020, έναντι της 29ης το 2019 και της 35ης που κατείχε το 2018. Το 28% των επενδύσεων κατευθύνθηκαν στον κλάδο των υπηρεσιών προς επιχειρήσεις και επαγγελματικών υπηρεσιών, ενώ το 23% στις υπηρεσίες λογισμικού και πληροφορικής, δυο δυναμικούς κλάδους έντασης γνώσης.
Η εικόνα της ελκυστικότητας της Ελλάδας βελτιώνεται σημαντικά Μετά τη στάση αναμονής της επενδυτικής κοινότητας και της παγίωσης της θετικής εικόνας που κατέγραψε η περσινή έρευνα εν μέσω της πανδημίας, το 2021 η διάθεση των επενδυτών απέναντι στη χώρα βελτιώνεται ουσιαστικά σε όλους τους κρίσιμους δείκτες. Είναι, δε, σημαντικό ότι η βελτίωση προέρχεται σε μεγάλο βαθμό και από επιχειρήσεις που δεν έχουν μέχρι σήμερα παρουσία στη χώρα, με την απόσταση που παραδοσιακά χωρίζει τις απόψεις τους από αυτές των εγκατεστημένων στη χώρα επιχειρήσεων, να μειώνεται.
Το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η εικόνα της χώρας ως πιθανού επενδυτικού προορισμού έχει βελτιωθεί τον τελευταίο χρόνο, εκτινάχθηκε από 38% σε 62%, ενώ τρεις στους τέσσερις επενδυτές (75%) αναμένουν περαιτέρω βελτίωση την επόμενη τριετία, το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών όπου πραγματοποιήθηκαν παρόμοιες έρευνες φέτος. Συγχρόνως, 71% των επιχειρήσεων, από 62% το 2020 και 50% το 2019, πιστεύουν ότι η χώρα μας ακολουθεί, σήμερα, μια ελκυστική πολιτική για τις επενδύσεις. Η συνεχιζόμενη αύξηση του ποσοστού αυτού υποδηλώνει ότι οι επενδυτές δεν αποδίδουν, πλέον, τη σταθερά βελτιούμενη εικόνα της χώρας στην αλλαγή της συγκυρίας και τη λήξη μιας περιόδου αστάθειας και αβεβαιότητας, αλλά στην ύπαρξη μιας αποτελεσματικής πολιτικής προσέλκυσης επενδύσεων.
Η θετική αυτή εικόνα μεταφράζεται και σε διάθεση για υλοποίηση επενδύσεων στη χώρα, καθώς 34% των ερωτώμενων, έναντι 28% το 2020, δηλώνουν ότι σκοπεύουν να επενδύσουν στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο.
Αλλαγές στην ποιοτική σύνθεση των επενδύσεων
Στην πρώτη θέση, ως προς το είδος των προγραμματιζόμενων επενδύσεων, παραμένουν τα γραφεία πωλήσεων και μάρκετινγκ (33%), δραστηριότητα με σχετικά χαμηλή προστιθέμενη αξία. Ωστόσο, ακολουθούν στη δεύτερη θέση η έρευνα και ανάπτυξη (18%) και η βιομηχανία (18%), δυο δραστηριότητες όπου η χώρα πρέπει να δώσει έμφαση τα επόμενα χρόνια.
Διαφοροποιημένες είναι και οι απόψεις των επενδυτών ως προς τους κλάδους που θα αποτελέσουν την κινητήριο δύναμη της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Ενώ πάνω από τους μισούς (51%, από 52% πέρσι και 69% το 2019) εξακολουθούν να θεωρούν ότι ο τουρισμός, κατά κύριο λόγο, θα τροφοδοτήσει την ανάπτυξη, ένας στους τέσσερις (26%, από 14% πέρσι) αναφέρει την ψηφιακή οικονομία, ενώ ακολουθούν τα logistics και τα κανάλια διανομής (25%) και η ενέργεια και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (21%).
Κλιματική αλλαγή και ψηφιακή οικονομία
Η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση αναδεικνύονται σε σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις επενδυτικές αποφάσεις. Δυο στις τρεις επιχειρήσεις (64%) ανέφεραν ότι θα δίνουν πλέον μεγαλύτερη σημασία σε ζητήματα βιωσιμότητας όταν λαμβάνουν τις επενδυτικές τους αποφάσεις, ενώ τρεις στους τέσσερις (76%) δήλωσαν ότι οι ισχυρές πολιτικές βιωσιμότητας και καθαρής τεχνολογίας επηρεάζουν σημαντικά την απόφασή τους να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Πιο σύνθετη εικόνα παρουσιάζει η αξιολόγηση της χώρας σε ό,τι αφορά παραμέτρους που συνδέονται με την τεχνολογία. Η Ελλάδα αξιολογείται θετικά ως προς τη διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού με τεχνολογικές δεξιότητες (76%) και την υποστήριξη από κυβερνητικούς φορείς και τις ρυθμιστικές αρχές για την υλοποίηση των ψηφιακών στόχων (75%), αντανακλώντας την αναγνώριση των προσπαθειών για την ψηφιοποίηση του κράτους. Αντίθετα, χαμηλότερα είναι τα επίπεδα ικανοποίησης ως προς την προστασία δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (45%), και τον ρυθμό εισαγωγής και λειτουργίας των δικτύων 5G (43%).
Ισχυρά χαρτιά και ανασταλτικοί παράγοντες
Ως σημαντικότερα στοιχεία της ελκυστικότητας της χώρας αναδεικνύονται, και φέτος, η ποιότητα ζωής (78%), οι υποδομές μεταφορών και logistics (76%), οι υποδομές τηλεπικοινωνιών και οι ψηφιακές υποδομές (73%), καθώς και το επίπεδο των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (70%). Στον αντίποδα, λιγότερο θετικά αξιολογούνται η φορολογία των επιχειρήσεων (42%) και η ευελιξία της εργατικής νομοθεσίας (47%).
Οι επιπτώσεις της πανδημίας και η διαχείρισή της από την Ελλάδα
Περιορισμένες είναι οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στα επενδυτικά σχέδια, καθώς η πλειοψηφία των επιχειρήσεων, είτε δεν έχουν αλλάξει τα επενδυτικά τους σχέδια (61%), είτε τα έχουν αυξήσει (9%), ενώ 29% έχουν αναβάλει τις προγραμματισμένες επενδύσεις τους μέχρι το 2022 ή αργότερα. Την ίδια ώρα, 57% των ερωτώμενων δήλωσαν ότι η διαχείριση της κρίσης του COVID-19 από την Ελλάδα, έχει επηρεάσει θετικά την άποψή τους για την ελκυστικότητά της ως επενδυτικού προορισμού.
Προτεραιότητες για να ενισχυθεί η ελκυστικότητα της χώρας
Στην πρώτη θέση μεταξύ των τομέων όπου πρέπει να συνεχίζει να εστιάζει η χώρα για να βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα, βρίσκεται η βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (38%). Ακολουθούν η υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και της καινοτομίας σε τομείς, όπως η καθαρή τεχνολογία, η υγεία, τα logistics, τα έξυπνα δίκτυα, κ.λπ. (33%), καθώς και η μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού κόστους (33%).
Τέλος, ένα εντυπωσιακό 86% των επιχειρήσεων, περιλαμβανομένου του 62% των επιχειρήσεων που δεν έχουν μέχρι σήμερα παρουσία στην Ελλάδα, δηλώνουν ότι θα ήταν πιο πρόθυμες να επενδύσουν στη χώρα, αν αντιμετωπιστούν τα αρνητικά σημεία που λειτουργούν σήμερα αποτρεπτικά.
Ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, εκφράζει στην έρευνα την άποψή του αναφορικά με τη βελτίωση της εικόνας της χώρας, τονίζοντας πως «η έρευνα της ΕΥ για το 2021 είναι σαφές πως εδραιώνει την Ελλάδα ως ελκυστικό επενδυτικό προορισμό. Όχι μόνο γιατί την κατατάσσει, για πρώτη φορά, μεταξύ των 10 περισσότερο υποσχόμενων ευρωπαϊκών χωρών για νέα εγχειρήματα. Αλλά και γιατί σχεδόν τα δύο τρίτα των επιχειρήσεων που συμμετείχαν σε αυτήν θεωρούν την εικόνα της βελτιωμένη συγκριτικά με το προηγούμενο έτος, παρά τις δυσκολίες που προκάλεσε η πανδημία. Ενώ πάνω από το ένα τρίτο των εταιρειών απαντούν ότι σχεδιάζουν να αναπτύξουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας».
Τις απόψεις τους για τη σημασία των ξένων επενδύσεων για την Ελλάδα, εκφράζουν, επίσης, στην έρευνα, οι υπουργοί Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αρμόδιος για θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, καθώς και οι Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ και της Εκτελεστικής Επιτροπής του Ομίλου ΤΙΤΑΝ, και Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Μια σημαντική ευκαιρία
Παρουσιάζοντας την έρευνα, ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, Παναγιώτης Παπάζογλου, σημείωσε πως «η φετινή έρευνα της ΕΥ καταγράφει σημαντική βελτίωση, τόσο ως προς τον αριθμό των ΑΞΕ που ανακοινώθηκαν, όσο και ως προς τις αντιλήψεις της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας σχετικά με την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού. Την ίδια ώρα, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της ψηφιακής οικονομίας και της πράσινης μετάβασης, μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην προσέλκυση επενδύσεων, ώστε να καλυφθεί το μεγάλο επενδυτικό κενό της τελευταίας εικοσαετίας. Η χώρα μας γιορτάζει φέτος 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Στα χρόνια αυτά, κερδίσαμε σημαντικές κατακτήσεις, αλλά χάσαμε και πολλές ευκαιρίες. Τη σημερινή μοναδική ευκαιρία δεν έχουμε την πολυτέλεια να την αφήσουμε να χαθεί. Η Πολιτεία, οι ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά και η κοινωνία ευρύτερα, πρέπει να κινητοποιηθούν γρήγορα σήμερα σε μία μάχη που, αν την κερδίσουμε, μπορεί να καθορίσει την τύχη της Ελλάδας για τις επόμενες γενιές».
Οι προτάσεις της ΕΥ για την ενίσχυση της ελκυστικότητας της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, εστιάζουν στις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού, την υποστήριξη του τομέα της τεχνολογίας, τη βιωσιμότητα και κλιματική αλλαγή, το φορολογικό και ασφαλιστικό κόστος, τα πακέτα τόνωσης της οικονομίας, το αναδυόμενο νέο μοντέλο εργασίας, τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας, τη διαχείριση κρίσεων και την υγεία, την ενίσχυση των επενδύσεων στην περιφέρεια και την ανάγκη εστίασης της οικονομικής διπλωματίας σε συγκεκριμένους αναδυόμενους τομείς.
Η πλήρης έκδοση της έρευνας είναι διαθέσιμη εδώ.