ΤτΕ: Αναγκαία η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής

Εκκληση για μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού
Τρίτη, 24 Απριλίου 2007 13:51
UPD:14:30

Παρά τη σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και την αξιόλογη μείωση του χρέους το 2006, το δημόσιο χρέος παραμένει εξαιρετικά υψηλό, επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Νικόλαος Γκαργκάνας, στην ετήσια έκθεσή του για την οικονομία.

Για το λόγο αυτό θεωρεί ότι η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί δημοσιονομικό πλεόνασμα και σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους.

Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, εάν ληφθεί υπόψη η αναμενόμενη, μακροπρόθεσμα, αύξηση των δημόσιων δαπανών για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη ως ποσοστού του ΑΕΠ λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, θα πρέπει να υπάρξει μόνιμη περαιτέρω βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων σημαντικά υψηλότερων από ό,τι τώρα προβλέπεται.

Παράλληλα, ζωτικής σημασίας θεωρεί η ΤτΕ την έγκαιρη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, «προκειμένου οι δημοσιονομικές πιέσεις που θα προέλθουν από τη γήρανση του πληθυσμού να αντιμετωπιστούν με τρόπο που να είναι κοινωνικά δίκαιος και να μην επηρεάζει δυσμενώς τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας».

Η ΤτΕ επισημαίνει στην έκθεσή της ότι το ποσοστό ανεργίας, παρά τη σημαντική μείωσή του, παραμένει υψηλό, ιδίως μεταξύ των νέων και των γυναικών, ενώ η αύξηση της απασχόλησης, παρά τη βελτίωση που καταγράφηκε το 2006, ήταν τα τελευταία χρόνια σχετικά συγκρατημένη, παρά τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Επίσης, η ανισοκατανομή του εισοδήματος και το ποσοστό φτώχειας παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα στην Ελλάδα από ό,τι κατά μέσον όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν έχουν μεταβληθεί ουσιαστικά στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τα προβλήματα αυτά συνδέονται με διαρθρωτικές αδυναμίες στις αγορές προϊόντων και εργασίας, καθώς και στο εκπαιδευτικό και το φορολογικό σύστημα, υπογραμμίζεται στην έκθεση.

Στο 4,3% η ανάπτυξη το 2006

Το 2006 η ελληνική οικονομία εξακολούθησε να αναπτύσσεται με υψηλό ρυθμό, που έφθασε το 4,3%, αναφέρει η TτΕ. Η αύξηση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) αναμένεται να συνεχιστεί με ελαφρά μόνο χαμηλότερο ρυθμό κατά το τρέχον έτος. Πρόκειται για σημαντική άνοδο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος επί 14 έτη χωρίς διακοπή, δηλαδή για τη μακρότερη περίοδο συνεχούς οικονομικής ανάπτυξης μετά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Ιδιαίτερα τα τελευταία δέκα χρόνια, κατά τα οποία ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ διαμορφώθηκε σε 4,1% και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε 3,7%, οι αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδος ήταν μεταξύ των καλυτέρων στη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα να υπάρξει σημαντική πρόοδος όσον αφορά τη σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου της χώρας προς το μέσο όρο των περισσότερο ανεπτυγμένων οικονομιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Στους υψηλούς ρυθμούς ανόδου του ΑΕΠ τη δεκαετία 1997-2006 συνέβαλαν κυρίως η αύξηση της εγχώριας ζήτησης και η ενίσχυση της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας μέσω επενδύσεων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η άνοδος των επενδύσεων και της κατανάλωσης συνδέεται, μεταξύ άλλων, με την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη δεκαετία του 1990 και τη συμμετοχή της χώρας στη ζώνη του ευρώ, οι οποίες οδήγησαν σε μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού και σε ταχεία επέκταση των πιστώσεων.

Στο 2,6% το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2006

Σύμφωνα με την ΤτΕ, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης μειώθηκε σε 2,6% του ΑΕΠ (από 5,5% το 2005), ενώ το δημόσιο χρέος μειώθηκε στο 104,6% του ΑΕΠ (από 107,5% το 2005). Η συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής ήταν απαραίτητη για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ανισορροπιών, καθώς επίσης και για τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης κάτω του 3% του ΑΕΠ, ούτως ώστε να ανταποκριθεί η Ελλάδα στις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την απόφαση του Συμβουλίου ECOFIN της 17ης Φεβρουαρίου 2005 σχετικά με το υπερβολικό έλλειμμα. Μετά την επίτευξη του στόχου για το 2006 και την προβλεπόμενη περαιτέρω μείωση του ελλείμματος το 2007, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την έξοδο της χώρας από τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος (σύμφωνα με το άρθρο 104 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση), επισημαίνει η ΤτΕ.

Σε υψηλά επίπεδα ο πληθωρισμός

H TτΕ επισημαίνει ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα παραμένει κατά την τελευταία εξαετία υψηλότερος από το μέσο πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ και γενικότερα στους εμπορικούς εταίρους της χώρας, με αποτέλεσμα τη διάβρωση των εισοδημάτων και τη συνεχή υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ως προς τις τιμές, η οποία έχει συντελέσει στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε 12,1% του ΑΕΠ το 2006, από 8,1% του ΑΕΠ το 2005 και 7,4% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο την πενταετία 2001-2005. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία με βάση τις τιμές καταναλωτή αυξήθηκε συνολικά μεταξύ του 2000 και του 2006 κατά 13%, ενώ με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας αυξήθηκε συνολικά κατά 15,2% και με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη μεταποίηση κατά 34,7%. Οι αυξήσεις αυτές ισοδυναμούν με αντίστοιχη απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Αν και λόγω της συμμετοχής της χώρας στη ζώνη του ευρώ δεν υπάρχει πλέον πρόβλημα χρηματοδότησης του ελλείμματος και του εξωτερικού χρέους, η διεύρυνση του ελλείμματος περιορίζει το ρυθμό ανάπτυξης, υπογραμμίζει η ΤτΕ. Δεδομένου ότι περίπου τα 3/4 του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών χρηματοδοτούνται με κεφάλαια από το εξωτερικό, το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά και υπερέβη το 125% του ΑΕΠ το 2006. Η εξυπηρέτηση του χρέους απορροφά εγχώριους πόρους, με αρνητικές συνέπειες για την ανάπτυξη, την απασχόληση και επομένως το βιοτικό επίπεδο.

Πέρα από τη σημαντική χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές, καθώς και ειδικούς παράγοντες (όπως η άνοδος της τιμής του πετρελαίου ή η αύξηση των αγορών πλοίων), ο κύριος λόγος της διαμόρφωσης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε υψηλά επίπεδα είναι η μόνιμη ελλειμματικότητα του εμπορικού ισοζυγίου, η οποία αντανακλά μακροοικονομικούς παράγοντες σε συνδυασμό με την ύπαρξη διαρθρωτικών αδυναμιών στην οικονομία.

«Σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας αντιμετωπίζει η οικονομία»

Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και δεν έχει κατορθώσει να επωφεληθεί στον απαιτούμενο βαθμό από τις ευκαιρίες που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση και η αύξηση του μεγέθους των διεθνών αγορών, τονίζει στην έκθεσή του ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος: «Την κατάσταση επιδεινώνουν σημαντικές αδυναμίες όσον αφορά το θεσμικό πλαίσιο και τις συνθήκες λειτουργίας των αγορών (με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, να μην ενθαρρύνονται οι ξένες άμεσες επενδύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συμβάλουν αποφασιστικά στην ενίσχυση του εξαγωγικού προσανατολισμού της οικονομίας). Στις αδυναμίες αυτές περιλαμβάνονται η ύπαρξη ρυθμίσεων που παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό καθώς και την ευελιξία των αγορών εργασίας και προϊόντων, το υψηλό κόστος της επιχειρηματικότητας, το οποίο σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στα γραφειοκρατικά εμπόδια για την ανάληψη νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και στη σχετικά υψηλή φορολογική επιβάρυνση (περιλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης), και η ανεπάρκεια υποδομών, ιδίως σε νέες τεχνολογίες».

Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος και η λειτουργία των ταμείων συντάξεων

Όσον αφορά τις συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού, η «Ελλάδα έχει καθυστερήσει σημαντικά έναντι άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη λήψη των κατάλληλων μέτρων πολιτικής για τον περιορισμό των διαστάσεων και των επιπτώσεων της αναμενόμενης γήρανσης του πληθυσμού και για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος (αλλά και του συστήματος υγείας)», αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ.

«Απαιτούνται λοιπόν κατ' αρχάς μέτρα για την ενίσχυση της γεννητικότητας. Επίσης, η αντιμετώπιση των συνεπειών της γήρανσης απαιτεί τη συνέχιση της δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να επιτευχθούν σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα και να μειωθεί το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ μέχρι το 2015, μετά το οποίο αναμένεται μεγάλη επιβάρυνση των δημόσιων δαπανών για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη. Παράλληλα, απαιτούνται έγκαιρη και αποτελεσματική μεταρρύθμιση των συστημάτων συντάξεων και υγείας, καθώς και διαρθρωτικά μέτρα για την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Ήδη τον Αύγουστο του 2006 η κυβέρνηση προχώρησε στη σύσταση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για το Ασφαλιστικό. Από τη γενικότερη σκοπιά των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων προοπτικών της οικονομίας, έχει ιδιαίτερη σημασία τα πορίσματα της εν λόγω Επιτροπής να συμβάλουν ώστε να δοθεί ουσιαστική λύση στο πρόβλημα της μελλοντικής δημοσιονομικής επιβάρυνσης από την αύξηση των δαπανών για συντάξεις».

»Από τα ανωτέρω ζητήματα, ο μεγάλος αριθμός των ασφαλιστικών ταμείων, η χαλαρή διοίκησή τους, η έλλειψη υποδομής για σωστή διαχείριση και τα κενά στην εποπτεία τους αποτελούν χρόνια προβλήματα. Ειδικότερα, η καλύτερη αξιοποίηση της περιουσίας και των αποθεματικών των ταμείων και ο αποτελεσματικότερος έλεγχος της αξιοποίησης αυτής απασχόλησαν σοβαρά την κοινή γνώμη το τελευταίο διάστημα, ενώ η κυβέρνηση έλαβε ήδη ορισμένες αποφάσεις άμεσης ισχύος και ανακοίνωσε ότι προτίθεται να αναμορφώσει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο. Η θέση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ότι αυτή η επικείμενη μεταβολή θα πρέπει να έχει το μέγιστο δυνατό εύρος, ώστε το νέο θεσμικό πλαίσιο, όπως και αλλού (π.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ολλανδία, την Ιταλία), να είναι σύμφωνο με τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ όσον αφορά την εταιρική διακυβέρνηση των ασφαλιστικών οργανισμών και τη διαχείριση της περιουσίας τους και να προβλέπει την ανάθεση της εποπτείας τους σε ανεξάρτητη Αρχή.

Ειδικότερα, πρέπει να εξασφαλίζονται η καταλληλότητα της διοίκησης, ο κατάλληλος διαχωρισμός των λειτουργιών και αρμοδιοτήτων των υπαλλήλων και ο προσδιορισμός των ευθυνών τους στο πλαίσιο της λειτουργίας κάθε ταμείου. Τα ταμεία συντάξεων θα πρέπει να διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς ελέγχου, επικοινωνίας και παροχής κινήτρων, ώστε να ενθαρρύνεται η λήψη συνετών αποφάσεων και να υπάρχει διαφάνεια ως προς τις επιλογές τους. Η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ταμείων συντάξεων πρέπει να διασφαλίζει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους έναντι των ασφαλισμένων και προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να τηρούνται οι αρχές της ασφάλειας, της αποδοτικότητας και της διατήρησης της απαραίτητης ρευστότητας. Η εποπτεία των συνταξιοδοτικών ταμείων πρέπει, όπως προαναφέρθηκε, να ανατίθεται σε ανεξάρτητη αρχή και να έχει ως κύριο στόχο την προώθηση της σταθερότητας, της ασφάλειας και της σωστής εταιρικής διακυβέρνησης, καθώς και την προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων».



Προτεινόμενα για εσάς


Σχετικά σύμβολα

  • ΕΛΛ



Σχολιασμένα