Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Η υπερπροσφορά χρήματος προς την Ελλάδα ανοίγει νέους δρόμους στην οικονομική πολιτική. Προκειμένου να ικανοποιήσει την τεράστια ζήτηση που εκδηλώθηκε χθες για την απόκτηση ελληνικού δεκαετούς -προσέγγισε τα 30 δισ. ευρώ και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη που έχει εκδηλωθεί ιστορικά-, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) άντλησε 2,5 δισ. ευρώ, ανεβάζοντας το συνολικό ύψος των φετινών εκδόσεων στα 11,5 δισ. ευρώ πάνω από τον φετινό ετήσιο στόχο.
Με την εκταμίευση πρόσθετων πόρων συνολικού ύψους 2,5 δισ. ευρώ μέσω του προγράμματος SURE που δεν είχαν προϋπολογιστεί, με το πρόγραμμα δανεισμού να ξεπερνά τον ετήσιο στόχο ήδη από το πρώτο εξάμηνο -αναμένεται ότι ο ΟΔΔΗΧ θα… υποχρεωθεί να εκδώσει και νέο ομόλογο μέσα στο δεύτερο εξάμηνο για να καλύψει το αυξημένο ενδιαφέρον που υπάρχει για τους ελληνικούς τίτλους-, αλλά και με την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης να έχει μπει στο τελικό στάδιο, το οικονομικό επιτελείο βρίσκεται κοντά στο τέλος της πανδημίας με… γεμάτα ταμεία. Αν γινόταν σήμερα η εκταμίευση των 2,5 δισ. ευρώ που αντλήθηκαν χθες, τα ταμειακά διαθέσιμα θα ξεπερνούσαν τα 36 δισ. ευρώ. Ακόμη και στις 18 Ιουνίου, που είναι η ημερομηνία εκκαθάρισης του ομολόγου, τα ταμεία του Δημοσίου εκτιμάται ότι θα έχουν πάνω από 34 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι τα δεδομένα έχουν αλλάξει και επιτρέπουν προσαρμογές στην οικονομική πολιτική.
Πλέον θεωρείται πολύ πιθανό μέσα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να γίνουν κινήσεις πρόωρης εξόφλησης και άλλων «δαπανηρών» τμημάτων του ελληνικού χρέους (τουλάχιστον συγκριτικά με τα επιτόκια που εξασφαλίζει η χώρα μέσω των αγορών, καθώς και χθες το δεκαετές έκλεισε κάτω από 0,9%, ενώ το ετήσιο έντοκο ήταν αρνητικό κατά 0,31%). Η πρόωρη αποπληρωμή ενός -έστω και μικρού- τμήματος των διμερών δανείων που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο του πρώτου μνημονίου (απευθείας δανεισμός της Ελλάδας από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης) είναι ένα από τα σενάρια που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι, το οποίο -εφόσον υλοποιηθεί- εκτιμάται ότι θα στείλει ακόμη ένα θετικό μήνυμα στις αγορές. Εκτός από την αναχρηματοδότηση του χρέους, η πρόωρη αποπληρωμή και άλλων τμημάτων του χρέους (μετά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) εξυπηρετεί ακόμη έναν στόχο: να δανείζεται η Ελλάδα από τις αγορές καλύπτοντας τη ζήτηση των επενδυτών για ελληνικούς τίτλους, χωρίς όμως να αυξάνεται υπερβολικά το ύψος του χρέους.
Από την άλλη, η υπερπροσφορά χρήματος προς την Ελλάδα διασφαλίζει και το ότι τα ταμειακά διαθέσιμα θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα μέχρι το τέλος του χρόνου. Ενώ ο αρχικός προγραμματισμός προέβλεπε ότι το 2021 θα κλείσει με ταμειακά διαθέσιμα στα όρια ή και κάτω από τα 25 δισ. ευρώ, πλέον φαίνεται ότι η χρονιά θα ολοκληρωθεί με τον τραπεζικό λογαριασμό του Δημοσίου να περιέχει περισσότερα από 30 δισ. ευρώ. Μπορεί τα ταμειακά διαθέσιμα να συνεπάγονται ένα κόστος «διατήρησης» για τον κρατικό προϋπολογισμό, ωστόσο διασφαλίζουν και την απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές. Μια πρόσβαση που είναι και σήμερα διασφαλισμένη λόγω και του προγράμματος επαναγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (σήμερα θα σταλούν τα μηνύματα από την ΕΚΤ σχετικά με το πρόγραμμα επαναγοράς τίτλων). Ο λόγος ύπαρξης των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων είναι να μην υπάρξουν αναταραχές κατά το χρονικό διάστημα που δεν θα είναι πλέον ενεργό το πρόγραμμα της ΕΚΤ και ταυτόχρονα η Ελλάδα δεν θα έχει εξασφαλίσει την επενδυτική βαθμίδα για τους τίτλους της.
Σε χρηματοδοτικούς όρους, η χώρα φαίνεται ότι αφήνει πίσω της τα δύσκολα. Το μεγαλύτερο μέρος των μέτρων στήριξης -από τις αρχές της πανδημίας έχουν φτάσει ήδη στα 41 δισ. ευρώ- έχει ήδη πέσει στην αγορά. Εκκρεμούν περί τα 4,5 δισ. ευρώ για ολόκληρο το δεύτερο εξάμηνο. Επίσης, στο δεύτερο εξάμηνο εκτιμάται ότι τα έσοδα του Δημοσίου θα είναι πλέον περισσότερα από τα έξοδα. Και φυσικά, για το δεύτερο εξάμηνο δρομολογείται και η εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης: συνολικά 7,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου το 1/3 θα είναι δάνειο και τα υπόλοιπα επιχορηγήσεις. Ο κατάλογος με το χρήμα που αναμένεται να εισρεύσει περιλαμβάνει τέλος και το 1,3 δισ. ευρώ από τα ANFΑs και τα SMPs, με την πρώτη δόση να εγκρίνεται στο Eurogroup της επόμενης εβδομάδας και τη δεύτερη στο τέλος του χρόνου.