ICAP: Σε ανοδική πορεία η εγχώρια αγορά ζωοτροφών

Πέμπτη, 10 Μαΐου 2007 13:27

Ο κλάδος των ζωοτροφών στην Ελλάδα διακρίνεται σε δύο τομείς, τον τομέα των τροφών για την κτηνοτροφία και αυτόν για τα κατοικίδια ζώα. Όπως εξετάζεται στη σχετική κλαδική μελέτη που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο από τον Τομέα Μελετών & Συμβούλων Διοίκησης της ICAP, η αγορά των ζωοτροφών (βάσει ποσότητας) παρουσιάζει ανοδική πορεία κατά τα τελευταία χρόνια.

Το μεγαλύτερο ποσοστό των επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ζωοτροφών για την κτηνοτροφία, είναι παραγωγικές. Οι περισσότερες από αυτές εισάγουν πρώτες ύλες από το εξωτερικό ή προμηθεύονται κάποια συστατικά από την εγχώρια αγορά, ώστε να προχωρήσουν στη μεταποίησή τους και στην παραγωγή πλήρων μιγμάτων (σύνθετων) ζωοτροφών. Στη συνέχεια, οι εταιρείες αυτές διοχετεύουν το μεγαλύτερο όγκο της παραγωγικής τους δραστηριότητας στην εγχώρια αγορά και συγκεκριμένα σε κτηνοτροφικές μονάδες. Οι εισαγωγές έτοιμων προϊόντων είναι περιορισμένες, ενώ σε χαμηλά επίπεδα κυμαίνονται και οι εξαγωγές σύνθετων ζωοτροφών.

Η διαμόρφωση και εξέλιξη της ζήτησης των ζωοτροφών για την κτηνοτροφία καθορίζεται κυρίως από τον αριθμό των ζώων και το είδος των κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων, αλλά και από τις καιρικές συνθήκες, τη μορφολογία του εδάφους και τη γεωγραφική περιοχή στην οποία υπάρχουν κτηνοτροφικές μονάδες, συνθήκες οι οποίες εξασφαλίζουν την εύρεση ή μη της τροφής των ζώων από το φυσικό περιβάλλον. Επιπλέον, η ζήτηση των σύνθετων ζωοτροφών επηρεάζεται και από τις απαιτήσεις των κτηνοτρόφων σχετικά με την ανάπτυξη και την απόδοση των ζώων τους, που επιθυμούν να επιτύχουν.

Σημαντικό πρόβλημα, σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, αποτελεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός ο οποίος προέρχεται από τη λειτουργία μικρών μη εγκεκριμένων μονάδων παραγωγής, οι οποίες δεν ελέγχονται όσον αφορά τις τιμές και την ποιότητα των προϊόντων τους. Οι περισσότερες από τις συγκεκριμένες μονάδες λειτουργούν κυρίως σε τοπικό επίπεδο, διαθέτοντας ζωοτροφές σε χαμηλές τιμές στους κτηνοτρόφους της ευρύτερης περιοχής τους.

Ο τομέας των τροφών για τα κατοικίδια ζώα παρουσιάζει μια διαφορετική εικόνα σε σχέση με τις τροφές για την κτηνοτροφία. Οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αυτόν είναι στην πλειοψηφία τους εισαγωγικές, ενώ περιορισμένος είναι ο αριθμός των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην παραγωγική δραστηριότητα. Οι εν λόγω επιχειρήσεις προμηθεύουν την ελληνική αγορά με τροφές «υγρής» μορφής (συσκευασμένες κυρίως σε κονσέρβες) και ξηρής μορφής («κροκέτες»).

Όσον αφορά στη ζήτηση ζωοτροφών για κατοικίδια ζώα, σημαντικό ρόλο παίζουν και κοινωνικοί παράγοντες όπως είναι τα φιλοζωïκά αισθήματα, η έλλειψη διαθέσιμου χρόνου από τα μέλη του νοικοκυριού για την παρασκευή φαγητού, καθώς και η τιμή των εξεταζόμενων προϊόντων σε συνδυασμό με το διαθέσιμο εισόδημα των ιδιοκτητών μικρών ζώων. Η αγορά των συσκευασμένων τροφών για κατοικίδια ζώα καλύπτεται κυρίως από εισαγόμενα προϊόντα, προερχόμενα κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράγοντες του κλάδου επισημαίνουν ότι τα τελευταία χρόνια αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών τα οποία έχουν κάποιο κατοικίδιο, επηρεάζοντας θετικά τόσο την αγορά των αντίστοιχων ζωοτροφών, όσο και την αγορά των αξεσουάρ και των ειδών περιποίησης μικρών ζώων.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης, η εγχώρια αγορά των σύνθετων ζωοτροφών για την κτηνοτροφία (βάσει ποσότητας), παρουσίασε ανοδική τάση την περίοδο 2003-2006. Το 2006 παρουσίασε αύξηση κατά 4,3% σε σχέση με το 2005. Από τη συνολική κατανάλωση σύνθετων ζωοτροφών για το 2006, υπολογίζεται ότι το 35% περίπου προορίζεται για την κατηγορία των πτηνών, το 29% για αιγοπρόβατα, το 19% για βοοειδή, το 11% για χοίρους, ενώ το υπόλοιπο 6% προορίζεται για κατανάλωση από άλλα ζώα, όπως τα κουνέλια, οι στρουθοκάμηλοι κ.ά.

Το μέγεθος της αγοράς ζωοτροφών για κατοικίδια (σκύλοι και γάτες), κινήθηκε ανοδικά κατά την περίοδο 1995-2006, εμφανίζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 19,2%. Το 2006, σημείωσε αύξηση 13% σε σχέση με το 2005. Όσον αφορά την κατανομή της αγοράς ανά κατηγορία ζώου, εκτιμάται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της κατανάλωσης για το 2006 (περίπου 55%) αφορά τροφές για σκύλους, ενώ το 45% προορίζεται για γάτες. Παράγοντες της αγοράς προβλέπουν ότι σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις, η ανοδική πορεία της εγχώριας κατανάλωσης των τροφών για κατοικίδια ζώα θα συνεχιστεί κατά το τρέχον έτος με ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 12%.

Στα πλαίσια της μελέτης πραγματοποιήθηκε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει δείγματος 27 επιχειρήσεων ζωοτροφών για την κτηνοτροφία και 9 επιχειρήσεων ζωοτροφών για τα κατοικίδια ζώα για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2004 και 2005. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων του δείγματος που αφορά επιχειρήσεις ζωοτροφών για την κτηνοτροφία αυξήθηκε κατά 3,45% το 2005 σε σχέση με το 2004, ενώ το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων ζωοτροφών για κατοικίδια ζώα μειώθηκε κατά 0,64%. Το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων αυξήθηκε κατά 4,66% την ίδια περίοδο για τις επιχειρήσεις ζωοτροφών για την κτηνοτροφία και μειώθηκε κατά 9,25% για τις επιχειρήσεις ζωοτροφών για κατοικίδια ζώα.

Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος των επιχειρήσεων ζωοτροφών για την κτηνοτροφία και για κατοικίδια ζώα, αυξήθηκαν αντίστοιχα κατά 8,42% και 2,74%, το 2005 σε σχέση με το 2004. Για τις επιχειρήσεις ζωοτροφών για κατοικίδια ζώα, το καθαρό αποτέλεσμα των εταιρειών του δείγματος διαμορφώθηκε σε αρνητικά επίπεδα το 2005 σε σχέση με το 2004, η δε αποδοτικότητα των ιδίων και των απασχολούμενων κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε -1,4% και -1,19% αντίστοιχα για το 2005, από 8,12% και 6,83% το 2004. Μικρή αύξηση παρουσίασε το περιθώριο μικτού κέρδους από 29,41% το 2004 σε 31,48% το 2005. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις ζωοτροφών για την κτηνοτροφία, το καθαρό αποτέλεσμα (κέρδη προ φόρου) των εταιρειών του δείγματος ήταν κερδοφόρο και για τα δύο έτη, σημειώνοντας αύξηση κατά 34,2% το 2005 σε σχέση με το 2004. Οι δείκτες αποδοτικότητας ιδίων και απασχολουμένων κεφαλαίων, αυξήθηκαν από 5,43% και 3,75% το 2004 σε 6,97% και 4,93% αντίστοιχα το 2005.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα