Ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ δήλωσε ότι η αμερικανική πρόταση, ώστε οι 100 μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες επιχειρήσεις να βρεθούν στο κέντρο μιας συμφωνίας για την επιβολή ενός παγκόσμιου φόρου θα μπορούσε να είναι λειτουργική, αλλά άφησε να εννοηθεί ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες θα πρέπει να πληρώνουν μεγαλύτερο φόρο στις χώρες όπου και δραστηριοποιούνται.
Ο Σουνάκ δήλωσε στο Reuters ότι η Ομάδα των Επτά (G7) σημειώνει «πραγματικά καλή πρόοδο» για την αναφερόμενη μεταρρύθμιση που προκαλεί διαφωνίες εδώ και καιρό, πριν οι υπουργοί των Οικονομικών των χωρών-μελών της αναφερόμενης ομάδας των πιο ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών στον κόσμο βρεθούν για συνομιλίες στο Λονδίνο αύριο και μεθαύριο.
Η διάσκεψη αυτή θα είναι η πρώτη που γίνεται με φυσική παρουσία από την έναρξη της πανδημίας COVID-19. Είναι επίσης η πρώτη από τότε που ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αντικατέστησε τον Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, καλλιεργώντας μεγαλύτερες ελπίδες για περισσότερη συνεργασία μεταξύ της Ουάσινγκτον και του υπόλοιπου κόσμου.
«Είναι πραγματικά κάτι για το οποίο μπορούμε να συνεργαστούμε για όσο καλύπτει τους στόχους μας αναφορικά με την αντιμετώπιση συγκριμένων εταιριών και ως τέτοιο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συνεργασίας», δήλωσε ο Σουνάκ στη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου, που πραγματοποιήθηκε στο γραφείο του, στον αριθμό 11 της Ντάουινγκ Στριτ, όταν ρωτήθηκε σχετικά με την αμερικανική πρόταση. «Χρειάζεται απλά να δουλέψουμε για τις λεπτομέρειες», παρατήρησε ο ίδιος.
Το σχέδιο θα απλοποιήσει την προσέγγιση στη φορολογία των πολυεθνικών εταιρικών κοινοπραξιών, ενώ θα επικεντρωθεί στα κέρδη των 100 μεγαλύτερων εταιριών που έχουν επωφεληθεί περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση. Την ηγετική θέση μεταξύ των εταιριών αυτών έχουν οι γίγαντες της τεχνολογίας, που είδαν τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους να εκτοξεύονται στη διάρκεια της πανδημίας.
Πηγές: ΑΜΠΕ, Reuters