Μια σειρά αναγκαίων μέτρων που πρέπει να λάβει η Πολιτεία με στόχο την αντιμετώπιση των επιπτώσεων που είχε η οικονομική κρίση σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αυτοαπασχολούμενους αναδεικνύει μελέτη με θέμα «Επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στα εισοδήματα και τις συνθήκες διαβίωσης των μικρών επιχειρηματιών και αυτοαπασχολουμένων: νέες μορφές ανισοτήτων, κίνδυνος φτώχειας και ο ρόλος του κοινωνικού κράτους» που δημοσιοποίησε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεις (ΙΜΕ) της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ).
Κύριο αντικείμενο της μελέτης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι η διερεύνηση της ανισότητας και του επιπέδου διαβίωσης των Ελλήνων αυτοαπασχολούμενων και μικρών επιχειρηματιών, αλλά και ο ρόλος του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην αναδιανομή του εισοδήματος και στην αντιμετώπιση των εκβάσεων φτώχειας, αποστέρησης και κοινωνικού αποκλεισμού.
Βασικός πυλώνας της οικονομίας οι ΜμΕ
Όπως αναφέρεται, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα παραδοσιακά αποτελεί βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας ενώ οι αυτοαπασχολούμενοι αντιπροσωπεύουν ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό στο σύνολο των απασχολούμενων, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις παράγουν το ¼ του ΑΕΠ, δημιουργούν πάνω από το ½ της συνολικής προστιθέμενης αξίας και καλύπτουν περίπου τα ¾ της συνολικής απασχόλησης στον επιχειρηματικό τομέα.
Ωστόσο, η παγκόσμια οικονομική κρίση, που οι επιπτώσεις της στην χώρα εμφανίστηκαν το 2008, και η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση που ακολούθησε σε συνδυασμό με τις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης που επιβλήθηκαν από τους θεσμούς επηρέασαν σημαντικά τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Την περίοδο αυτή η δραστική μείωση του ΑΕΠ (περίπου κατά ¼) και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών είχαν αντίκτυπο στη συνολική ζήτηση και κατ' επέκταση στην οικονομική δραστηριότητα και την κερδοφορία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η κρίση στον τραπεζικό τομέα απέκλεισε την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και οδήγησε σε ύφεση
Παράλληλα η κρίση στον τραπεζικό τομέα έκανε δυσχερέστερη την πρόσβαση στην αναγκαία χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις αυτές και η οικονομική ύφεση έφερε στην επιφάνεια τα διαχρονικά διαρθρωτικά προβλήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ιδιαίτερα την στενή εξάρτησή τους από την εγχώρια ζήτηση και την υποεπένδυση στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών προορισμένων για τη διεθνή αγορά. Ενδεικτικό είναι ότι η συγκριτική ανάλυση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ15, αποκαλύπτει ότι την περίοδο 2009-2016, η μείωση των ατομικού εισοδήματος στην Ελλάδα (σε τιμές αγοραστικής δύναμης) ήταν ιδιαίτερα μεγάλη (33,3 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με το αντίστοιχο μέσο εισόδημα της της Δανίας), αρκετά μεγαλύτερη από αυτή της Ισπανίας που είναι η χώρα της ΕΕ15 με την αμέσως χειρότερη επίδοση στο πεδίο αυτό.
Επιπρόσθετα το μέσο ατομικό εισόδημα στην Ελλάδα σε τιμές αγοραστικής δύναμης ήταν με διαφορά το χαμηλότερο στην ΕΕ15, αντιπροσωπεύοντας το 2016 μόλις το 27,7% του αντίστοιχου εισοδήματος της Δανίας και περίπου 50% του αντίστοιχου της Ισπανίας. Η σύγκρισή όμως είναι δυσμενέστερη όταν γίνεται αναφορά στα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων και ιδιαίτερα αυτών χωρίς προσωπικό καθως την ιδια περίοδο η αντίστοιχη μείωση των εισοδημάτων των αυτοαπασχολούμενων ήταν μεγαλύτερη αυτής του συνόλου του πληθυσμού, με προφανείς τις επιπτώσεις στο επίπεδο διαβίωσή τους.
Η φτώχεια
Χρησιμοποιώντας το όριο φτώχειας του 2008, ο κίνδυνος φτώχειας για τους αυτοαπασχολούμενους από 16,7% που ήταν το 2009 ανήλθε στο 35,9% το 2013, στο 38,9% το 2015 και έκτοτε παραμένει σε αυτά τα υψηλά επίπεδα. Δηλαδή μέσα σε μόλις τέσσερα χρόνια από την εμφάνιση της κρίσης και την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας, περίπου 2/5 των αυτοαπασχολούμενων ζει σε αντίστοιχες συνθήκες με αυτές που ζούσε το 1/6 του φτωχότερου πληθυσμού το 2009. Έτσι οι απασχολούμενοι χωρίς προσωπικό αντιπροσωπεύουν το 80%-90% του συνόλου των φτωχών αυτοαπασχολούμενων.
Την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των αυτοαπασχολούμενων αποκαλύπτουν και οι εκτιμήσεις του δείκτη αποστέρησης που μετράει την ικανότητα του νοικοκυριού να καλύψει ορισμένες βασικές ανάγκες (αγαθά και υπηρεσίες) που θεωρούνται κρίσιμες για την ευημερία και το επίπεδο διαβίωσης των μελών του.
Η υλική αποστέρηση αυξήθηκε σημαντικά την περίοδο της κρίσης. Το 2017, υλική αποστέρηση, δηλαδή αδυναμία να καλύψει τουλάχιστον 3 από τις 9 βασικές ανάγκες, αντιμετώπιζε το 28,3% των αυτοαπασχολούμενων με προσωπικό και το 12,2% των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό.
Τα αντίστοιχα ποσοστά υλικής αποστέρησης για το 2008 ήταν 20,1% και 5,3%. Ακραία υλική αποστέρηση, δηλαδή αδυναμία να καλύψουν 4 τουλάχιστον από τις 9 βασικές ανάγκες, αντιμετωπίζει το 2017 το 4,6% των αυτοαπασχολούμενων με προσωπικό και το 14,0% των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό.
Κατά συνέπεια η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των αυτοαπασχολούμενων και μικρών επιχειρηματιών και η άμβλυνση της φτώχειας και της αποστέρησης που βιώνει μεγάλο τμήμα της πληθυσμιακής αυτής ομάδα θα πρέπει να εστιάσει στην βελτίωση τόσο της οικονομικής τους δραστηριότητας και των εισοδημάτων που αντλούν από την αγορά όσο και της αποτελεσματικότητας του συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Προτάσεις και μέτρα για τη στήριξή της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας
Έτσι κρίνεται αναγκαία η εισαγωγή μιας δέσμης μέτρων στήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, με στόχο την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματός τους και τη διατήρηση μιας βιώσιμης παραγωγικής βάσης όπως:
-Σύνδεση χρηματοδοτήσεων κοινοτικών πόρων για τη στήριξη της σε τομείς βιώσιμους,
-Μέριμνα για τη μείωση των φορολογικών βαρών με την εφαρμογή ενός ρεαλιστικού και μεταβαλλόμενου αφορολόγητου ορίου.
-Φορολογικές και ασφαλιστικές διευκολύνσεις για έναρξη επιτηδεύματος και προστασία του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων.
-Φορολογικά κίνητρα για την προώθηση συγχωνεύσεων μεταξύ μικρομεσαίων επιχειρήσεων κοινών δραστηριοτήτων ή παρεμφερών δραστηριοτήτων με στόχο τη μείωση των λειτουργικών εξόδων και την ανταλλαγή τεχνογνωσίας μέσα από συνέργειες.
-Εισοδηματικά μέτρα στήριξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό .
-Επιδότηση για αγορά και εγκατάσταση νέων τεχνολογιών.
-Μέτρα τόνωσης της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες με εγχώρια προστιθέμενη αξία, που σε μεγάλο βαθμό στη χώρα προέρχονται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Αναφορικά με τη βελτίωση του συστήματος κοινωνικής προστασίας τα μέτρα που απαιτούνται αφορούν σε:
-Αύξηση των δαπανών για κοινωνική προστασία.
-Βελτίωση της αποτελεσματικότητας στη χρήση των διαθέσιμων πόρων αξιοποιώντας την διεθνή εμπειρία.
-Ενίσχυση των κοινωνικών παροχών σε είδος έναντι των χρηματικών επιδομάτων. Οι παροχές σε είδος (λχ φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, περίθαλψη, εκπαίδευση κλπ) εμφανίζονται περισσότερο αποτελεσματικές στην βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης των νοικοκυριών εφόσον καλύπτουν βασικές ανάγκες τους και αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα των για την κάλυψη άλλων αναγκών.
Την μελέτη υπογράφουν ο Χρίστος Παπαθεοδώρου (επιστημονικός υπεύθυνος), καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής και αντιπρύτανης Οικονομικών, Προγραμματισμού και Ανάπτυξης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ο Βλάσης Μισσός, ερευνητής στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών και ο Στέφανος Παπαναστασίου, επίκουρος καθηγητής, Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.