Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Άλμα στα ύψη έκαναν οι τιμές καταναλωτή στις ΗΠΑ τον Απρίλιο, ξεπερνώντας κατά πολύ τον στόχο 2% της Φέντεραλ Ριζέρβ, στη μεγαλύτερη ετήσια άνοδο από το 1992, εξέλιξη που αντανακλά την αυξανόμενη ζήτηση μετά την επανεκκίνηση της οικονομίας από την πανδημία του κορονοϊού.
Από κοντά και οι υπέρογκες δαπάνες ύψους 6 τρισ. δολαρίων που προβλέπει το προσχέδιο προϋπολογισμού του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν, για τη χρηματοδότηση φιλόδοξων προγραμμάτων για υποδομές, εκπαίδευση και μία σειρά από άλλες πρωτοβουλίες, εν μέσω ανησυχιών ότι όλο αυτό το χρήμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε υπερθέρμανση της αμερικανικής οικονομίας.
Ωστόσο, τα στοιχεία για τον πληθωρισμό ήταν άκρως αναμενόμενα, καθώς η πανδημία του κορονοϊού υποχωρεί, χάρη στις επιταχυνόμενες εκστρατείες των εμβολιασμών, και ως εκ τούτου δεν αναμένεται να έχουν αντίκτυπο στη νομισματική πολιτική. Τόσο η υπουργός Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν όσο και ο πρόεδρος της Φέντεραλ Ριζέρβ Τζερόμ Πάουελ έχουν επανειλημμένως δηλώσει ότι ο πληθωρισμός θα είναι παροδικός καθώς έχει εν μέρει να κάνει με τις ελλείψεις στην αλυσίδα προσφοράς.
Ευφορία στα χρηματιστήρια
Οι δύο παραπάνω λόγοι εξηγούν και το γεγονός ότι τα στοιχεία δεν επηρέασαν τις αγορές μετοχών, οι οποίες κινήθηκαν ανοδικά, με τον Euro Stoxx 600 στην Ευρώπη να καταρρίπτει νωρίτερα ιστορικά υψηλά, όπως και οι δείκτες σε Λονδίνο, Φρανκφούρτη και Παρίσι. Οι αγορές μετοχών κατέγραψαν χθες κέρδη και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού για έβδομη διαδοχική συνεδρίαση, ενώ αναμένεται να κλείσουν και τον Μάιο με κέρδη στον τέταρτο ανοδικό μήνα στη σειρά.
Οι τιμές καταναλωτή όπως καταμετρώνται από τον δείκτη τιμών ατομικής κατανάλωσης (PCE) -εξαιρουμένων των ιδιαίτερα μεταβλητών τιμών ειδών διατροφής και ενέργειας- αυξήθηκαν 0,7% τον προηγούμενο μήνα, στη μεγαλύτερη μηνιαία αύξηση από το 2001 μετά την αντίστοιχη 0,4% του Μαρτίου. Στο 12μηνο έως τον Απρίλιο, ο δείκτης ενισχύθηκε 3,1%, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη άνοδο από τον Ιούλιο του 1992, μετά την αντίστοιχη αύξηση 1,9% του Μαρτίου. Ο συγκεκριμένος δείκτης αποτελεί το πιο αξιόπιστο μέτρο για την πορεία του πληθωρισμού που παρακολουθεί η Φέντεραλ Ριζέρβ.
Αποταμιεύσεις
Την ίδια στιγμή, οι καταναλωτικές δαπάνες αυξήθηκαν 0,5% τον Απρίλιο, αύξηση πολύ μικρότερη ωστόσο συγκριτικά με αυτή του 4,7% του Μαρτίου, καθώς τα έκτακτα υποστηρικτικά επιδόματα που έλαβαν τα αμερικανικά νοικοκυριά στη διάρκεια της πανδημίας αρχίζουν να αποσύρονται.
Παρ' όλα αυτά, τα νοικοκυριά έχουν βάλει στην άκρη ως αποταμίευση κεφάλαια ύψους 2,3 τρισ. δολαρίων, τα οποία αναμένεται να τροφοδοτήσουν τις δαπάνες τους επόμενους μήνες.
Το ατομικό εισόδημα μειώθηκε επίσης 13,1% τον Απρίλιο μετά την αύξηση 20,9% του Μαρτίου, ενώ σύμφωνα με τον δείκτη του πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν, το καταναλωτικό κλίμα επιδεινώθηκε τον Μάιο, καθώς οι καταναλωτές ανησυχούν για την άνοδο του πληθωρισμού.
Προϋπολογισμός 6 τρισ. δολ.
O Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν παρουσίασε χθες τον πρώτο προϋπολογισμό του για το 2022, ο οποίος προβλέπει δαπάνες συνολικού ύψους 6 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, με σκοπό τον «επανασχεδιασμό» της αμερικανικής οικονομίας, αλλά με κίνδυνο να αυξηθεί το χρέος των ΗΠΑ σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ.
Ακολουθώντας διαμετρικά αντίθετη πορεία από τον προκάτοχό του, ο Μπάιντεν σκοπεύει να αυξήσει σημαντικά τα ποσά που θα επενδυθούν στην εκπαίδευση, στην υγεία και στις υποδομές, ενώ θα αυξηθεί ελαφρά και ο αμυντικός προϋπολογισμός.
Το κείμενο αυτό ωστόσο δεν είναι παρά μία πρόταση που αναμένεται ότι θα συζητηθεί επί μακρόν στο Κογκρέσο μέχρι να εγκριθεί. Θεωρείται βέβαιο ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα εκφράσουν έντονες αντιρρήσεις, αφού θέλουν αντιθέτως να μειωθούν οι δαπάνες και απορρίπτουν το σχέδιο του Μπάιντεν για αύξηση των φόρων στους πλούσιους και στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Για το οικονομικό έτος 2022 το σχέδιο του Μπάιντεν προβλέπει 6,01 τρισ. σε δαπάνες και 4,17 τρισ. σε έσοδα. Αυτό σημαίνει ότι οι δαπάνες θα αυξηθούν κατά 36,6% σε σύγκριση με το 2019, πριν ξεκινήσει η πανδημία. Προβλέπει επίσης έλλειμμα ύψους 1,84 τρισ. δολαρίων, ποσό κατά πολύ μειωμένο σε σύγκριση με τα δύο προηγούμενα χρόνια που το έλλειμμα αυξήθηκε λόγω της πανδημίας, αλλά σχεδόν διπλάσιο από εκείνο του 2019 που έφτασε τα 984 δισ. δολάρια.
Ρεκόρ κερδών το 2021 για τις αμερικανικές τράπεζες
Σε επίπεδα-ρεκόρ αναμένεται να εκτιναχθούν τα κέρδη των αμερικανικών τραπεζών το 2021, καθώς η αμερικανική οικονομία ανακάμπτει και οι χρηματοοικονομικές αγορές παραμένουν ισχυρές, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τιμ Άνταμς, διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (IIF).
Μεταξύ των κορυφαίων αμερικανικών τραπεζών, οι μετοχές της Goldman Sachs έχουν κάνει άλμα 40,8% από τις αρχές του έτους έως σήμερα, ενώ των Bank of America και JPMorgan έχουν ενισχυθεί 40,4% και 29,3% αντίστοιχα. Ο Άνταμς θεωρεί ότι ήρθε πλέον η ώρα για τη Φέντεραλ Ριζέρβ να αρχίσει να αποσύρει τα άκρως υποστηρικτικά της μέτρα.
Η δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας και το ράλι των χρηματοοικονομικών αγορών αναμένεται να προσφέρουν σημαντικό στήριγμα στα κέρδη των τραπεζών στη διάρκεια του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με τον αξιωματούχο της ΙΙF.
Πιο συγκεκριμένα, η βελτίωση των οικονομικών προοπτικών θα βοηθήσει τις τράπεζες να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων τους και τα έσοδά τους από τις προμήθειες, τη στιγμή που η αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας θα ενισχύσει τα έσοδα από τις συναλλαγές τους.
Οι μετοχές
«Πιστεύω ότι τα κέρδη των τραπεζών θα φθάσουν σε επίπεδα-ρεκόρ φέτος, συνεπώς θα είναι ένα πολύ καλό έτος για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Το βλέπουμε ήδη στην πορεία των μετοχών των τραπεζών και θεωρώ ότι θα συνεχίσουν να αντικατοπτρίζουν αυτά τα θεμελιώδη, τουλάχιστον κατά την υπόλοιπη διάρκεια του έτους», δήλωσε ο Άνταμς, μιλώντας σε εκπομπή του CNBC.
Να σημειωθεί ότι οι περισσότερες από τις μεγάλες αμερικανικές τράπεζες που ανακοίνωσαν αποτελέσματα πρώτου τριμήνου τον προηγούμενο μήνα έχουν ξεπεράσει κατά πολύ τις προβλέψεις αναλυτών.