Σε άνοδο ο κλάδος κονσερβοποιημένων φρούτων

Ερευνα ICAP
Τετάρτη, 16 Μαΐου 2007 12:55

Το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας παραγωγής κονσερβοποιημένων φρούτων προορίζεται για εξαγωγές, κυρίως προς χώρες με χαμηλό επίπεδο τοπικής πρωτογενούς παραγωγής φρούτων. Η ζήτηση του εξωτερικού διαμορφώνεται από τις καταναλωτικές συνήθειες, την ποιότητα των προϊόντων και την τιμή διάθεσης.

Οι τελευταίες μεταβολές και οι προοπτικές εξέλιξης στην αγορά των κονσερβοποιημένων φρούτων παρουσιάζονται στην τέταρτη έκδοση της σχετικής κλαδικής μελέτης που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τη Διεύθυνση Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP:

Στη χώρα μας, τα κονσερβοποιημένα φρούτα προορίζονται κυρίως για επαγγελματική χρήση (ζαχαροπλαστεία, catering, ξενοδοχεία κλπ.) και σε μικρότερο βαθμό για οικιακή κατανάλωση. Σημαντικός παράγοντας για τη μειωμένη ζήτηση από τα νοικοκυριά είναι ο υψηλός βαθμός επάρκειας της εγχώριας αγοράς σε νωπά φρούτα. Αντίστοιχα, η επαγγελματική κατανάλωση επηρεάζεται από τη δυνατότητα κάλυψης της ζήτησης κατά την απαιτούμενη χρονική στιγμή (δυνατότητα αποθεματοποίησης του προϊόντος για σχετικά μεγάλο διάστημα) και τη χαμηλότερη τιμή σε σχέση με τα νωπά προϊόντα.

Η εγχώρια παραγωγή κονσερβοποιημένων φρούτων είναι συγκεντρωμένη σε σχετικά περιορισμένο αριθμό μονάδων. Γεωγραφικά, η παραγωγή συγκεντρώνεται στην Κεντρική Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο, λόγω του ότι στις συγκεκριμένες περιοχές υπάρχει η αντίστοιχη πρωτογενής παραγωγή (καλλιέργειες φρούτων). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εποχικότητα της συγκομιδής των φρούτων προσδιορίζει και την εποχικότητα λειτουργίας πολλών παραγωγικών μονάδων, αν και ορισμένες από αυτές έχουν προχωρήσει και στην παραγωγή και άλλων προϊόντων, λειτουργώντας κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου.

Η διάθεση των κονσερβοποιημένων φρούτων στην εγχώρια λιανική αγορά πραγματοποιείται κυρίως από τα σούπερ μάρκετ, ενώ στην επαγγελματική κατανάλωση μεσολαβούν και επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου. Στο εξωτερικό, η διάθεση στον τελικό καταναλωτή πραγματοποιείται κυρίως από τα σούπερ μάρκετ τύπου «discount».

Οι εξαγωγές από τους εγχώριους παραγωγούς πραγματοποιούνται είτε απευθείας προς αλυσίδες σούπερ μάρκετ του εξωτερικού, είτε μέσω χονδρεμπορικών επιχειρήσεων.

Ο σχετικά υψηλός βαθμός συγκέντρωσης της εγχώριας παραγωγής, ο οξυμένος διεθνής ανταγωνισμός στις αγορές του εξωτερικού και το υψηλό επίπεδο της εγχώριας παραγωγικής δυναμικότητας, οδηγούν σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού. Το γεγονός αυτό εντείνεται περαιτέρω από την εξάρτηση της πρωτογενούς παραγωγής φρούτων από παράγοντες μη ελεγχόμενους (καιρικές συνθήκες), σε συνδυασμό με το αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς, όπως έχει θεσπισθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ιδιαίτερα σε περιόδους όπου η πρωτογενής παραγωγή παρουσιάζει διακυμάνσεις από το μέσο επίπεδο, δημιουργούνται υποτιμητικές ή ανατιμητικές πιέσεις στην πρωτογενή παραγωγή, με αποτέλεσμα την αντίστοιχη μεταβολή της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών κονσερβοποιημένων φρούτων στη διεθνή αγορά.

Η εγχώρια παραγωγή κονσερβοποιημένων φρούτων παρουσίασε διακυμάνσεις την περίοδο 1996-2006, η οποία οφείλεται στις αντίστοιχες διακυμάνσεις της πρωτογενούς παραγωγής.

Τα κονσερβοποιημένα ροδάκινα κατείχαν το μεγαλύτερο ποσοστό της εγχώριας παραγωγής σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 1996-2006. Το 2006 η παραγωγή κονσερβοποιημένων ροδάκινων κατέλαβε το 84% της συνολικής παραγωγής, τα λοιπά κονσερβοποιημένα φρούτα κατέλαβαν το 7%, τα βερίκοκα το 6% και τα αχλάδια το 3%.

Στα πλαίσια της μελέτης πραγματοποιήθηκε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Ειδικότερα, το μέσο περιθώριο μικτού κέρδους για την πενταετία 2001-2005, διαμορφώθηκε σε 11,30% για το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου στις οποίες οι πωλήσεις από τα εξεταζόμενα προϊόντα ξεπερνούν το 50% του συνολικού κύκλου εργασιών τους. Αντίστοιχα, το μέσο λειτουργικό περιθώριο διαμορφώθηκε σε 0,42% για το σύνολο των επιχειρήσεων, ενώ το μέσο καθαρό περιθώριο κέρδους διαμορφώθηκε σε 0,03%.

Για το ίδιο δείγμα, η μέση αποδοτικότητα των ιδίων κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε αρνητικά επίπεδα (–0,99%) για την πενταετία, ενώ η αποδοτικότητα των απασχολούμενων κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε 0,11%. Επίσης, η μέση γενική ρευστότητα των εταιρειών ανήλθε σε 1,67 για την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ ο μέσος δείκτης άμεσης ρευστότητας διαμορφώθηκε σε 0,73 και η μέση ταμειακή ρευστότητα διαμορφώθηκε σε 0,17.

Σύμφωνα με τον ομαδοποιημένο ισολογισμό που συνετάχθη βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 10 επιχειρήσεων του κλάδου για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2004 και 2005 προκύπτει ότι το σύνολο του ενεργητικού ανήλθε σε €325 εκ. το 2005 από €298,5 εκ. το 2004, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 8,89%.

Το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων ανήλθε σε €76 εκ. το 2005 από €72,4 εκ. το 2004 (αύξηση κατά 4,95%). Σημαντική μείωση κατά 11,56% παρουσίασαν οι μακροπρόθεσμες & μεσοπρόθεσμες υποχρεώσεις την περίοδο 2005/2004, ενώ οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις σημείωσαν αύξηση 30,55%. Σημειώνεται ότι οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις κάλυψαν το 52% των συνολικών υποχρεώσεων το 2004 και το 61% το 2005.

Το σύνολο των πωλήσεων των επιχειρήσεων του δείγματος ανήλθε σε €198 εκ., παρουσιάζοντας αύξηση κατά 17,1% έναντι του 2004 (€169,3 εκ.). Τα συνολικά καθαρά κέρδη (προ φόρου) των εταιρειών του δείγματος ανήλθαν σε €4,5 εκ. το 2005, σημειώνοντας αύξηση 95,54% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα