Από την έντυπη έκδοση
Το μη μισθολογικό κόστος και η περαιτέρω μείωσή του είναι πολύ πιο σημαντικό μέγεθος από τυχόν αύξηση του κατώτατου μισθού. Αυτό είναι το συμπέρασμα που προκύπτει από την έκθεση αξιολόγησης του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού, που υπέβαλε το ΙΟΒΕ στην αρμόδια επιτροπή του υπουργείου Εργασίας.
Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών προτείνει να αξιοποιηθεί ο όποιος δημοσιονομικός χώρος υπάρχει, ώστε να υποχωρήσει το μη μισθολογικό κόστος, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους εργοδότες. Κάτι τέτοιο όμως προτείνεται να συμβεί με μέτρα που θα έχουν πιο μόνιμο χαρακτήρα και όχι περιορισμένης χρονικής διάρκειας.
Εκτιμάται ότι με τον τρόπο αυτό θα αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και ειδικά στα πιο χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια, που επηρεάζονται άμεσα από τον κατώτατο μισθό.
Στην έκθεση παρατίθενται στοιχεία που δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται αισθητά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στα ζητήματα της επίδρασης του μη μισθολογικού κόστους. Ειδικότερα, η χώρα μας είναι στην 6η θέση της Ε.Ε. σχετικά με το υψηλότερο κόστος των ασφαλιστικών εισφορών από την πλευρά των εργαζομένων και στην 7η θέση από την πλευρά των εργοδοτών. Και στις δύο περιπτώσεις η Ελλάδα βρίσκεται αισθητά πάνω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ κατά 14,2 ποσοστιαίες μονάδες αθροιστικά.
Η πρόταση για τον μισθό
Αυτός είναι ένας από τους λόγους που προτείνεται «πάγωμα» του κατώτατου μισθού στα σημερινά επίπεδα (650 ευρώ μικτά) για τη φετινή χρονιά. Το ΙΟΒΕ εκτιμά μάλιστα ότι αυτή πρέπει να είναι η πρακτική που θα πρέπει να ακολουθήσει η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο, για όσο χρονικό διάστημα διατηρηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις από την πανδημία στο οικονομικό πεδίο. Τονίζεται ότι το συγκεκριμένο μέγεθος πρέπει να ταυτίζεται με την παραγωγικότητα στην αγορά εργασίας.
Αν δηλαδή προκύψει μια αύξηση των κατώτατων αποδοχών τέτοια που να υπερβαίνει τη βελτίωση της παραγωγικότητας, τότε το Ίδρυμα εκτιμά ότι θα υπάρξει ανάχωμα στην υποχώρηση της ανεργίας, ενώ και οι επιδράσεις από την πανδημία θα αργήσουν να εξαφανιστούν από την ελληνική οικονομία.
Ειδική αναφορά κάνει το ΙΟΒΕ και ως προς τον χαρακτηρισμό του κατώτατου μισθού ως «μοναδική αξία». Το συγκεκριμένο θέμα, που έχει παραπεμφθεί και στα αρμόδια δικαστήρια, αναφέρεται κυρίως στο σκέλος της ύπαρξης προϋπηρεσίας και αν πρέπει ή όχι και εκεί να καταγράφονται οι όποιες αυξήσεις. Το Ίδρυμα συμφωνεί πλήρως με τη θέση που έχει εκφράσει ο ΣΕΒ και σύμφωνα με την οποία αν πρέπει να υπάρξουν περαιτέρω αυξήσεις, εκτός του κατώτατου μισθού, αυτές θα πρέπει να είναι αντικείμενο διμερούς συμφωνίας και όχι να περιλαμβάνονται στη συνολική παρέμβαση για τις κατώτατες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα.
Σχετικές εκθέσεις
Σημειώνεται ότι το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών έχει την υποχρέωση εκ του νόμου να υποβάλλει σχετικές εκθέσεις σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, ανά έτος, για να αξιολογούνται από την αρμόδια επιτροπή.
Ανάλογες εκθέσεις υποβάλλουν και άλλοι φορείς της οικονομίας, όπως είναι οι εκπρόσωποι των εργοδοτών (ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ, ΣΕΒ), οι εκπρόσωποι των εργαζομένων (ΓΣΕΕ), η Τράπεζα της Ελλάδος και το ΚΕΠΕ. Πρόκειται για μια διαδικασία που προηγείται της τελικής απόφασης που θα πρέπει να λάβει ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας και η οποία κρίνει το ποσό των κατώτατων αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, σε ετήσια βάση.
Έπειτα από τρεις διαδοχικές παρατάσεις της διαδικασίας και αφού το 2020 θεωρήθηκε μια «χαμένη χρονιά», λόγω πανδημίας, χωρίς να παρθεί απόφαση για τον κατώτατο μισθό, δόθηκε νέα προθεσμία έως την 30ή Ιουνίου. Έως τότε θα πρέπει όλοι οι παράγοντες της αγοράς να τοποθετηθούν επί του θέματος τεκμηριωμένα. Έτσι, θα ληφθεί η σχετική απόφαση από τον αρμόδιο υπουργό, όσο γίνεται πιο κοντά στις πραγματικές συνθήκες που βιώνει η ελληνική αγορά εργασίας.
Η διαδικασία ελέγχου των προτάσεων από όλες τις πλευρές αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός της εβδομάδας.