Θα συνεχιστεί η ανοδική πορεία της εγχώριας αγοράς σοκολάτας τη διετία 2007-2008 με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 2%, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα κλαδικής έρευνας της ICAP:
Η εγχώρια κατανάλωση σοκολάτας παρουσίασε διακυμάνσεις την περίοδο 1990-2006. Ειδικότερα, εμφάνισε πτωτική πορεία την περίοδο 1991-1996, ενώ στο διάστημα 1999-2006 η κατανάλωση κινήθηκε ανοδικά, σημειώνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό 1,5%. Οι εισαγωγές σοκολάτας εμφάνισαν διαχρονική αύξηση με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,4% την περίοδο 1998-2006. Οι εισαγωγικές εταιρίες του κλάδου κατέλαβαν το 36% της συνολικής αγοράς τόσο το 2005 όσο και το 2006.
Η κατηγορία "σοκολάτες σε πλάκες" καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς καθ’ όλη την περίοδο 1990-2006, σε ποσοστό που κυμάνθηκε κατά μέσο όρο σε 49,3% ετησίως. Το μερίδιο της κατηγορίας "γεμιστές σοκολάτες και γκοφρέτες" διαμορφώθηκε σε 29,4% το 2006, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο εκτιμάται σε 31,2% το 2005. Η κατηγορία "σοκολατίνια" αύξησε το μερίδιό της και απέσπασε το 21,7% της συνολικής κατανάλωσης το 2006 από 11%-12% το 2000. Οι υπόλοιπες κατηγορίες σοκολάτας (κουβερτούρα, σοκοπάστα, τρούφα και τα εποχιακά είδη σοκολάτας) κινήθηκαν επίσης ανοδικά τα τελευταία χρόνια.
Η συνολική εγχώρια παραγωγή σοκολάτας την περίοδο 1996-1999 παρουσίασε μείωση 3%. Από το 2000 κινήθηκε ανοδικά, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 1%. Οι κατηγορίες σοκολάτες σε πλάκες και σοκολατίνια κινήθηκαν ανοδικά την περίοδο 2000-2006, ενώ η κατηγορία γεμιστές σοκολάτες και γκοφρέτες παρουσίασε πτώση την ίδια περίοδο. Η κατηγορία σοκολάτες σε πλάκες απέσπασε μερίδιο 48,5% στη συνολική εγχώρια παραγωγή το 2006, ακολουθούμενη από τις γεμιστές σοκολάτες - γκοφρέτες (περίπου 30%) και τα σοκολατίνια (21,6%).
Στο πλαίσιο της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός 12 επιχειρήσεων του κλάδου, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2004 και 2005. Οπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού των παραγωγικών επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκε κατά 4,6% το 2005 σε σχέση με το 2004, ενώ το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων σημείωσε μείωση ποσοστού 11,7% την ίδια περίοδο.
Οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν κατά 4,1% το 2005 σε σχέση με το 2004. Αντίστοιχα, αυξήθηκε το μικτό και λειτουργικό περιθώριο, με συνέπεια το καθαρό αποτέλεσμα (κέρδη προ φόρου) των εταιριών του δείγματος να αυξηθεί κατά 10,4%, ο δε δείκτης αποδοτικότητας του ιδίου κεφαλαίου διαμορφώθηκε σε 20,93% το 2005 από 16,74% το 2004. O δείκτης δανειακής επιβάρυνσης επιδεινώθηκε το 2005 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, μικρή δε επιδείνωση παρουσίασε και η κυκλοφοριακή ταχύτητα των αποθεμάτων.