Η οικονομική δραστηριότητα, και συνεπώς η αγορά εργασίας σε ολόκληρη την ΕΕ, επλήγη σημαντικά από την πανδημία. Υπήρξαν ορατές επιπτώσεις στην απασχόληση, με το εργατικό δυναμικό να έχει επηρεαστεί με πολλαπλούς τρόπους είτε επειδή έμειναν άνεργοι είτε επειδή έμειναν εκτός της αγοράς εργασίας για άλλους λόγους- καθώς ο κορωνοϊός και τα μέτρα για τον περιορισμό του επηρέασαν την ικανότητα ενός εργαζόμενου να εργάζεται ή να αναζητεί εργασία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην ΕΕ το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 20-64 ετών έφτασε το 72,6% το τέταρτο τρίμηνο του 2020, χαμηλότερο από τα επίπεδα πριν από την κρίση του COVID-19 (73,2% το τέταρτο τρίμηνο του 2019), αλλά πάνω από το επίπεδο που καταγράφηκε το δεύτερο τρίμηνο του 2020 (71,7%) το οποίο ήταν το πρώτο τρίμηνο που επηρεάστηκε από την πανδημία.
Σε σύγκριση με άλλες ηλικιακές ομάδες, οι νέοι ηλικίας 15-24 ετών είδαν την απότομη πτώση της απασχόλησης κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης . Το ποσοστό απασχόλησης των νέων μειώθηκε ελαφρά από 33,5% το τέταρτο τρίμηνο του 2019 σε 33,3% το πρώτο τρίμηνο του 2020, και έπιασε το 30,5% το δεύτερο τρίμηνο του 2020, κι έπειτα αυξήθηκε και παρέμεινε σταθερό στο 31,1% το τρίτο τρίμηνο και το τέταρτο τρίμηνο του 2020.
Το ποσοστό ανεργίας ατόμων ηλικίας 15-74 ετών στην ΕΕ παρέμεινε σταθερό στο 6,3% του εργατικού δυναμικού μεταξύ του τέταρτου τριμήνου 2019 και του πρώτου τριμήνου του 2020, αυξήθηκε ελαφρά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 (6,5%) και έφτασε στο αποκορύφωμά του το τρίτο τρίμηνο του 2020 (7,1%), μετά από το οποίο μειώθηκε ελαφρά σε 6,9% το τέταρτο τρίμηνο του 2020. Συνήθως, σε περίπτωση οικονομικής κρίσης, η ανεργία είναι ο κύριος δείκτης αναφοράς για την επιδείνωση της αγοράς εργασίας. Ωστόσο, δεδομένης της φύσης της κρίσης του COVID-19, δεν θεωρείται πλήρης η εικόνα εξετάζοντας μόνο τις αλλαγές στην ανεργία.
Τα μέτρα που έλαβαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού, επηρέασαν τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους δημόσιους φορείς όπως τα σχολεία. Δεδομένης αυτής της κατάστασης, οι άνεργοι που κανονικά θα ήταν διαθέσιμοι για εργασία και που θα είχαν αναζητήσει εργασία, μπορεί να έχουν εγκαταλείψει την αναζήτηση εργασίας λόγω χαμηλότερων προσδοκιών ή επειδή δεν ήταν άμεσα διαθέσιμοι για εργασία λόγω άλλων ευθυνών όπως η φροντίδα των παιδιών. Ως αποτέλεσμα, αυτοί οι άνθρωποι δεν θα θεωρούνται πλέον ως «άνεργοι».
Το μερίδιο των ατόμων ηλικίας 15-74 ετών που είναι διαθέσιμα για εργασία αλλά δεν αναζητούν εργασία αυξήθηκε μετά την εφαρμογή των πρώτων περιορισμών το πρώτο τρίμηνο του 2020 (3,4% του εργατικού δυναμικού σε σύγκριση με 3,0% το τέταρτο τρίμηνο του 2019) και έφτασε στο αποκορύφωμά του δεύτερο τρίμηνο του 2020 (4,9%), μετά από το οποίο μειώθηκε και παρέμεινε σταθερό στο 3,7% το τρίτο τρίμηνο και το τέταρτο τρίμηνο του 2020.
naftemporiki.gr