ICAP: Μελέτη για την αγορά επίπλων οικιακής χρήσης

Πέμπτη, 31 Μαΐου 2007 11:57

Η αγορά των επίπλων οικιακής χρήσης είναι κατακερματισμένη λόγω του μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτήν. Η πλειοψηφία των παραγωγικών μονάδων είναι μικρού μεγέθους, συχνά οικογενειακού χαρακτήρα και δε διαθέτει αυτοματοποιημένη παραγωγή.

Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι οι μεσαίου και μεγάλου μεγέθους παραγωγικές μονάδες συγκεντρώνουν περίπου το 30% της εγχώριας παραγωγής, ενισχύοντας ωστόσο σταδιακά την παρουσία τους στην αγορά. Ο εισαγωγικός τομέας είναι περισσότερο συγκεντρωμένος και σε αυτόν δραστηριοποιούνται κυρίως μεσαίου και μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις.

Τα παραπάνω επισημαίνονται στην κλαδική μελέτη που εκπονήθηκε πρόσφατα από τον Τομέα Μελετών και Συμβούλων Διοίκησης της ICAP και στην οποία διερευνάται η εξέλιξη της αγοράς των επίπλων οικιακής χρήσης ανά κύρια κατηγορία προϊόντων:

Η διάθεση των επίπλων πραγματοποιείται συνήθως μέσω εξειδικευμένων καταστημάτων λιανικής πώλησης. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχουν εισέλθει στην εξεταζόμενη αγορά και καταστήματα οικιακού εξοπλισμού, υπερμάρκετ και πολυκαταστήματα. Παράλληλα, αρκετές επιχειρήσεις του κλάδου, κυρίως εισαγωγικές, έχουν δημιουργήσει δίκτυα καταστημάτων, τα οποία επεκτείνονται είτε αυτόνομα είτε με τη μέθοδο του franchising.

Η αγορά επίπλων οικιακής χρήσης σχετίζεται άμεσα με το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και κατ’ επέκταση με τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες. Κατά τα τελευταία χρόνια σημαντικό τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματος μεγάλου μέρους νοικοκυριών δεσμεύεται για την αποπληρωμή δανείων και χρεών και κατ΄ επέκταση η απόφαση απόκτησης διαρκών αγαθών για την αντικατάσταση υπάρχοντος εξοπλισμού, συχνά μετατίθεται χρονικά. Εναλλακτικά οι καταναλωτές στρέφονται προς οικονομικότερες επιλογές και προτιμούν τις αγορές με προγράμματα δόσεων και άλλων διευκολύνσεων, τα οποία μπορούν να προσφέρουν συνήθως οι μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης, η εγχώρια φαινομενική κατανάλωση επίπλων οικιακής χρήσης σε αξία ακολούθησε ανοδική πορεία την περίοδο 1998-2006, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 4,6%. Το 2005 εκτιμάται ότι οι μεσαίου και μεγάλου μεγέθους παραγωγικές και εισαγωγικές επιχειρήσεις κάλυψαν το 49% του συνολικού μεγέθους αγοράς.

Τα έπιπλα καθιστικού χώρου εκτιμάται ότι συγκέντρωσαν το 47% της συνολικής εγχώριας αγοράς των εξεταζόμενων επίπλων το 2006. Τα έπιπλα υπνοδωματίου κάλυψαν το ίδιο έτος το 27% της εγχώριας αγοράς, ενώ το ποσοστό συμμετοχής των επίπλων τραπεζαρίας ανήλθε στο 26%.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις προβλέπεται ότι η εγχώρια αγορά επίπλων οικιακής χρήσης δεν θα παρουσιάσει αξιόλογη μεταβολή τη διετία 2007-2008, παραμένοντας ουσιαστικά στα επίπεδα του 2006 (βάσει αξίας).

Τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα θεωρούνται υψηλής ποιότητας, αλλά η εξαγωγική επίδοσή τους είναι περιορισμένη. Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, το γεγονός αυτό οφείλεται στην έλλειψη σύγχρονου τεχνολογικού εξοπλισμού από την πλειοψηφία των επιχειρήσεων, παράγοντας που θα συνέβαλε στη μείωση του κόστους, στη μικρή παραγωγική δυναμικότητα, στην ελλιπή οργάνωση και ανάπτυξη δικτύου διανομής, καθώς και στην ανεπαρκή στήριξη και προώθηση των εξαγωγών. Η καινοτομία στο σχεδιασμό, η υψηλή ποιότητα, η ευελιξία της παραγωγής και η δυνατότητα προσαρμογής στις εξειδικευμένες απαιτήσεις των καταναλωτών είναι χαρακτηριστικά τα οποία θα μπορούσαν να βελτιώσουν την ανταγωνιστική ισχύ των συγκεκριμένων επιχειρήσεων. Παράλληλα, η εφαρμογή κατάλληλων στρατηγικών μάρκετινγκ, όπως και η συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων σε επίπεδο σχεδιασμού και παραγωγής, θεωρούνται απαραίτητες προϋποθέσεις για την προώθηση των πωλήσεων στην ελληνική αγορά, αλλά και την επέκταση στο εξωτερικό.

Στα πλαίσια της μελέτης έγινε και χρηματοοικονομική ανάλυση των επιχειρήσεων του κλάδου βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συνετάχθη ο ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος 31 παραγωγικών και 30 εισαγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία ισολογισμών των χρήσεων 2004 και 2005. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα αυτά, το σύνολο του ενεργητικού των παραγωγικών επιχειρήσεων του δείγματος παρουσίασε αύξηση το 2005 κατά 9,3% σε σχέση με το 2004, ενώ των εισαγωγικών επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 8,5%. Τα ίδια κεφάλαια παρουσίασαν αύξηση 4,5% στις παραγωγικές επιχειρήσεις και 1,6% στις εισαγωγικές επιχειρήσεις.

Οι πωλήσεις των παραγωγικών επιχειρήσεων του δείγματος μειώθηκαν κατά 1,4% το 2005 σε σχέση με το 2004. Την ίδια περίοδο το κέρδος προ φόρου εισοδήματος παρουσίασε σημαντική μείωση 80,4%. Αντίθετα, οι πωλήσεις των εισαγωγικών επιχειρήσεων του δείγματος αυξήθηκαν το 2005 κατά 2,4%, ενώ το κέρδος προ φόρου εισοδήματος μειώθηκε κατά 50% περίπου σε σχέση με το 2004.

Οι δείκτες αποδοτικότητας ιδίων και απασχολουμένων κεφαλαίων των παραγωγικών επιχειρήσεων του δείγματος παρουσίασαν επιδείνωση το 2005, διαμορφούμενοι σε 2,37% (αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων) και 1,83% (αποδοτικότητα απασχολουμένων κεφαλαίων) από 12,66% και 10,49% αντιστοίχως το 2004. Οι αντίστοιχοι δείκτες των εισαγωγικών επιχειρήσεων διαμορφώθηκαν το 2005 σε 8,11% και 5,16%, από 16,45% (αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων) και 10,79% (αποδοτικότητα απασχολουμένων κεφαλαίων) το 2004. Περαιτέρω, το περιθώριο μικτού και λειτουργικού κέρδους παρουσίασε επιδείνωση το 2005 σε σχέση με το 2004 για τις παραγωγικές επιχειρήσεις του δείγματος, ενώ για τις εισαγωγικές επιχειρήσεις το περιθώριο μικτού κέρδους βελτιώθηκε το 2005 και διαμορφώθηκε στο 41,91%. Το περιθώριο λειτουργικού κέρδους παρουσίασε επιδείνωση, διαμορφούμενο στο 2,53% το ίδιο έτος.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα