Από την έντυπη έκδοση
Αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων, οριστική και ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, ολοκλήρωση της φορολογικής μεταρρύθμισης με γνώμονα την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών και τη δικαιότερη κατανομή τους, αναδιάρθρωση των δημόσιων δαπανών με έμφαση στις παραγωγικές δαπάνες, αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, ολοκλήρωση του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας και κοινωνίας και προστασία από μελλοντικές μολυσματικές ασθένειες, αλλά και αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Αυτές είναι οι προτεραιότητες που θεωρεί αναγκαίες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ταχύτητα επιστροφής στην ανάπτυξη θα εξαρτηθεί ουσιαστικά από τους τρεις παράγοντες που επικαλέστηκε στη —χθεσινή του ομιλία ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά την τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της ΤτΕ:
* Πρώτον, την επιτάχυνση των εμβολιασμών όχι μόνο σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο εμβολιασμός του πληθυσμού θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην προοπτική επίλυσης της υγειονομικής κρίσης και θα δώσει τη δυνατότητα επιστροφής στην κανονικότητα με άρση ταξιδιωτικών και άλλων περιορισμών, συμβάλλοντας έτσι στην ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, κυρίως υπηρεσιών. Παράλληλα, θα επιτρέψει την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και των εγχώριων επενδύσεων.
* Δεύτερον, τη διατήρηση σε εφαρμογή, όσο διαρκεί η πανδημία και μέχρι να εδραιωθεί η ανάκαμψη, των δημοσιονομικών παρεμβάσεων και των έκτακτων μέτρων από το τραπεζικό σύστημα, στοχευμένων σε κατηγορίες εργαζομένων και παραγωγικούς κλάδους που επλήγησαν βαρύτερα, αλλά παραμένουν οικονομικά υγιείς.
* Τρίτον, την ταχύτητα ενεργοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 θα ενισχύσει τη δυναμική της ανάπτυξης και θα διευκολύνει, μέσω της αύξησης του εθνικού προϊόντος, την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας χωρίς την ανάγκη επιστροφής στις αυστηρές πολιτικές λιτότητας του παρελθόντος που εγκλώβισαν την οικονομία σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης και στασιμότητας.
«Την επαύριον της πανδημίας, απαιτείται ιεράρχηση των μεσοπρόθεσμων προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής γύρω από τρεις κεντρικούς άξονες: α) την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας ώστε να διασφαλίζεται το αξιόχρεο της χώρας, β) την ενίσχυση του αναπτυξιακού προσανατολισμού της δημοσιονομικής πολιτικής και γ) την επιτάχυνση της υλοποίησης του εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, συμπεριλαμβανομένης της απαλλαγής των πιστωτικών ιδρυμάτων από τα χαμηλής ποιότητας στοιχεία ενεργητικού τους», τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ. Προέβλεψε ότι η ανάκαμψη της ζήτησης θα αρχίσει να κερδίζει έδαφος αργότερα μέσα στο έτος και συγκεκριμένα από το β’ τρίμηνο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ το 2021 θα είναι 4,2%.
Η πρόβλεψη αυτή εμπεριέχει αβεβαιότητα εξαιτίας των κινδύνων που συνδέονται με την εξέλιξη των επιδημιολογικών δεδομένων και τη δυνατότητα άμεσης άρσης πολλών περιοριστικών και απαγορευτικών μέτρων, αλλά και με τα ιδιαίτερα δομικά χαρακτηριστικά της οικονομίας.
Πηγές κινδύνων
Με την πανδημία να παρουσιάζει αμείωτη ένταση διεθνώς, οι καθυστερήσεις στην παραγωγή και διάθεση των εμβολίων εγκυμονούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο, σημείωσε ο κ. Στουρνάρας. Επίσης, πρόσθεσε ότι την επαύριον ένας από τους σοβαρότερους ίσως κινδύνους συνδέεται με τη διεύρυνση του οικονομικού και κοινωνικού χάσματος μεταξύ ομάδων χωρών, γεωγραφικών περιοχών και κοινωνικών ομάδων. Άλλος σημαντικός κίνδυνος είναι η εκτίναξη του ιδιωτικού χρέους, η διαχείριση του οποίου αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση στο αμέσως επόμενο διάστημα. Εξίσου σημαντικός κίνδυνος συνδέεται με τη δυναμική του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, το οποίο εκτινάχθηκε στα υψηλότερα μεταπολεμικά επίπεδα. Η επικράτηση ιστορικά χαμηλών επιτοκίων δανεισμού το καθιστά μεσοπρόθεσμα διαχειρίσιμο. Υπάρχει όμως ανησυχία ότι η μεγάλη και παρατεταμένη δημοσιονομική τόνωση ίσως οδηγήσει σε υπερθέρμανση των οικονομιών.
Η Ελλάδα επηρεάζεται άμεσα από την έξαρση της παγκόσμιας αβεβαιότητας και από τους παγκόσμιους κινδύνους. Αντιμετωπίζει όμως και επιπλέον κινδύνους, που συνδέονται με τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά της οικονομίας της, αλλά και με προβλήματα που είχε κληροδοτήσει η προηγούμενη κρίση. Με το πέρας της πανδημίας, η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει δύο σημαντικούς κινδύνους: την εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων μη βιώσιμων επιχειρήσεων και την κατάργηση πολλών θέσεων εργασίας, κυρίως σε υπηρεσίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα και σε κλάδους εντάσεως εργασίας χαμηλής εξειδίκευσης. Το ενδεχόμενο πτώχευσης μεγάλου αριθμού οριστικά μη βιώσιμων επιχειρήσεων ενέχει σημαντικούς πιστωτικούς κινδύνους (νέα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια) και δημοσιονομικούς κινδύνους (καταπτώσεις κρατικών εγγυήσεων, οριστική διαγραφή χρεών προς το Δημόσιο, εισοδηματική στήριξη στους απολυόμενους εργαζομένους), οι οποίοι επηρεάζουν αρνητικά τον χρηματοπιστωτικό τομέα και επιβραδύνουν την επιστροφή στη δημοσιονομική ισορροπία.
Δημοσιονομική πολιτική
Τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης και η ύφεση επέφεραν απότομη μεταστροφή του δημοσιονομικού πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα και, σε συνδυασμό με τη μεγάλη πτώση του ονομαστικού προϊόντος, σημαντική αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Με βάση την αναθεωρημένη πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος, εκτιμάται ότι το 2020 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 7,0% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος σε 205% του ΑΕΠ.
Η συμπερίληψη των κρατικών ομολόγων, αν και εξακολουθούν να υπολείπονται της επενδυτικής βαθμίδας, στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας της ΕΚΤ και η αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών από το ευρωσύστημα, καθώς και οι θετικές εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, συνέβαλαν στην αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές με ιδιαιτέρως ευνοϊκούς όρους. Παρ’ όλα αυτά, η αβεβαιότητα παραμένει αυξημένη και η δημοσιονομική πολιτική το 2021 έχει ήδη συμπληρωθεί με νέες επεκτατικές παρεμβάσεις, οι οποίες αναμένεται να επιβαρύνουν περαιτέρω το δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Εκτιμάται ότι το 2021 το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί σε 5,3% του ΑΕΠ.
«Καμπανάκι» για τις προκλήσεις από την αναβαλλόμενη φορολογία των
τραπεζών
Εναλλακτική για το θέμα της αναβαλλόμενης φορολογίας ζητά να βρεθεί η Τράπεζα της Ελλάδος, εφόσον δεν υιοθετηθεί η πρόταση για σύσταση Bad Bank, καθώς ο αναβαλλόμενος φόρος επηρεάζει τα κεφάλαια των τραπεζών. «Στην περίπτωση που δεν επιλεγεί τελικά η πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος, θα πρέπει να βρεθεί ένας εναλλακτικός τρόπος αντιμετώπισης του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων, συνεπής με την κείμενη νομοθεσία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Σημαντικές και εκτεταμένες είναι οι συνέπειες της πανδημίας στον τραπεζικό τομέα, οι οποίες σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος αναμένεται να ενταθούν το 2021 και αφορούν τη δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και την αναμενόμενη επιδείνωση του λόγου των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων προς το σύνολο των εποπτικών κεφαλαίων. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα NPLs ύψους 8-10 δισ. ευρώ.
Θα πρέπει να επανεξεταστεί η επάρκεια των προβλέψεών τους έναντι του πιστωτικού κινδύνου. Αν και το ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τον μέσο όρο της Ε.Ε., είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο κρατών-μελών, καθώς είναι υψηλός ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Πέρα από τα κόκκινα δάνεια και την αναβαλλόμενη φορολογία οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν και μια σειρά από άλλες σοβαρές προκλήσεις, κοινές όμως και για τις περισσότερες τράπεζες της Ευρωζώνης, όπως η χαμηλή οργανική κερδοφορία λόγω χαμηλών επιτοκίων, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από ιδρύματα που δεν είναι τραπεζικά, οι προκλήσεις που έχουν αφετηρία την ατελή τραπεζική ένωση, καθώς και οι λοιπές προκλήσεις που συνδέονται με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, αλλά και με κυβερνοεπιθέσεις.
Με την ολοκλήρωση του προγράμματος «Ηρακλής 2», εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας προσωρινά χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, αλλά άνω του ελάχιστου εποπτικού ορίου, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια των τραπεζών.
Εδώ όμως, όπως αναφέρεται στην έκθεση, δεν περιλαμβάνονται τα νέα ΜΕΔ που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο λόγω των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης. Έτσι είναι απαραίτητο να αναληφθούν πρόσθετες ενέργειες οι οποίες θα διευκολύνουν την εμπροσθοβαρή αναγνώριση των ζημιών λόγω αυξημένου πιστωτικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας και την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών μαζί με την αντιμετώπιση του προβλήματος των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
Η έκθεση σημειώνει πως είναι απαραίτητη η Bad Bank συμπληρωματικά με το υπό εξέλιξη πρόγραμμα «Ηρακλής».
H Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει προς την κυβέρνηση τη σύσταση εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company - AMC), στην οποία θα μεταβιβαστούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην καθαρή λογιστική τους αξία και στη συνέχεια θα τιτλοποιηθούν σε πραγματικούς όρους αγοράς.
Με τον τρόπο αυτόν επιλύεται το πρόβλημα των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων. Σημειώνεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο θα παρέχει, έναντι προμήθειας από τις τράπεζες, την εγγύησή του ώστε να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ της αξίας μεταβίβασης και της εκτιμώμενης αγοραίας αξίας.
Οι τράπεζες θα καταβάλλουν και ειδικό τέλος (σε βάθος πενταετίας) ως αμοιβή εισόδου στο σχήμα. Επίσης, το Ελληνικό Δημόσιο θα διατηρήσει το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη από υψηλότερες του αναμενομένου ανακτήσεις δανείων, μέσω διακράτησης του μεγαλύτερου μέρους των τίτλων κατώτερης διαβάθμισης. Η κυβέρνηση εξετάζει τη σκοπιμότητα της ίδρυσης εταιρείας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού, όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος, και παράλληλα έχει αιτηθεί από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την επέκταση του προγράμματος «Ηρακλής».
Κόκκινα δάνεια
Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (Non Performing Exposures- NPEs) ανήλθαν στο τέλος του Δεκεμβρίου 2020 σε 47,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου 2019. Ο λόγος των NPEs προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, 30,2%, έναντι μέσου όρου μόλις 2,8% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι δε πιθανόν, σύμφωνα με την ΤτΕ, να υπάρξει αντιστροφή της αποκλιμάκωσης όταν έλθει η ώρα να αρθούν τα μέτρα στήριξης που υιοθετήθηκαν λόγω της πανδημίας Covid-19 και απέτρεψαν προσωρινά την πλήρη εκδήλωση των συνεπειών της για τη χρηματοοικονομική ευρωστία των οικονομικών μονάδων.
Ως προς τη διάρθρωση των NPEs, σε απόλυτα μεγέθη, πάνω από το ήμισυ αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 1/3 περίπου στεγαστικά και το υπόλοιπο καταναλωτικά δάνεια. Επίσης, το ήμισυ σχεδόν του υπολοίπου των NPEs αφορά δάνεια που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, ενώ το υπόλοιπο των NPEs, που συνδέονται με ρυθμίσεις, αντιπροσωπεύει περίπου το 1/3 του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Επί δε του συνόλου των δανείων, εξυπηρετούμενων και μη, σε καθεστώς ρύθμισης υπάγεται περίπου το 1/5. Μεγάλο ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισε και πάλι καθυστέρηση, και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις η εξέλιξη αυτή παρατηρήθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.
Αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας
Η κρίση της πανδημίας αναδεικνύει την ανάγκη μεταρρύθμισης του υπό αναστολή Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης γύρω από δύο κεντρικούς άξονες: α) την απλοποίηση των δημοσιονομικών κανόνων, ώστε να γίνουν περισσότερο ευέλικτοι, ρεαλιστικοί και εύχρηστοι, και β) την ενίσχυση της εφαρμογής αξιόπιστων αντικυκλικών δημοσιονομικών πολιτικών με ταυτόχρονη ενδυνάμωση των αυτόματων σταθεροποιητών και με μεγαλύτερη έμφαση στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, υποστήριξε ο κ. Στουρνάρας. Πρόσθεσε ότι οι νέοι κανόνες θα πρέπει να είναι αξιόπιστοι, ώστε να εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των αγορών, και να μη χρειάζονται πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες αλλαγής των ευρωπαϊκών συνθηκών, παρά μόνο πολιτική στήριξη σε επίπεδο ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προσαρμογή σε νέες τάσεις
Η ανάγκη προστασίας από την πανδημία επιτάχυνε την εμφάνιση νέων τάσεων στην καταναλωτική συμπεριφορά και στη ζήτηση, αλλά και στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των επιχειρήσεων. Η τηλεργασία, η τηλεδιάσκεψη, το ηλεκτρονικό εμπόριο, η ζωντανή μετάδοση, η εξ αποστάσεως διδασκαλία αποτελούν παραδείγματα της αυξημένης διείσδυσης των νέων τεχνολογιών στις οικονομικές και κοινωνικές δομές. Η κρίση της πανδημίας επιτάχυνε επίσης την τάση της ηλεκτρονικής παγκοσμιοποίησης (e-globalisation), με δυνατότητα ανάπτυξης εταιρειών λογισμικού σε παγκόσμια κλίμακα χωρίς συγκεκριμένη γεωγραφική εγκατάσταση. Με δεδομένες αυτές τις νέες τάσεις, οι επιχειρήσεις όλων των κλάδων χρειάζεται επειγόντως να προσαρμοστούν στα νέα είδη της ζήτησης και στους νέους τρόπους λειτουργίας και άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η έλλειψη πρόσβασης ή η άνιση πρόσβαση στην τεχνολογία και στην οικονομία της γνώσης, καθυστερήσεις, αστοχίες πολιτικής ή ακόμη και απροθυμία προσαρμογής είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε βραδεία και ασθενέστερη ανάπτυξη και να διευρύνουν τις ανισότητες τόσο μεταξύ χωρών όσο και μεταξύ κλάδων παραγωγής.