Με αφορμή δημοσιεύματα στον Τύπο αλλά και όσα προβάλλονται από διάφορες πλευρές τις τελευταίες ημέρες σχετικά με ευθύνες που αποδίδονται στην Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) για την εποπτεία και τον έλεγχο της διαχείρισης των διαθεσίμων των Ασφαλιστικών Οργανισμών, η Τράπεζα της Ελλάδος σε ανακοίνωσή της διευκρινίζει τα εξής:
«1. Ως προς το νομικό πλαίσιο:
Ο Α.Ν. 1611/1950 είχε αναθέσει στην τότε Νομισματική Επιτροπή την αρμοδιότητα, η οποία στη συνέχεια με τον Ν. 1266/1982 περιήλθε στην Τράπεζα της Ελλάδος, να ελέγχει την τήρηση των υποχρεώσεων που επιβάλλουν οι διατάξεις του στους Δημόσιους Οργανισμούς (Ασφαλιστικοί Φορείς κ.α.). Οι υποχρεώσεις αυτές συνίσταντο αποκλειστικά στο άνοιγμα λογαριασμών διαθεσίμων στην Τράπεζα της Ελλάδος και μεταφορά στους λογαριασμούς αυτούς των πλεονασμάτων της ταμιακής διαχείρισης, καθώς και των διαθεσίμων που δεν επενδύονται σε όσες επενδύσεις είναι επιτρεπτές.
Οι ανωτέρω έλεγχοι διεξάγονταν πάντοτε κανονικά.
Με το Ν. 2676/1999 η διενέργεια ελέγχου της νομιμότητας και τήρησης των Κανόνων Επενδυτικής Συμπεριφοράς στις επενδύσεις που πραγματοποιούν ορισμένες κατηγορίες από τους Οργανισμούς που υπάγονται στον Α.Ν. 1611/1950 (Ασφαλιστικοί Φορείς αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας) ανατίθεται σε Ειδική Επιτροπή Ελέγχου και Εποπτείας της Διαχείρισης της Περιουσίας των Ασφαλιστικών Φορέων (εφεξής: Ειδική Επιτροπή) και επομένως δεν ανήκει στην Τράπεζα της Ελλάδος. ¶λλωστε ο κατασταλτικός οικονομικός έλεγχος των Ασφαλιστικών Φορέων ανατίθεται από τον Ν. 2084/ 1992 σε τρία διακριτά όργανα, δηλαδή στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στους ορκωτούς ελεγκτές και στη Διεύθυνση Επιθεωρήσεως της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
2. Ως προς την Ειδική Επιτροπή
Η Ειδική Επιτροπή δεν αποτελεί όργανο της Τράπεζας της Ελλάδος, ούτε άλλωστε θα μπορούσε να ιδρυθεί ως τέτοιο από το νόμο, με βάση όσα το Σύνταγμα (αρχή της προστασίας της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου) αλλά και η ανεξαρτησία της Τράπεζας της Ελλάδος επιτάσσουν. Μάλιστα το ότι η Ειδική Επιτροπή έχει αυτοτέλεια ενισχύεται από την πρόβλεψη του νόμου ότι η συνδρομή των αρμοδίων υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και άλλων φορέων (Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων) παρέχεται μόνον κατόπιν προηγουμένου αιτήματος της Επιτροπής.
Εξάλλου η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία συμβάλλει στη λειτουργία της Ειδικής Επιτροπής με την προς αυτήν παροχή χώρου για τις συνεδριάσεις της και προσωπικού για τη στελέχωση της Γραμματείας της, εκπροσωπείται σε αυτήν με ένα μόνο μέλος, ως Πρόεδρο, επί συνόλου εννέα μελών, τα υπόλοιπα από τα οποία είναι τρεις εκπρόσωποι Υπουργείων (Οικονομίας και Απασχόλησης), ένας εκπρόσωπος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τρεις εκπρόσωποι Ασφαλιστικών Φορέων και ένας εκπρόσωπος της ΓΣΕΕ. Τα μέλη της Ειδικής Επιτροπής και οι αναπληρωτές τους ορίζονται ύστερα από προτάσεις των οικείων φορέων. Σε περίπτωση μη έγκαιρης υποβολής των προτάσεων, οι Υπουργοί Οικονομίας και Οικονομικών, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ο οποίος πάντως ουδέποτε αρνήθηκε τη σύμπραξή του) προβαίνουν στο διορισμό των μελών, κατ’ επιλογή τους.
Δεν υφίσταται, επομένως, ευθύνη της Τράπεζας της Ελλάδος ούτε για το έργο της Ειδικής Επιτροπής κατά τη διάρκεια της τετραετούς ζωής της, ούτε για το γεγονός ότι η Ειδική Επιτροπή παρέμεινε για ικανό διάστημα χωρίς νόμιμη συγκρότηση.
3. Ως προς την Πράξη Διοικητή 2538/11.2.2004
Η Πράξη Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2538/11.2.2004, δημοσιευμένη στο ΦΕΚ Α’ 58/27.2.2004, σκοπό και περιεχόμενο έχει (όπως προκύπτει ειδικότερα από τα στοιχεία ιγ, ιδ και ιε του προοιμίου της) την οργάνωση και τον καθορισμό της διαδικασίας που θα πρέπει να ακολουθούν τα όργανα και οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διεξαγωγή των ελέγχων, δηλαδή τόσο εκείνων που κινούνται στο πεδίο του Α.Ν. 1611/1950 και διενεργούνται αυτοτελώς, με ευθύνη της Τράπεζας της Ελλάδος (ανωτέρω παρ.1) όσο και εκείνων που κινούνται στο πεδίο του Ν. 2676/1999 και δεν μπορούν να διενεργηθούν παρά μόνον κατόπιν υποβολής στην Τράπεζα της Ελλάδος αιτήματος της Ειδικής Επιτροπής (ανωτέρω παρ.2).
Ο χρόνος έκδοσης της Πράξης Διοικητή συνδέεται με το χρόνο κατά τον οποίο ολοκληρώθηκε από την Ειδική Επιτροπή η εκπόνηση κανόνων Επενδυτικής Συμπεριφοράς των Ασφαλιστικών Φορέων αλλά και με την εσωτερική αναδιοργάνωση του ελέγχου που αποφασίστηκε τότε με τη μεταφορά του, από την παλαιά Γενική Επιθεώρηση Τραπεζών όπου ανήκε, σε άλλη υπηρεσιακή μονάδα της Τράπεζας. Υπήρχε, επομένως, και πριν από την έκδοση της Πράξης, αρμόδιος ελεγκτικός μηχανισμός στην Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να υποστηρίξει την Ειδική Επιτροπή στο μέτρο που η τελευταία το ζητούσε. Οι ρυθμίσεις της Πράξης θεσπίστηκαν με ενιαία, και για τις δύο κατηγορίες ελέγχων, διατύπωση, η οποία, πάντως, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να θεμελιώσει επιχείρημα υπέρ της αυτοτελούς αρμοδιότητας της Τράπεζας της Ελλάδος να διεξάγει τους κατά τον Ν. 2676/1999 ελέγχους. Και τούτο διότι, ως γνωστόν, δεν είναι νομικά νοητή η ανάληψη αρμοδιότητας χωρίς ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση. Αντιθέτως η Πράξη Διοικητή, εντασσόμενη, όπως επιβάλλεται, στα δεδομένα του ανωτέρω νομικού πλαισίου, προϋποθέτει, για τη διενέργεια της συγκεκριμένης κατηγορίας ελέγχων, την υποβολή προηγούμενου αιτήματος της Ειδικής Επιτροπής. Και εάν, κατά το σκέλος της κατηγορίας αυτής των ελέγχων, η Πράξη Διοικητή παρέμεινε ανενεργός, αυτό οφείλεται στην αμέσως μετά την έκδοσή της αδυναμία λειτουργίας της Ειδικής Επιτροπής.
4. Ως προς την υπέρβαση του επενδυτικού ορίου 23%
Τα προαναφερόμενα αποσαφηνίζουν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την έκταση των αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος ως προς τον έλεγχο των Ασφαλιστικών Φορέων, καθώς και την ορθή, μέχρι σήμερα άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων. Καθιστούν επίσης σαφές ότι και η υπέρβαση, από πολλούς Ασφαλιστικούς Φορείς, του ορίου του 23% που θέτει ο νόμος για επενδύσεις σε κινητές αξίες και ακίνητα (με ρητή, πάντως, εξαίρεση των επενδύσεων σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, ομόλογα τραπεζών και μετοχές εταιριών που ιδιωτικοποιούνται) δεν συνδέεται με τη δήθεν αναποτελεσματικότητα των ελέγχων. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι υπερβάσεις αυτές προϋπήρχαν από μακρού χρόνου, πρέπει να σημειωθεί ότι εγκρίσεις για παρόμοιες υπερβάσεις δόθηκαν κατά καιρούς σε ορισμένους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς για συγκεκριμένους εκάστοτε λόγους. Αυτό γινόταν πάντοτε στο πλαίσιο της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας (δηλαδή με κοινή απόφαση του αρμόδιου Υπουργού και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος), ενώ σε πολλές περιπτώσεις ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος αρνήθηκε να παράσχει τη σχετική έγκρισή του.
5. Ως προς την παροχή από την Τράπεζα της Ελλάδος υπηρεσιών θεματοφύλακα
Από το 1957 η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχει υπηρεσίες θεματοφύλακα στους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς, αρχικά για τίτλους σε φυσική μορφή και από το 1995 για άϋλους τίτλους. Οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί, σε όλα τα χρόνια της συνεργασίας τους με την Τράπεζα της Ελλάδος γνωρίζουν ότι στις υπηρεσίες θεματοφύλακα δεν συμπεριλαμβάνονται η αξιολόγηση της επένδυσής τους σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ούτε ο έλεγχος των τιμών. Έτσι, εύλογα δεν εζήτησαν ποτέ από την Τράπεζα της Ελλάδος να αξιολογήσει τις επενδυτικές τους αποφάσεις, καθώς αυτό δεν προβλέπεται από καμία διάταξη. Ο θεματοφύλακας είναι αρμόδιος για την εκτέλεση της εντολής του Ασφαλιστικού Οργανισμού, δηλαδή για τη μεταφορά στο χαρτοφυλάκιο του Ασφαλιστικού Οργανισμού των τίτλων που ο ίδιος ο Ασφαλιστικός Οργανισμός επέλεξε και μάλιστα στην αξία διακανονισμού που επίσης ο ίδιος ο Ασφαλιστικός Οργανισμός συμφώνησε με τον αντισυμβαλλόμενο. Στις εντολές που δίνουν οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί προς το αρμόδιο Τμήμα της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρουν ότι αγόρασαν τα συγκεκριμένα ομόλογα και ζητούν τη φύλαξή τους από την Τράπεζα της Ελλάδος. Τα στοιχεία που δηλώνονται στις εντολές αυτές είναι μόνο το όνομα του αντισυμβαλλόμενου, τα χαρακτηριστικά του τίτλου, η αξία του διακανονισμού και η ονομαστική αξία. Λίγο πριν από την ημερομηνία διακανονισμού της συναλλαγής οι θεματοφύλακες των αντισυμβαλλομένων έρχονται σε συνεννόηση για την εξακρίβωση της διαθεσιμότητας των τίτλων και της αντίστοιχης χρηματικής αξίας και τότε μόνον η Τράπεζα της Ελλάδος πληροφορείται για την επικείμενη συναλλαγή στους συγκεκριμένους τίτλους. Είναι, πάντως, αδιανόητο να έχει ο θεματοφύλακας γνώση μελλοντικών συναλλαγών προτού περιέλθουν σ’ αυτόν οι σχετικές εντολές».