«Η πολυπλοκότητα διάρθρωσης του κλάδου της εστίασης, καθώς και το μεγάλο διάστημα που δεν λειτουργεί αποτελούν στοιχεία που δυσκολεύουν την εξίσωση επίλυσης των προβλημάτων του», ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, κ. Θόδωρος Σκυλακάκης σε συνέντευξή του.
Ο κ. Σκυλακάκης, μιλώντας σήμερα στο Πρώτο Θέμα 104,6, σημείωσε ότι οκλάδος περιλαμβάνει 77.000 επιχειρήσεις και 409.000 εργαζομένους, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2019. «Από την έναρξη της πανδημίας, έχουν τεθεί σε αναστολή 258.000 εργαζόμενοι του κλάδου αυτού, ενώ τον Ιανουάριο ήταν σε αναστολή 197.000 εργαζόμενοι.
Ένα κομμάτι αυτών αμείβονται χειρότερα, λαμβάνοντας τα 534 ευρώ της κρατικής στήριξης, ενώ κάποιοι άλλοι που ήταν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης αμείβονται καλύτερα, αφού λαμβάνουν και αυτοί το ίδιο ποσό, 534 ευρώ», είπε χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά στις επιχειρήσεις εστίασης, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι ο τζίρος τους το 2019 ήταν 6,4 δισ. ευρώ, ποσό που μειώθηκε στα 4,6 δισ. ευρώ το 2020, κάτι που σημαίνει ότι χάθηκε τζίρος 1,8 δισ. ευρώ. Οι συνολικές ενισχύσεις που έλαβαν το 2020 ήταν 1,9 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται και άλλου είδους ενισχύσεις, όπως τα μειωμένα ενοίκια ή η πλήρης απαλλαγή από αυτά, η μείωση του ΦΠΑ, οι αμοιβές ειδικού σκοπού που είχαν δοθεί στην αρχή, η μείωση της προκαταβολής φόρου εισοδήματος κ.ά.
Σύμφωνα με τον κ. Σκυλακάκη, ο κλάδος της εστίασης παρουσιάζει δύο σημαντικές αντικειμενικές δυσκολίες.
Η πρώτη έχει να κάνει με το γεγονός ότι είναι άνισος, δεδομένου ότι υπάρχουν επιχειρήσεις που πήγαν καλά μέσα στην πανδημία και πάρα πολλές που δεν πήγαν καθόλου καλά, ανάλογα με τη μορφή που είχαν. Οι επιχειρήσεις εστίασης π.χ. που είχαν την δυνατότητα delivery και το εξέλιξαν, πήγαν πολύ καλά.
Η δεύτερη αντικειμενική δυσκολία, σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, είναι το γεγονός ότι ο κλάδος της εστίασης περιλαμβάνει και ένα μη δηλωμένο κομμάτι, το οποίο δημιουργεί όντως πραγματικό πρόβλημα στο υποσύνολο επιχειρήσεων που αφορά. «Γι’ αυτό και υπάρχουν και μέτρα, όπως π.χ. η μείωση ή ο μηδενισμός των ενοικίων, τα οποία δεν συνδέονται με τη μείωση του τζίρου. Αναπόφευκτα όμως, η κύρια κάλυψη των επιχειρήσεων εστίασης εξαρτάται και από τον τζίρο που εμφάνιζαν. «Μέλημα της Κυβέρνησης είναι τα μέτρα εξόδου από την κρίση της πανδημίας να βοηθήσουν ουσιαστικά τις επιχειρήσεις που έχουν πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης», τόνισε χαρακτηριστικά.
Όπως είπε, δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, θα πρέπει όλοι να κινηθούν προσεκτικά, δεδομένου ότι τα χρήματα που τώρα δίνονται προέρχονται από δημόσιο δανεισμό, από το εξωτερικό, τα οποία το κράτος θα πρέπει στο μέλλον να τα αποπληρώσει και στόχος της Κυβέρνησης είναι αυτό να συμβεί από μέρισμα ανάπτυξης. «Η στήριξη θα υπάρξει όσο χρειαστεί, αλλά δεν είναι απεριόριστη. Είμαστε μια ευάλωτη χώρα οικονομικά στις πανδημίες, αφού η οικονομία μας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, ο οποίος από τζίρο 18 δισ. ευρώ το 2019, την περυσινή χρονιά έπεσε στα 4 δισ. ευρώ. Επίσης, παρά το γεγονός ότι έχουμε ένα καλά διαρθρωμένο χρέος, αυτό παραμένει αντικειμενικά πολύ μεγάλο και μας θέτει περιορισμούς», υπογράμμισε.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στην αντιπολίτευση, τονίζοντας ότι εκείνη πίεζε στην αρχή της πανδημίας να κάνουμε εμπροσθοβαρείς κινήσεις στήριξης, τις οποίες εάν είχαμε κάνει, τώρα θα είχαμε δημοσιονομικά πολύ μεγάλο πρόβλημα. «Δεν έχουμε την μεγαλύτερη ύφεση στην Ε.Ε όπως λέει ο κ. Τσίπρας, αλλά μεγάλη. Υπάρχει διαφορά. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας στον τουρισμό ήταν αναπόφευκτες και πρέπει να ακολουθούμε σταθερά σοβαρή δημοσιονομική πολιτική.
Ο κ. Τσακαλώτος δε, θεωρούσε ότι μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα ρίχνοντας στην οικονομία δεκάδες δισ. ευρώ επιπλέον. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η ύφεση στην πανδημία προκαλείται από την αδυναμία του κόσμου να καταναλώσει, ενώ οι επιχειρήσεις επενδύουν διστακτικά. Γι’ αυτό και οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί αυτή την περίοδο κατά 21 δισ. ευρώ.
Ρίχνοντας ακόμα περισσότερα χρήματα σε περίοδο πανδημίας δεν προκαλείς αντίστοιχο ύψος ανάπτυξης, γιατί στη διάρκεια της πανδημίας δεν υπάρχει αντίστοιχη διάθεση για κατανάλωση και επένδυση. Μόνο με το άνοιγμα της οικονομίας, η κατανάλωση θα αυξηθεί σημαντικά και η οικονομία θα αποκτήσει ώθηση εκ νέου», σημείωσε ο αναπληρωτής υπουργός.
Αναφερόμενος στο lockdown, σημείωσε ότι το κρίσιμο δημοσιονομικά πρόβλημα δεν είναι τόσο οι δύο εβδομάδες, αφού το λιανεμπόριο στην Αττική δεν δούλευε ήδη, όσο η διάρκεια του lockdown και το τι θα συμβεί μόλις ανοίξει εκ νέου η οικονομία, ειδικότερα στο λιανεμπόριο, που αποτελεί σοβαρό κομμάτι της. Σχετικά με το ενδεχόμενο κατάρτισης συμπληρωματικού προϋπολογισμού, επεσήμανε ότι θα πρέπει πρώτα να αξιολογηθούν τα νέα δεδομένα και στη συνέχεια να υπάρξουν αποφάσεις.
Απαντώντας σε ερώτηση για το εάν θα μπορούσε το Ταμείο Ανάκαμψης να δώσει επιπλέον βοήθεια στην οικονομία, εξήγησε ότι το Ταμείο είναι εργαλείο επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων και δεν μπορεί να υποκαταστήσει σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα τα δημοσιονομικά πλήγματα που θέτει η πανδημία.
Κλείνοντας, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι η ύφεση το 2020 θα κυμανθεί κοντά στο 10%, λίγο καλύτερα από ό,τι αναμενόταν.