Από την έντυπη έκδοση
Της Σοφίας Εμμανουήλ και του Γιώργου Χατζηλίδη
Ζημιές συνεχίζει να συσσωρεύει και κατά το 2021 η εστίαση, σε συνέχεια μιας χρονιάς κατά την οποία χάθηκε τζίρος περί τα 4 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών και παραγόντων της αγοράς.
Με τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις να βρίσκονται αντιμέτωπες με οριστικό λουκέτο, σχεδόν 150.000 θέσεις εργασίας είναι στον αέρα σήμερα. Είναι σαφές ότι η πίεση για επανεκκίνηση του κλάδου είναι μεγάλη, λόγω και του ισχυρού αποτυπώματός του στην οικονομία, αλλά εξίσου μεγάλοι είναι και οι κίνδυνοι από ένα μη συνεκτικό σχέδιο επανεκκίνησης, που δεν θα καλύπτει το σύνολο των υποαγορών της εστίασης, μεγάλες και μικρότερες επιχειρήσεις. Υπενθυμίζεται ότι η πρόταση για επανεκκίνηση με χρήση μόνο των εξωτερικών χώρων των καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος έπεσε στο κενό, καθώς απέκλειε έναν μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων οι οποίες δεν διαθέτουν εξωτερικούς χώρους. Ταυτόχρονα η πρόταση δεν ευνοείται και από τις καιρικές συνθήκες. Εν μέσω χειμώνα οι περισσότεροι επαγγελματίες θα έπρεπε να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για λειτουργικό κόστος.
Ένα ασφαλές άνοιγμα είναι το ζητούμενο τόσο για τον επιχειρηματικό κόσμο της εστίασης όσο και για το επιτελείο της κυβέρνησης και προς αυτή την κατεύθυνση προετοιμάζονται οι εμπλεκόμενες πλευρές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τα επιδημιολογικά δεδομένα στο τέλος αυτής της εβδομάδας και κυρίως την επόμενη θα δώσουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το κατά πόσον η επανεκκίνηση του λιανεμπορίου πρόσθεσε φορτίο, γεγονός που θα καθορίσει τις αποφάσεις για την άρση των περιοριστικών μέτρων σε συγκεκριμένους κλάδους από τον επόμενο μήνα.
Μέχρι τότε, το lockdown διαρκείας θα συντηρεί τις αβεβαιότητες του 2020, κατά τη διάρκεια του οποίου για κάθε μήνα lockdown η αγορά υπολογίζεται ότι «έκαιγε» πάνω από 500 εκατ. ευρώ και χωρίς να υπολογίζονται οι παράπλευρες απώλειες σε μια σειρά από συνδεδεμένους κλάδους που συμπαρασύρονται σε βαθιά ύφεση, από τον πρωτογενή τομέα μέχρι τα κρεοπωλεία, τα οινοποιεία, τα ζυθοποιεία κ.ο.κ. Ας σημειωθεί επίσης ότι η κρίση έχει παραλύσει κυρίως μικρές επιχειρήσεις αλλά και ορισμένες υποαγορές της εστίασης, όπως π.χ. η αγορά του catering, όπου οι απώλειες ξεπερνούν το 80%, ενώ οι επιχειρήσεις επιβιώνουν σχεδόν αποκλειστικά από την τροφοδοσία.
Λουκέτα - ασέβεια
Στο μεταξύ, στη Θεσσαλονίκη σε οριστικό λουκέτο έχουν ήδη οδηγηθεί τουλάχιστον 70 επιχειρήσεις εστίασης, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας και των δύο lockdowns.
Τα καταστήματα που ήδη έχουν κατεβάσει ρολά βρίσκονται τόσο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης όσο και περιφερειακά και προέρχονται από όλες τις δραστηριότητες της εστίασης (καφέ, μπαρ, εστιατόρια, ταχυφαγεία).
Οι εκπρόσωποι του κλάδου, μάλιστα, δηλώνουν σφόδρα απογοητευμένοι για τα ποσά που ανακοινώθηκαν ότι αντιστοιχούν στους δικαιούχους της εστίασης από την Επιστρεπτέα Προκαταβολή 5, εκφράζοντας φόβους ότι είναι θέμα χρόνου πλέον να αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται τα οριστικά λουκέτα καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος.
«Τα ποσά των 1.000 ευρώ, 2.000 ευρώ και 4.000 ευρώ σε επιχειρήσεις που είναι κλειστές με κρατική εντολή είναι κοροϊδία, ελεημοσύνη και ασέβεια για τον κλάδο και τα εξαρτώμενα μέλη του», αναφέρει η Πρωτοβουλία Εστίασης Θεσσαλονίκης, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι αγνοεί το τσουνάμι των χιλιάδων λουκέτων και απολύσεων που έρχεται από την αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Εστιατόρων, Ψητοπωλών και Καφέ-Μπαρ του νομού Θεσσαλονίκης, Μιχάλης Επιτροπίδης, τονίζει στη «Ν» ότι τα ποσά των 1.000 ευρώ και των 2.000 ευρώ των ενισχύσεων (το 50% είναι μη επιστρεπτέο), που αντιστοιχούν στους περισσότερους επαγγελματίες του κλάδου, δεν φθάνουν όχι απλώς για τα προς το ζην αλλά ούτε για να καλύψουν τα πάγια έξοδα, τα οποία, έστω και αν δεν υπολογιστούν τα ενοίκια, υπερβαίνουν τα 1.000 ευρώ τον μήνα ακόμα και όταν μιλάμε για ένα μικρό μαγαζί. «Το θέμα δεν είναι πλέον το πότε και πώς θα λειτουργήσουμε ξανά, αλλά αν θα καταφέρουμε να ανοίξουμε με τόσες συσσωρευμένες υποχρεώσεις», σημειώνει χαρακτηριστικά στη «Ν» ο πρόεδρος της Ένωσης. Υπολογίζεται ότι ο κλάδος στη Θεσσαλονίκη έχει περίπου 5.500 επιχειρήσεις (3.500 εστιατόρια/φαστ φουντ και 2.000 καφέ μπαρ) που απασχολούν περί τις 30.000-35.000 εργαζόμενους.
Έντονες αντιδράσεις και από ΕΕΘ
Την έντονη διαμαρτυρία του για τον τρόπο με τον οποίο υπολογίστηκαν τα ποσά της «Επιστρεπτέας Προκαταβολής – 5» εκφράζει με ομόφωνη απόφαση του το Διοικητικό Συμβούλιο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, τονίζοντας ότι είχε ως αποτέλεσμα αδικηθούν κατάφωρα οι επιχειρήσεις της εστίασης.
Στη συνεδρίασή του μεταφέρθηκαν παράπονα μελών του ΕΕΘ σύμφωνα με τα οποία τα ποσά που δόθηκαν σε επιχειρήσεις εστιατορίων, καφετεριών και άλλων κλάδων της εστίασης «υπολογίστηκαν με ανορθόδοξο τρόπο».
«Επιχειρήσεις που είναι κλειστές εδώ και μήνες εισέπραξαν από 1.000 έως 4.000 ευρώ, δηλαδή ανεπίτρεπτα χαμηλά» αναφέρει το ΕΕΘ. «Αποτέλεσμα αυτού του λάθους είναι να βρεθούν οι επιχειρήσεις του κλάδου στην 176η θέση της λίστας του υπουργείου Οικονομικών!», συμπληρώνει.
Το ΔΣ αποφάσισε ομόφωνα να θέσει το θέμα με παρεμβάσεις του στους αρμόδιους υπουργούς, γιατί, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Μιχάλης Ζορπίδης, «πρόκειται για ένα λάθος που παρήγαγε μία κατάφορη αδικία και πρέπει χωρίς καμία καθυστέρηση να διορθωθεί».
Διαγωνισμοί σε κλειστές αγορές
Το τελευταίο διάστημα εν μέσω πανδημίας διενεργήθηκαν μια σειρά από διαγωνισμοί για χώρους εστίασης σε κλειστές αγορές. Ενδεικτική είναι η περίπτωση του διαγωνισμού για την εκμίσθωση των χώρων του εστιατορίου και του αναψυκτηρίου που βρίσκονται στις νέες κτηριακές εγκαταστάσεις της Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, που πραγματοποιεί εγκαίνια στις 25 Μαρτίου. Από τις ανακοινώσεις που έχουν αναρτηθεί επιβεβαιώνεται η συμμετοχή στον διαγωνισμό της αλυσίδας Βενέτης και της εταιρείας catering Aria Fine Catering, ενώ πληροφορίες αναφέρουν ότι ενδιαφέρον έχουν εκδηλώσει στον διαγωνισμό και άλλες εταιρείες, μεταξύ των οποίων η αλυσίδα Γρηγόρης και το Δειπνοσοφιστήριον Catering.
Μετά το 2022 η επιστροφή στην κανονικότητα
Μέση μείωση του κύκλου εργασιών κατά 44% λόγω της πανδημίας δηλώνουν οι επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης οι οποίες βλέπουν επιστροφή στην κανονικότητα μετά το 2022 και χαρακτηρίζουν ανεπαρκή και αναποτελεσματικά τα μέτρα που έχει λάβει η πολιτεία για τη στήριξή τους.
Τα παραπάνω προκύπτουν από έρευνα του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με την οποία το 84% των επιχειρήσεων απαντά ότι έχει επηρεαστεί από την κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία και το 81% δηλώνει ότι κατέγραψε μείωση του κύκλου εργασιών. Η επιστροφή σε ένα κανονικό επίπεδο λειτουργίας είναι «άπιαστο όνειρο» για φέτος για τις περισσότερες επιχειρήσεις, καθώς για το πρώτο εξάμηνο του έτους μόλις το 10% αναμένει κάτι τέτοιο, μέχρι το τέλος του 2021 το 20%, από το 2022 το 56% και υπάρχει και ένα ποσοστό 2% που απαντά «ποτέ».
Εορταστικός τζίρος
Πολύ χαμηλός ήταν και ο τζίρος της πρόσφατης εορταστικής περιόδου για τις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου που συμμετείχαν στην έρευνα, καθώς κατά μέσο όρο δεν ξεπέρασε το 28% των πωλήσεων της εορταστικής περιόδου του 2019. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα συμπεράσματα της διαδικτυακής αυτής έρευνας για το ηλεκτρονικό εμπόριο και τις πωλήσεις μέσω e-shop ή με τη χρήση click away. Αυτονόητο είναι ότι οι επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου που συμμετείχαν στην έρευνα είναι εξοικειωμένες με το διαδίκτυο και στο πλαίσιο αυτό το 39% από αυτές έχει e-shop, το 72% έχει site, το 80% έχει παρουσία στο Facebook και το 56% στο Instagram. Ωστόσο, μόλις το 39% από αυτές πραγματοποίησε πωλήσεις με τη μέθοδο click away την περίοδο των εορτών.
Το 69% δηλώνει ότι είναι ανεπαρκή τα μέτρα που έχει λάβει η Πολιτεία για τη στήριξη των επιχειρήσεων, έναντι 31% που τα θεωρεί αποτελεσματικά. Σημαντικότερο μέτρο θεωρείται η μείωση ενοικίων και ακολουθούν κατά σειρά επιστρεπτέα προκαταβολή, αναστολή συμβάσεων εργασίας για τους εργαζόμενους και καταβολή αποζημίωσης ειδικού σκοπού.
Φόβοι για επισφάλειες
Για το 2021 και τις προοπτικές του οι εκτιμήσεις των επιχειρήσεων είναι μοιρασμένες. Καλύτερο από το 2020 το αναμένει το 23%, χειρότερο από πέρσι το 34% και περίπου ίδιο με πέρσι το 39%.
Μεγάλο είναι το ποσοστό των επιχειρήσεων (61%) που περιμένει συρρίκνωση της ρευστότητάς του το επόμενο τρίμηνο και αντίστοιχα μεγάλο, σε σχέση και με προηγούμενα έτη, είναι και το ποσοστό (44%) που πιστεύει ότι θα αυξηθούν οι δανειακές ανάγκες του στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την εταιρεία Palmos Analysis το διάστημα μεταξύ 8-13 Ιανουαρίου σε δείγμα 255 επιχειρήσεων-μελών του ΕΒΕΘ.