N. Γκαργκάνας: Οι κίνδυνοι για το διεθνές πιστωτικό σύστημα

Προειδοποίηση για την αμερικανική αγορά ενυπόθηκων δανείων
Τετάρτη, 11 Ιουλίου 2007 14:27
UPD:16:08

ΑΝ ΚΑΙ οι προοπτικές του πιστωτικού συστήματος παραμένουν ευνοϊκές εφόσον συνεχιστεί η ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας, οι εποπτικές αρχές δεν μπορούν να εφησυχάζουν, καθώς υπάρχουν κίνδυνοι οι οποίοι, ιδίως αν εκδηλωθούν ταυτόχρονα, θα μπορούσαν να θέσουν το διεθνές πιστωτικό σύστημα σε σημαντική δοκιμασία.

Τα παραπάνω τόνισε σήμερα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Νικόλαος Γκαργκάνας σε ομιλία του στο Ελληνοβρετανικό Επιμελητήριο με θέμα: «Διεθνές Πιστωτικό Σύστημα: Προκλήσεις και Προοπτικές».

Σύμφωνα με τον κ. Γκαργκάνα, πρώτον, υπάρχουν ενδείξεις ποιοτικής επιδείνωσης στην αγορά ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων υψηλής απόδοσης (και πιστωτικού κινδύνου) στις ΗΠΑ. Αν και οι συνέπειες μέχρι τώρα ήταν περιορισμένες, ενδέχεται το πρόβλημα να ενταθεί και να επεκταθεί σε άλλες αγορές, υπογράμμισε ο κ. Γκαργκάνας.

Δεύτερον, τα χαμηλά επιτόκια και οι υγιείς εταιρικοί ισολογισμοί έχουν ενθαρρύνει μια μεγάλη αύξηση των εξαγορών επιχειρήσεων από private equity funds. Αυτό με τη σειρά του έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του χρέους των επιχειρήσεων που εξαγοράσθηκαν, οι οποίες έτσι έχουν γίνει πιο ευπαθείς σε ενδεχόμενες δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις. Σε κίνδυνο εκτίθενται επίσης οι διαμεσολαβούντες -- μεταξύ των οποίων και τράπεζες -- που παρέχουν προσωρινή χρηματοδότηση (bridge financing) για εξαγορές με υψηλή μόχλευση (leveraged buyout operations, LBOs).

Τρίτον, σύμφωνα πάντα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισροές κεφαλαίων σε αναδυόμενες οικονομίες έχουν αυξηθεί σημαντικά, αντανακλώντας εν μέρει τις βελτιωμένες οικονομικές συνθήκες στις οικονομίες αυτές αλλά επίσης και την αναζήτηση αποδόσεων (search for yield), λόγω των χαμηλών επιτοκίων στις περισσότερες ώριμες οικονομίες. Το μέγεθος των εισροών κεφαλαίων και το σχετικά χαμηλό ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου που ενσωματώνεται στο επιτόκιο υποδηλώνουν ότι οι επενδυτές αναλαμβάνουν σημαντικό κίνδυνο και ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας απότομης αντιστροφής των εισροών κεφαλαίων, που θα προκαλέσει σοβαρές διαταραχές στις αναδυόμενες οικονομίες.

Τέταρτον, συνέχισε ο κ. Γκαργκάνας, υπάρχει τo ενδεχόμενο απότομης και μη ομαλής διόρθωσης των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών ανισορροπιών. Το γεγονός ότι πλέον ένα μεγάλο τμήμα του ελλείμματος των τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ χρηματοδοτείται με κρατικά χρεόγραφα σταθερού επιτοκίου και όχι με ξένες άμεσες επενδύσεις ή αγορές μετοχικών τίτλων υποδηλώνει ότι οι εισροές κεφαλαίων στις ΗΠΑ έχουν γίνει πιο ευαίσθητες σε μεταβολές των διαφορών επιτοκίων και σε μία πιθανή αλλαγή του κλίματος στις αγορές.

Πέμπτον, η παρατηρούμενη πολύ χαμηλή μεταβλητότητα των τιμών για όλα τα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, καθώς και η εξαιρετικά χαμηλή διαφορά επιτοκίου μεταξύ διαφόρων πιστωτικών προϊόντων, υποδηλώνουν ότι οι επενδυτές δεν έχουν επαρκώς λάβει υπόψη το ενδεχόμενο μια διατάραξη της μεταβλητότητας να λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις λόγω των διασυνδέσεων μεταξύ πιστωτικών προϊόντων και αγορών.

Έτσι, όπως είπε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ οι μεμονωμένοι επενδυτές ίσως δρουν σύμφωνα με τα σήματα που μεταδίδει η αγορά, η συλλογική συμπεριφορά τους μπορεί να προκαλέσει υπερβολική συσσώρευση επενδυτικών θέσεων, δημιουργώντας το ενδεχόμενο απότομης και μη ομαλής προσαρμογής σε περίπτωση μεταβολής των συνθηκών.

Για παράδειγμα, ανέφερε ο κ. Γκαργκάνας, η ραγδαία αύξηση ορισμένων νέων προϊόντων όπως είναι τα παράγωγα για τη μεταβίβαση του πιστωτικού κινδύνου (credit default swaps), η αύξηση του χρέους σε τμήματα του πιστωτικού συστήματος, και η αύξηση του "carry trade" (που αφορά δανεισμό σε νόμισμα χαμηλής απόδοσης και επένδυση σε νόμισμα υψηλής απόδοσης) υποδηλώνουν ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά προσδοκούν συνέχιση της χαμηλής μεταβλητότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, μια μόνιμη αύξηση της μεταβλητότητας θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές διαταραχές σε ευρύ φάσμα των αγορών.

Σε ικανοποιητικά επίπεδα η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών

Όπως είπε ο κ. Γκαργκάνας, η αποδοτικότητα και η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών διατηρούνται σε επίπεδα που παρέχουν περιθώρια για τη διασφάλιση της σταθερότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και, σε συνδυασμό με την αποτελεσματικότερη διαχείριση των τραπεζικών κινδύνων, ενισχύουν διαχρονικά την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος, καθώς και την εμπιστοσύνη των καταθετών και του επενδυτικού κοινού.

Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία για το Μάρτιο του τρέχοντος έτους ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας των ελληνικών τραπεζών παραμένει ικανοποιητικός και σημαντικά υψηλότερος του ελάχιστου απαιτούμενου (8%), τόσο σε επίπεδο τράπεζας όσο και σε επίπεδο τραπεζικών ομίλων (13,3% και 11,4%, αντίστοιχα).

Όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο, συνέχισε ο κ. Γκαργκάνας, το πρώτο τρίμηνο του 2007 παρατηρήθηκε οριακή μείωση του λόγου των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των δανείων των ελληνικών εμπορικών τραπεζών (σε 5,3% το Μάρτιο εφέτος, από 5,4% το Δεκέμβριο του 2006), επίπεδο όμως που παραμένει σημαντικά υψηλότερο από ό,τι εκείνο των μεσαίου μεγέθους τραπεζών της ΕΕ-25 (2,9% το Δεκέμβριο του 2006).

Ειδικότερα, στο διάστημα αυτό βελτιώθηκε η ποιότητα του χαρτοφυλακίου των δανείων προς τα νοικοκυριά, καθώς παρατηρήθηκε μείωση του λόγου των καταναλωτικών δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των καταναλωτικών δανείων (Μάρτιος 2007: 6,6%, Δεκέμβριος 2006: 6,9%) ενώ σταθερός διατηρήθηκε ο αντίστοιχος λόγος για τη στεγαστική πίστη (3,4%). Επίσης, μειώθηκε περαιτέρω ο λόγος των επιχειρηματικών δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο των επιχειρηματικών δανείων (Μάρτιος 2007: 5,8%, Δεκέμβριος 2006: 6%).

Η Τράπεζα της Ελλάδος, έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, έχει ζητήσει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα από τις τράπεζες για την περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου τους και την αύξηση του ποσοστού κάλυψης των καθυστερήσεων με προβλέψεις, ούτως ώστε να αποφεύγονται σημαντικές διακυμάνσεις του Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας, ενόψει μάλιστα της εφαρμογής του νέου εποπτικού πλαισίου (Βασιλεία II). Παράλληλα, τα νοικοκυριά θα πρέπει να σταθμίζουν προσεκτικά τις δυνατότητές τους για εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις οικονομικές τους προοπτικές, καθώς και το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης των επιτοκίων.

Oι αλλαγές στο διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα την τελευταία 25ετία

Όπως ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, τέσσερις σημαντικές αλλαγές παρατηρούνται στο διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα την τελευταία 25ετία και μάλιστα προχωρούν ταχύτερα τα τελευταία χρόνια:

Πρώτον, τα παγκόσμια χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία (world financial assets), τα οποία περιλαμβάνουν τραπεζικές καταθέσεις, ιδιωτικά και κρατικά χρεόγραφα και μετοχικούς τίτλους, έχουν αυξηθεί εντυπωσιακά τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ. Η αξία των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ήταν 12 τρισεκατομμύρια δολάρια ή περίπου 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 1980, [64 τρισεκ. δολάρια ή περίπου 200% του παγκόσμιου ΑΕΠ στο τέλος του 1995] και 140 τρισεκ. δολάρια ή πάνω από 300% του παγκόσμιου ΑΕΠ στο τέλος του 2005. Η εξέλιξη αυτή είναι θετική για την παγκόσμια οικονομία, καθώς συνεπάγεται "βαθύτερες" αγορές κεφαλαίου, πιο εύκολη πρόσβαση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στη χρηματοδότηση, βελτιωμένο καταμερισμό των κινδύνων και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των παραγωγικών πόρων.

Δεύτερον, τα λεγόμενα "παράγωγα" (δηλαδή μια νέα κατηγορία συνθέτων χρηματοοικονομικών προϊόντων που βασίζονται σε / ή "παράγονται" από παραδοσιακά χρεόγραφα, μετοχικούς τίτλους, συνάλλαγμα κ.λπ.) έχουν παρουσιάσει εκπληκτική εξέλιξη, καθώς η συνολική ονομαστική αξία τους σχεδόν εικοσαπλασιάστηκε μεταξύ του 1995 και του 2006, οπότε έφθασε τα 327 τρισεκ. δολάρια ή περίπου 600% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ το 1980 ήταν αμελητέα. Τα παράγωγα έχουν μεταβάλει ριζικά τις δυνατότητες διαχείρισης κινδύνου. Ταυτόχρονα, όμως, ίσως έχουν ευνοήσει τον εφησυχασμό και τις ριψοκίνδυνες συμπεριφορές, ενώ έχουν μειώσει τη διαφάνεια της χρηματοοικονομικής αγοράς, καθώς η πληροφόρηση για τα συμβαλλόμενα μέρη δεν είναι επαρκής (αντίθετα από ό,τι ισχύει για τα τραπεζικά δάνεια).

Τρίτον, δύο τύποι αμοιβαίων κεφαλαίων επενδυτικού χαρακτήρα παίζουν ένα σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο ρόλο στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές. Πρόκειται για τα αμοιβαία κεφάλαια υψηλής μόχλευσης (hedge funds) και για τα ιδιωτικά μετοχικά κεφάλαια (private equity funds). Τα hedge funds επενδύουν επιθετικά με κίνητρο το βραχυχρόνιο κέρδος και διαχειρίζονταν πρόσφατα πάνω από 1,5 τρισεκ. δολάρια. Τα private equity funds συχνά εξαγοράζουν επιχειρήσεις εισηγμένες στο χρηματιστήριο: αυτό το κάνουν με υψηλή μόχλευση (δηλαδή με χρησιμοποίηση δανειακών κεφαλαίων) και συχνά σε συνεργασία με άλλους επενδυτές όπως ασφαλιστικά ταμεία και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, στη συνέχεια αναδιοργανώνουν τις επιχειρήσεις, αυξάνουν το χρέος τους για να αφαιρέσουν κεφάλαιο και να ενισχύσουν την πειθαρχία της αγοράς, και τελικά τις μεταπωλούν με κέρδος, κυρίως μέσω επανεισαγωγής στο χρηματιστήριο. Η δραστηριοποίηση των hedge funds και των private equity funds έχει ενισχύσει τους μετόχους έναντι των διοικήσεων των επιχειρήσεων -- ιδίως διότι ακόμη και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις μπορούν πλέον να εξαγοραστούν από private equity funds τα οποία διαθέτουν πολλούς πόρους. Το 2006 η τοποθέτηση νέων κεφαλαίων στα private equity funds υπερέβη τα 400 δισεκ. δολάρια. Ταυτόχρονα όμως, οι επιχειρήσεις αυτές, λόγω του αυξημένου χρέους τους, έχουν γίνει πιο ευπαθείς σε ενδεχόμενες δυσμενείς διαταραχές.

Τέταρτον, οι τράπεζες έχουν διευρύνει τόσο το φάσμα των δραστηριοτήτων τους όσο και τη γεωγραφική βάση τους, προκειμένου να αξιοποιήσουν τις οικονομίες κλίμακας και εύρους δραστηριοτήτων (economies of scale and scope) και να διασπείρουν τους κινδύνους. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η αξία των συγχωνεύσεων και εξαγορών στον χρηματοπιστωτικό τομέα το 2006 αυξήθηκε κατά 50% και έφθασε το ποσό των 900 δισεκ. δολαρίων, από το οποίο σχεδόν το μισό αφορούσε διασυνοριακές συναλλαγές. Ταυτόχρονα, όπως προανέφερα, οι τράπεζες έχουν επεκταθεί σε μη παραδοσιακά τραπεζικές δραστηριότητες (όπως τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, τις συναλλαγές σε τίτλους και την ασφάλιση), ενώ συχνά παρέχουν χρηματοδότηση σε hedge funds και σε private equity funds. Η διασυνοριακή επέκταση έχει συνήθως πολλαπλά οφέλη για ένα πιστωτικό ίδρυμα, ειδικότερα ως προς την κερδοφορία και τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Αλλά δεν είναι κατ' ανάγκη αληθές ότι η διασυνοριακή δραστηριότητα έχει μειώσει τον συστημικό κίνδυνο, δηλαδή τον κίνδυνο για τα ιδρύματα αυτά ως σύνολο, ιδίως τον κίνδυνο που μπορεί να προέλθει από εξαιρετικά δυσμενείς διαταραχές. Ειδικότερα για τις χώρες υποδοχής, η παρουσία ισχυρών ξένων τραπεζών φαίνεται να περιορίζει το ενδεχόμενο παραδοσιακών εγχώριων τραπεζικών κρίσεων. Όμως, οι ξένες τράπεζες μπορούν να μεταδώσουν διαταραχές που έχουν επηρεάσει αρχικά τις μητρικές τους τράπεζες. Τέτοιες διαταραχές είναι συχνά πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν, ή ακόμη και να προβλεφθούν, από τις τοπικές εποπτικές αρχές.



Προτεινόμενα για εσάς


Σχετικά σύμβολα

  • ΕΛΛ



Σχολιασμένα