Δανειολήπτες Β. Ελλάδας: Επιστολή στην Κομισιόν για μη τήρηση κοινοτικής οδηγίας από την κυβέρνηση

Πέμπτη, 14 Ιανουαρίου 2021 10:32
UPD:10:37
REUTERS/YVES HERMAN

Την κυβέρνηση καταγγέλλει με επιστολή του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπόψη της προέδρου Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν, ο Σύλλογος Δανειοληπτών & Προστασίας Β. Ελλάδας, για μη τήρηση της κοινοτικής οδηγίας για την υποστήριξη των οφειλετών. 

Ο Σύλλογος ζητά από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιληφθούν θεμάτων και να διερευνήσουν τις παραβιάσεις του Κοινοτικού Δικαίου (πρωτογενούς και παράγωγου), σχετικά με την πλημμελή μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγία μέρους του Ελληνικού Κράτους.

Η επιστολή έχει ως εξής: 

Θέμα: Αναφορά σύμφωνα με το Άρθρο194 (πρώην άρθρο 138 Δ) της Συνθήκης του Άμστερνταμ και του Άρθρου 227 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Συλλόγου Δανειοληπτών & Προστασίας Καταναλωτών Β. Ελλάδος, προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.  

Προς συμμόρφωση με την Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 20ής Ιουνίου 2019 περί πλαισίου για την προληπτική αναδιάρθρωση, την απαλλαγή από τα χρέη και τις ανικανότητες ή την έκπτωση οφειλετών, καθώς και περί μέτρων βελτίωσης των διαδικασιών αυτών, και για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1132 (Οδηγία για την αναδιάρθρωση και την αφερεγγυότητα), η ελληνική βουλή ψήφισε τον Νόμο 4738/2020 με τίτλο «Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας και άλλες διατάξεις».

Στον εν λόγω νόμο η Ελλάδα ενσωμάτωσε και ρυθμίσεις της παραπάνω Οδηγίας, πλην όμως, για τους λόγους που αναφέρουμε παρακάτω, η μεταφορά της Οδηγίας έγινε πλημμελώς και κατά παράβαση του Ενωσιακού Δικαίου. 

Ειδικότερα, παρότι η Οδηγία προβλέπει  την προστασία της κύριας κατοικίας και τη δυνατότητα εξαίρεσής της από τη ρευστοποίηση, στον Νόμο 4738/2020 δεν υπάρχει καμία τέτοια ρύθμιση, παρά μόνο πρόβλεψη μιας πολύ επαχθούς διαδικασίας sale and leaseback, όπου ο οφειλέτης χάνει οριστικά την κυριότητα της κατοικίας του και του δίνεται απλά η δυνατότητα να παραμείνει μέσα ως μισθωτής για 12 έτη, ενώ μετά την πάροδο της 12ετίας θα δύναται να την αγοράσει ξανά στην τιμή αγοράς που θα ισχύει την στιγμή εκείνη !!!

Ωστόσο, σύμφωνα με την Σκέψη 21 της Οδηγίας η υπερχρέωση των καταναλωτών είναι ζήτημα μείζονος οικονομικής και κοινωνικής σημασίας και συνδέεται στενά με τη μείωση της υπερχρέωσης εν γένει. Εξάλλου, πολλές φορές δεν μπορεί να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των επιχειρηματικών ή των έξωεπιχειρηματικών χρεών ενός επιχειρηματία.

Ο επιχειρηματίας δεν θα μπορούσε να επωφεληθεί αποτελεσματικά από μια δεύτερη ευκαιρία αν πρέπει να υπαχθεί σε χωριστές διαδικασίες, με διαφορετικές προϋποθέσεις πρόσβασης και προθεσμίες απαλλαγής, προκειμένου να απαλλαγεί από τα επιχειρηματικά και τα εξωεπιχειρηματικά χρέη του. Για τους λόγους αυτούς, παρόλο που η παρούσα οδηγία δεν περιλαμβάνει δεσμευτικούς κανόνες για τους υπερχρεωμένους καταναλωτές, συνιστάται στα κράτη μέλη να αρχίσουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της περί απαλλαγής από τα χρέη και στους καταναλωτές το συντομότερο δυνατόν.

Έπειτα, σύμφωνα με την σκέψη 72 της Οδηγίας οι επιχειρηματίες που είναι φυσικά πρόσωπα ασκούντα εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελεύθερη, μη μισθωτή επαγγελματική δραστηριότητα είναι δυνατόν να βρεθούν σε κίνδυνο να καταστούν αφερέγγυοι. Οι διαφορετικές δυνατότητες για μια δεύτερη ευκαιρία που παρέχονται στα επιμέρους κράτη μέλη μπορεί να αποτελέσουν κίνητρο για τη μετεγκατάσταση αφερέγγυων ή υπερχρεωμένων επιχειρηματιών σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό της εγκατάστασής τους προκειμένου να επωφεληθούν από συντομότερες περιόδους απαλλαγής ή από πιο ελκυστικούς όρους απαλλαγής, με αποτέλεσμα πρόσθετη ανασφάλεια δικαίου και πρόσθετο κόστος για τους πιστωτές κατά την είσπραξη των απαιτήσεών τους.

Περαιτέρω, οι επιπτώσεις της αφερεγγυότητας, ιδίως ο κοινωνικός στιγματισμός, οι νομικές συνέπειες όπως η έκπτωση από το δικαίωμα ανάληψης και άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας και η παρατεινόμενη αδυναμία αποπληρωμής των χρεών, αποτελούν σημαντικά αντικίνητρα για τους επιχειρηματίες που επιθυμούν να συστήσουν επιχείρηση ή να αξιοποιήσουν μια δεύτερη ευκαιρία, έστω και αν τα στοιχεία δείχνουν ότι οι επιχειρηματίες που έχουν καταστεί αφερέγγυοι έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν στη δεύτερη απόπειρά τους.

Για τον σκοπό αυτό ορίζει και το άρθρο 23 παρ. 3 της οδηγίας ότι κατά παρέκκλιση από το άρθρο 21, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν μεγαλύτερες περιόδους απαλλαγής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες: α) εγκρίνονται ή διατάσσονται μέτρα προστασίας από δικαστική ή διοικητική αρχή, προκειμένου να διασφαλιστεί η κύρια κατοικία του αφερέγγυου επιχειρηματία και, κατά περίπτωση, της οικογένειάς του, ή τα βασικά περιουσιακά στοιχεία για τη συνέχιση της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του επιχειρηματία· ή β) η κύρια κατοικία του αφερέγγυου επιχειρηματία και, αναλόγως, της οικογενείας του, δεν έχει ρευστοποιηθεί.

Υπάρχει δηλαδή ρητή πρόβλεψη στην Οδηγία περί της δυνατότητας εξαίρεσης από την ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας του οφειλέτη (και της οικογένειας του). Η πρόβλεψη αυτή αντισταθμίζεται προφανώς από την αυξημένη περίοδο απαλλαγής που μπορούν να ορίζουν τα κράτη μέλη, ή και από κάποιο τίμημα που θα καταβάλει ο οφειλέτης για την διάσωση της κατοικίας του. Μια τέτοια πρόβλεψη πρέπει να θεωρηθεί επιτακτική υποχρέωση και να ερμηνευτεί όχι ως απλή δυνατότητα αλλά ως επιταγή προς τα κράτη μέλη και δη για λόγους κοινωνικούς και ανθρωπιστικούς. 

Επειδή η Οδηγία δεσμεύει κάθε κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται, όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται την τήρηση των προθεσμιών που τάσσουν οι οδηγίες (Απόφαση ΔΕΕ της 30ης Μαΐου 2002, C-441/00, Επιτροπή/Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1976, σ. 519, σκέψεις 12, 13, 18).

Επειδή τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατ’ εφαρμογή της αρχής της συνεργασίας, την οποία διακηρύσσει το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, να διασφαλίζουν τη νομική προστασία, η οποία απορρέει για τους διαδίκους από το άμεσο αποτέλεσμα του κοινοτικού δικαίου. Επιπλέον, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν, κατ’ άρθρον 189 εδαφ. Γ της ιδίας Συνθήκης, στο πλαίσιο της εσωτερικής εννόμου τάξεως αυτών, όλα τα αναγκαία μέτρα για την εξασφάλιση της πλήρους εφαρμογής ορισμένης οδηγίας, σύμφωνα προς τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό (Αποφάσεις ΔΕΚ της 16ης Δεκεμβρίου 1976, C-33/76, Rewe, Συλλογή 1976, σκέψη 5 και C- 45/76, και Comet, Συλλογή τόμος 1976, σ. 765, σκέψεις 12 έως 16).

Επειδή τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν νομοθετικό ή κανονιστικό πλαίσιο, αρκούντως ακριβές, σαφές και διαφανές, ώστε να διασφαλιστεί νομικώς, υπό όλες τις περιστάσεις, η πλήρης εφαρμογή μίας οδηγίας και να δοθεί στους ιδιώτες η δυνατότητα να γνωρίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους (Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-214/98, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 2000, σ. Ι-9601, σκέψη 27, Απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001 C-372/00, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-10303, σκέψη 12. Απόφαση της 30ης Μαΐου 2002, C-441/00, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 2002, σ. Ι-4699, σκέψη 16).

Επειδή η αρχή της ασφάλειας δικαίου προϋποθέτει ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας, η οδηγία ερμηνεύεται υπέρ των ιδιωτών, στο μέτρο που μπορεί να έχει οικονομικές επιπτώσεις. Η ύπαρξη τυχόν ασάφειας σε διάταξη μπορεί να προσδιοριστεί μόνο σε σχέση με το πλαίσιό της. Οσάκις μία διάταξη του κοινοτικού δικαίου επιδέχεται πλείονες ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία, η οποία διασφαλίζει την πρακτική της αποτελεσματικότητα. Οσάκις μία διάταξη του κοινοτικού δικαίου επιδέχεται πλείονες ερμηνείες, πρέπει να προτιμάται η ερμηνεία, η οποία διασφαλίζει την πρακτική της αποτελεσματικότητα (Απόφαση ΔΕΚ της 17ης Νοεμβρίου 1983, C-292/82, Merck, Συλλογή 1983, σ.3781, σκ. 12).

Επειδή η ελληνική κυβέρνηση μετέφερε πλημμελώς στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2019/1023, όπως ερμηνεύεται ορθά σύμφωνα και με την αρχή της αποτελεσματικότητας, παραλείποντας να θεσπίσει διατάξεις για την εξαίρεση από την ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας των οφειλετών στην διαδικασία αφερεγγυότητας του Ν. 4738/2020.

Για τους λόγους αυτούς

Καταγγέλλουμε τα ανωτέρω αναφερόμενα και ζητάμε από τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιληφθούνε των ως άνω θεμάτων και να διερευνήσουν τις παραβιάσεις του Κοινοτικού Δικαίου (πρωτογενούς και παράγωγου) σχετικά με την πλημμελή μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2019/1023εκ μέρους του Ελληνικού Κράτους.

Στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 215 παρ.2 του εσωτερικού κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου  είναι ως εξής:

1. Ο Σύλλογος Δανειοληπτών & Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος ιδρύθηκε με την υπ’ αριθμό 3561/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης στις 8.2.2011 και εδρεύει επί της οδού Καρατάσου 7, ΤΚ 546 26 Θεσσαλονίκη.

2. Ο Πρόεδρος του Συλλόγου και εκπρόσωπος είναι ο κ. Περβανάς Χαράλαμπος του Παναγιώτη, που γεννήθηκε στην Καβάλα Ν. Καβάλας και έχει την ελληνική ιθαγένεια και διαμένει στην οδό Καρατάσου 7, ΤΚ 546 26 Θεσσαλονίκη.

3. Αντιπρόεδρος του Συλλόγου είναι ο κ. Παππάς Χρήστος του Γεωργίου που γεννήθηκε στο Βούπερταλ Γερμανίας και έχει την ελληνική ιθαγένεια και διαμένει στην οδό Μοναστηρίου 9  Θεσσαλονίκη, Τ.Κ.546 27.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα