Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Σφοδρή επίθεση εξαπέλυσαν χθες Γερμανία και Γαλλία κατά Twitter και Facebook μετά το κλείσιμο του λογαριασμού του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στη «μάχη» της Ευρώπης κατά των τεχνολογικών κολοσσών, χαρακτηρίζοντάς τες απειλή για τη δημοκρατία και ζητώντας «εδώ και τώρα» πλαίσιο κανονισμών για την ελευθερία του λόγου.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ αντέδρασε στην απόφαση, λέγοντας ότι οι νομοθέτες θα πρέπει να θεσπίσουν ένα πλαίσιο κανονισμών που θα διέπει την ελευθερία του λόγου και όχι ιδιωτικές εταιρείες τεχνολογίας. «Η καγκελάριος θεωρεί το κλείσιμο του λογαριασμού ενός εκλεγμένου προέδρου προβληματικό» ανέφερε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ, τονίζοντας ότι η ελευθερία του λόγου θα πρέπει να διέπεται με βάση τον νόμο και όχι με βάση μία εταιρική απόφαση. Την ίδια άποψη εκφράζει και η γαλλική κυβέρνηση.
Ο Γάλλος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Κλεμέν Μπομέ δήλωσε «σοκαρισμένος» που μία ιδιωτική εταιρεία έλαβε μία τέτοια απόφαση. «Αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί από τους πολίτες και όχι από έναν διευθύνοντα σύμβουλο» είπε σε δηλώσεις του στην τηλεόραση του Bloomberg. Υπογράμμισε την ανάγκη να υπάρξει ρυθμιστικό πλαίσιο για τις μεγάλες online πλατφόρμες.
Λίγο νωρίτερα, ο Γάλλος υπουργός Μπρινό Λεμέρ είχε δηλώσει ότι το κράτος θα πρέπει να είναι υπεύθυνο για το ρυθμιστικό πλαίσιο και όχι η «ψηφιακή ολιγαρχία», χαρακτηρίζοντας τις μεγάλες τεχνολογικές «μία από τις απειλές» για τη δημοκρατία. Να σημειωθεί ότι οι εν λόγω πλατφόρμες του Διαδικτύου υπόκεινται στο καθεστώς που ισχύει και για τις τηλεπικονωνιακές εταιρείες και όχι για τους ομίλους μέσων μαζικής ενημέρωσης και συνεπώς δεν θεωρούνται υπόλογες για το περιεχόμενό τους.
Συστημικός κίνδυνος
Από την πλευρά του ο επίτροπος της Ε.Ε. για την Ενιαία Αγορά, Τιερί Μπρετόν, ανέφερε ότι η εισβολή στο Καπιτώλιο προοιωνίζεται μία εποχή πιο αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου στα social media, συγκρίνοντας τη βία με τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, που οδήγησαν σε μία παγκόσμια επιχείρηση πάταξης της τρομοκρατίας. «Όπως ακριβώς η 11η Σεπτεμβρίου μας έδωσε ένα μάθημα για να στραφούμε στην παγκόσμια ασφάλεια, έτσι και το περιστατικό αυτό 20 χρόνια αργότερα μας έκανε να καταλάβουμε τον ρόλο που έχουν ψηφιακές πλατφόρμες στη δημοκρατία μας» είπε ο επίτροπος. «Εάν κάποιος εξακολουθεί να έχει αμφιβολία ότι οι online πλατφόρμες συνιστούν συστημικό κίνδυνο για τις κοινωνίες και τις δημοκρατίες μας, τα τελευταία γεγονότα στις ΗΠΑ δίδουν την απάντηση» καταλήγει ο Μπρετόν.
Η Ευρώπη έχει από καιρό αντιδράσει κατά της αυξανόμενης επιρροής των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών. Ήδη, η Ε.Ε. βρίσκεται στη διαδικασία θέσπισης ρυθμιστικού πλαισίου που θα δίδει στην ένωση την εξουσία να διασπάσει τις τεχνολογικές πλατφόρμες εάν δεν συμμορφώνονται με τους κανονισμούς. Τον Δεκέμβριο, η Κομισιόν ανακοίνωσε προσχέδιο κανονισμών κατά τεχνολογικών κολοσσών όπως Google της Alphabet, Facebook, Apple και Αmazon, που θα τις αναγκάζει μεταξύ άλλων να λάβουν μέτρα όσον αφορά το παράνομο περιεχόμενό τους, όπως ρητορική βίας και διεθνή χειραγώγηση.
Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες έχουν επίσης δεχθεί έντονες πιέσεις από βουλευτές, υποστηρικτές ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και από τους ίδιους τους εργαζομένους τους για να λάβουν μέτρα και να ελέγχουν το περιεχόμενο που θα μπορούσε να οδηγήσει στη βία ή σε παράνομη δραστηριότητα. Οι ίδιες οι εταιρείες απέφευγαν τέτοιου είδους συζητήσεις, με τον ισχυρισμό ότι παραμένουν ουδέτερες. Όμως, μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο έγινε απόλυτα σαφές πόσο μεγάλο έλεγχο ασκούν και πόση μεγάλη ευθύνη έχουν στις δημόσιες συζητήσεις.
Βουτιά της μετοχής
Η μετοχή του Twitter υπέστη χθες βουτιά περίπου 10%, με την εταιρεία να χάνει περί τα 2,5 δισ. δολάρια από την κεφαλαιοποίησή της, μετά το κλείσιμο του λογαριασμού του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Κάποιοι Ρεπουμπλικάνοι καταφέρθηκαν εναντίον της πλατφόρμας το Σαββατοκύριακο κατηγορώντας την ότι φίμωσε έναν από τους πιο δημοφιλείς χρήστες της, με τους traders να αναφέρονται επίσης στις ενδείξεις ότι η υπόθεση αυτή τροφοδοτεί αιτήματα για περαιτέρω ρύθμιση των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών.
Ο λογαριασμός του Τραμπ είχε πάνω από 88 εκατ. ακολούθους και οι αναρτήσεις του έχουν γίνει retweet δισεκατομμύρια φορές.
Το παράδειγμα του Twitter ακολούθησαν και άλλες πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, συμπεριλαμβανομένης της Facebook, που έσπευσαν να εκδώσουν αντίστοιχες απαγορεύσεις για τον απερχόμενο πρόεδρο ύστερα από τις βιαιότητες της περασμένης εβδομάδας στο Καπιτώλιο.
Στο μεταξύ, πριν από λίγες ημέρες το Twitter διέγραψε ένα μήνυμα του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη του Ιράν, στο οποίο δήλωνε ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί τα αμερικανικά και τα βρετανικά εμβόλια για τον νέο κορονοϊό. Ο αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ ανακοίνωσε στα αγγλικά ότι απαγορεύεται στο Ιράν η εισαγωγή εμβολίων για την Covid-19 που έχουν παρασκευαστεί στη Βρετανία ή τις ΗΠΑ γιατί μπορεί «να μολύνουν» τη χώρα του.
Τι απαντά το Facebook
Τη διαβεβαίωση ότι το Facebook «δεν σχεδιάζει» να άρει την απαγόρευση στους λογαριασμούς του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έδωσε η πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης μέσω της γενικής διευθύντριας Σέριλ Σάντμπεργκ. Μιλώντας σε συνέδριο του Reuters, είπε ότι ο Τραμπ, όπως και οιοσδήποτε άλλος, μπορεί να προσβάλει την απόφαση αυτή.
Η ίδια δήλωσε «ευχαριστημένη» που το Facebook προέβη σε αυτό το μέτρο, λέγοντας ότι «ακόμη και ένας πρόεδρος δεν είναι υπεράνω των πολιτικών που ακολουθούμε». Οι πολιτικές, όπως είπε, εφαρμόζονται σε όλους, συμπεριλαμβανομένων και των υπόλοιπων ηγετών του πλανήτη. «Αυτή τη στιγμή, ο κίνδυνος για τη δημοκρατία είναι μεγάλος, συνεπώς το Facebook προέβη στην απόφαση να κλείσει οριστικά τον λογαριασμό του Τραμπ» τόνισε. Εξέφρασε δε την ελπίδα ότι ο νέος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα φέρει «μία καινούργια ημέρα» για την Αμερική.
Αναφορικά με τις πιέσεις από τις αντιμονοπωλιακές ρυθμιστικές αρχές που δέχονται οι τεχνολογικές, η Σάντμπεργκ είπε ότι είναι «απόλυτα πραγματικές». Θεωρεί, όπως και η Microsoft, ότι οι ρυθμιστικές πιέσεις αποτελούν ένα μεγάλο εμπόδιο και ίσως έναν από τους λόγους που οι εταιρείες θα χάσουν την επόμενη φάση της τεχνολογικής εξέλιξης.