Από την έντυπη έκδοση
Tης Ζωρζέτ Ζολώτα
[email protected]
Οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας της νόσου Covid-19 στην οικονομική δραστηριότητα εξακολουθούν να είναι η μεγαλύτερη απειλή σε ό,τι αφορά την πρόκληση συστημικών κινδύνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την προοπτική χρεοκοπιών στον ιδιωτικό κλάδο να εξακολουθεί να είναι ισχυρή, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβούλιου Συστημικού Κινδύνου (ESRB) μετά τη χθεσινή συνεδρίαση των μελών του.
Συστήνεται δε στις αρμόδιες αρχές των χωρών-μελών να μην ενθαρρύνουν την καταβολή μερισμάτων από τα χρηματοπιστωτικά και ασφαλιστικά ιδρύματα. Ανάλογη τοποθέτηση έγινε προ ημερών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το ESRB σημείωσε, μεταξύ άλλων, πως η διαχείριση του θέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα πρέπει να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα όλων των αρμόδιων αρχών.
Ιδιαίτερη και εκτεταμένη αναφορά γίνεται από το ESRB στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, καθώς έχει παίξει μείζονα ρόλο στη θωράκιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της προστασίας της πραγματικής οικονομίας από την πανδημική κρίση. Η ανάλυση του συμβουλίου καταλήγει στο ότι έως και το 35% των νέων δανείων που δόθηκαν εν μέσω της κρίσης συνοδευόταν από δημοσιονομικά μέτρα στήριξης. Το ESRB παροτρύνει, επίσης, τις κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα για τη στήριξη των εταιρειών που ήταν βιώσιμες, αλλά αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης.
Δεδομένου ότι το οικονομικό περιβάλλον παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο, το ESRB συνέστησε ήδη στις αρμόδιες αρχές να ζητήσουν από τράπεζες, επενδυτικές, ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές εταιρείες να μην προχωρήσουν στην καταβολή μερισμάτων, ούτε να δώσουν μια τέτοια δέσμευση διότι μπορεί να επηρεαστεί η ποσότητα και η ποιότητα των κεφαλαίων τους. «Εκτός εάν αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προχωρήσουν με μεγάλη προσοχή» στον καταμερισμό κεφαλαίων που δεν θα υπερβαίνει τα όρια που ισχύουν σε κάθε χώρα-μέλος ή δεν θα διακινδυνεύει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το ESRB τονίζει πως παρά την ισχυρή ανάκαμψη που παρατηρήθηκε μέσα στο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, το δεύτερο κύμα των κρουσμάτων του ιού SARS-CoV-19 στην Ε.Ε. και η συνακόλουθη αύξηση των περιορισμών από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καθιστούν εξαιρετικά αβέβαιη την πορεία ανάκαμψης των οικονομιών.
Ωστόσο, συνεχίζει το συμβούλιο, η προοπτική της άμεσης διάθεσης των εμβολίων περιορίζει την πιθανότητα μιας χειρότερης έκβασης των πραγμάτων. Η οικονομική απειλή της πανδημίας παραμένει σήμερα ο μεγαλύτερος συστημικός κίνδυνος. Εντούτοις τα μέλη του ESRB τονίζουν πως τα μέτρα των κυβερνήσεων ήταν ουσιώδη στο να περιοριστούν οι επιπτώσεις της κρίσης στα νοικοκυριά και στις εταιρείες αλλά και στο να μην επεκταθούν από τον ιδιωτικό κλάδο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αργή η ανάκαμψη
Το ESRB συμμερίζεται την ανησυχία των διεθνών οργανισμών για μια σταδιακή ανάκαμψη, καθώς οι διαδικασίες των εμβολιασμών αναμένεται να είναι χρονοβόρες. Υπ’ αυτό το πρίσμα τονίζει πως όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση της νόσου Covid-19 και παρατείνονται οι συνέπειες σε διάφορους κλάδους των οικονομιών, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η φθορά των περιουσιακών στοιχείων. Οπότε οι τράπεζες οφείλουν να λειτουργήσουν προληπτικά στις προβλέψεις τους για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Η έγκαιρη αναγνώριση απωλειών θα παίξει σημαίνοντα ρόλο στη διαφάνεια των τραπεζικών ισολογισμών, αναφέρεται χαρακτηριστικά. Παράλληλα θα πρέπει να ξεπεραστούν αρκετές ανεπάρκειες στις διαδικασίες χρεοκοπιών για να διευκολυνθεί η αναδιάρθρωση και η ανακατανομή των παραγωγικών περιουσιακών στοιχείων.
Οι εμπειρογνώμονες του συμβουλίου επέστησαν την προσοχή στο ότι οι διαδικασίες χρεοκοπίας δεν είναι κατάλληλες για τη διαχείριση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά επιλογές αναδιάρθρωσης. Στη συνεδρίαση του συμβουλίου συζητήθηκε, επίσης, η ετερογένεια των προγραμμάτων στήριξης μεταξύ διαφορετικών χωρών. Αυτή η ετερογένεια μπορεί και θα έπρεπε να αντανακλά τα ευάλωτα σημεία κάθε οικονομίας, τη διαφορά των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης από χώρα σε χώρα, αλλά και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος ανά χώρα-μέλος. Αντικατοπτρίζει, όμως, και τις διαφορές στα δημοσιονομικά περιθώρια μεταξύ των χωρών-μελών και την έλλειψη συντονισμού στη χάραξη πολιτικών.