Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Παλαιτσάκη
[email protected]
Αλλαγές επί το... χαλαρότερο στη νομοθεσία για τον υπολογισμό των δαπανών που πρέπει να εξοφλούν οι φορολογούμενοι με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής εξετάζει η κυβέρνηση, καθώς διαπιστώνει ότι τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί στις οικονομικές δραστηριότητες με σκοπό την αποτροπή της εξάπλωσης του κορονοϊού έχουν οδηγήσει σε κάθετη πτώση την κατανάλωση των νοικοκυριών, ενώ ταυτόχρονα έχουν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην ομαλή λειτουργία των επιχειρήσεων και στην έγκαιρη διεκπεραίωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Τις αλλαγές προανήγγειλε χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, μιλώντας στην πρωινή εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού ΣΚΑΪ 100,3. Ο κ. Πέτσας ρωτήθηκε, στη διάρκεια της συνέντευξης, εάν η κυβέρνηση -λόγω των προβλημάτων που έχει προκαλέσει στις οικονομικές δραστηριότητες η πανδημία- επανεξετάζει το μέτρο που προβλέπει την υποχρέωση εκατομμυρίων φυσικών προσώπων να καλύπτουν ποσοστό 30% των ετησίων εισοδημάτων τους με δαπάνες εξοφληθείσες μέσω ηλεκτρονικών μεθόδων πληρωμής. Απαντώντας στο ερώτημα αυτό ο κ. Πέτσας ανέφερε: «Δεν είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε το 30%, αλλά είναι ένα θέμα που μας απασχολεί για δύο λόγους: Πρώτον, σε περιπτώσεις πανδημίας, επειδή δεν κυκλοφορεί ο κόσμος, η κατανάλωση πέφτει, όπως την είδαμε πράγματι να πέφτει δραματικά τους τελευταίους μήνες. Δεύτερον, ενώ αυξήθηκαν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν αυξήθηκαν στο επίπεδο που θα θέλαμε, για δύο λόγους: Πρώτον, διότι δεν ήταν έτοιμοι οι καταναλωτές και, δεύτερον, διότι δεν ήταν έτοιμα τα καταστήματα, καθώς υπάρχει μία τρομερή δυστοκία να παραδοθούν τα προϊόντα στην ώρα τους. Ήδη πάρα πολλά καταστήματα ανακοινώνουν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στη ζήτηση, άρα αυτό συμπιέζει και τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, άρα είναι ένα θέμα που εξετάζει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, αλλά δεν είμαι σε θέση να πω κάτι παραπάνω γι’ αυτό».
Πηγές του υπουργείου Οικονομικών ανέφεραν χθες ότι επί του παρόντος δεν υπάρχει, ούτε αναμένεται, κάποια εξέλιξη στο συγκεκριμένο θέμα. Διευκρίνισαν, ειδικότερα, ότι το εν λόγω ζήτημα δεν αποτελεί αυτή τη στιγμή προτεραιότητα του υπουργείου, ωστόσο παρακολουθείται προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις στην αγορά για να καθοριστεί το 2021 εάν πράγματι πρέπει να γίνει κάποια παρέμβαση στη σχετική νομοθεσία. Ουσιαστικά άφηναν να εννοηθεί ότι το πιο πιθανό είναι να εξεταστούν αλλαγές στο μέτρο από το φορολογικό έτος 2021 και ότι λιγότερες είναι οι πιθανότητες να γίνει παρέμβαση για αλλαγές στο μέτρο εκ των υστέρων, όσον αφορά τα εισοδήματα του 2020.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία:
1) Κάθε φορολογούμενος με ετήσιο πραγματικό εισόδημα προερχόμενο εκ μιας ή περισσοτέρων από τις 5 βασικές πηγές εισοδήματος, δηλαδή από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και ενοίκια ακινήτων, θα πρέπει να έχει πραγματοποιήσει κατά το χρονικό διάστημα από την 1η-1-2020 έως την 31η-12-2020 δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών συνολικού ύψους έως 30% του ετήσιου ατομικού πραγματικού εισοδήματός του από τις πηγές αυτές. Για να αναγνωριστούν οι δαπάνες αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών θα πρέπει να έχουν εξοφληθεί με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες ή με άλλα ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Από το ετήσιο πραγματικό εισόδημα που θα ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό του απαιτούμενου ποσού δαπανών θα αφαιρούνται η ειδική εισφορά αλληλεγγύης και τυχόν δαπάνες του φορολογούμενου για διατροφή.
2) Για όσους φορολογούμενους πραγματοποιήσουν φέτος με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ποσό δαπανών μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ, θα ληφθούν υπόψη μόνο τα 20.000 ευρώ.
3) Για τους περισσότερους φορολογούμενους το ποσό που πρέπει να έχει καλυφθεί με δαπάνες εξοφληθείσες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής θα αντιστοιχεί στο 30% του ετήσιου πραγματικού εισοδήματος.
4) Για κάθε φορολογούμενο του οποίου έχει κατασχεθεί ο τραπεζικός λογαριασμός, το ετήσιο ποσό δαπανών που πρέπει να έχει εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής περιορίζεται στις 5.000 ευρώ.
5) Σε κάθε περίπτωση φορολογουμένου ο οποίος δεν θα έχει καταφέρει να καλύψει το απαιτούμενο συνολικό ποσό δαπανών, το «ακάλυπτο» ποσό θα φορολογηθεί με 22%.
6) Από την υποχρέωση του 30% μεταξύ άλλου εξαιρούνται φορολογούμενοι 70 ετών και άνω, και άτομα με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω.