Σε webcast της EY Ελλάδος με συμμετοχή στελεχών ελληνικών επιχειρήσεων αναδείχθηκε ότι το ξέπλυμα χρήματος (58%) και η υπεξαίρεση (55%), είναι τα δύο αδικήματα εγκλημάτων οικονομικής φύσης τα οποία έχουν αντιμετωπίσει οι περισσότεροι επιχειρηματίες.
Στις παραμέτρους που συνθέτουν το πολύπλοκο παζλ των εγκλημάτων οικονομικής φύσης και τον τρόπο που επηρεάζουν την ομαλή συνέχεια της επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς και τη διαχείρισή τους, επικεντρώθηκε το webcast που διοργάνωσε η ΕΥ Ελλάδος, την
Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020. Κατά την εισαγωγή του, ο Γιάννης Δρακούλης, Associate Partner και Επικεφαλής του Τμήματος Υπηρεσιών Ειδικών Ερευνών και Εταιρικής Συμμόρφωσης της ΕΥ Ελλάδος, τόνισε
τον αυξημένο βαθμό πολυπλοκότητας που παρουσιάζει το οικονομικό έγκλημα σήμερα, ειδικότερα, εν μέσω της εκτεταμένης αβεβαιότητας που προκαλεί η πανδημία.
Στη συνέχεια, η Κατερίνα Παυλάκη, AML-CFT Professional, εξωτερική σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, παρουσίασε συνοπτικά τους στόχους των φορέων που θέτουν τα νομικά και κανονιστικά πλαίσια για την καταπολέμηση του οικονομικού εγκλήματος ενώ ο Πάρης Πανίδης, Manager στο Τμήμα Υπηρεσιών Ειδικών Ερευνών και Εταιρικής
Συμμόρφωσης της ΕΥ Ελλάδος, αναφέρθηκε σε μια σειρά από αδικήματα τα οποία εντάσσονται στα εγκλήματα οικονομικής φύσης, όπως η απάτη, το ηλεκτρονικό έγκλημα, η δωροδοκία και η διαφθορά, δίνοντας έμφαση στον ειδικότερο κίνδυνο που ενσωματώνουν τα Πολιτικά Εκτεθειμένα Πρόσωπα. Τόνισε ότι το ξέπλυμα χρήματος αποτελεί από μόνο του
οικονομικής φύσης έγκλημα, ενώ είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την ένταξη του χρηματικού αποτελέσματος των παραπάνω αδικημάτων στην πραγματική οικονομία.
Παράλληλα, η κ. Παυλάκη, υπογράμμισε ότι, για να ευδοκιμήσει, το οικονομικό έγκλημα χρειάζεται και το ανάλογο περιβάλλον διαφθοράς, ενώ σχετικά περιστατικά παρατηρούνται ακόμη και στις πιο αυστηρά ρυθμιζόμενες δικαιοδοσίες, όπως η ΕΕ και οι ΗΠΑ. Παρουσιάστηκαν, επίσης και δύο πρόσφατα περιστατικά που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, και εμφάνιζαν όλα τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τα μέρη του ίδιου περίπλοκου παζλ κινδύνων.
Οι συμμετέχοντες στο webcast κλήθηκαν να αναφέρουν περιστατικά οικονομικού εγκλήματος που οι ίδιοι έχουν διαχειριστεί στον οργανισμό τους. Από τις απαντήσεις προέκυψε ότι το ξέπλυμα χρήματος (58%), η υπεξαίρεση (55%) και τα περιστατικά διαφθοράς (48%), είναι οι
εκδοχές του οικονομικού εγκλήματος που έχουν κυρίως αντιμετωπίσει οι οργανισμοί. Για να αντιμετωπιστούν εποικοδομητικά ανάλογες προκλήσεις, όπως αυτές που ανέφεραν οι συμμετέχοντες, η κ. Παυλάκη πρότεινε και ανέλυσε τον τρόπο που η υιοθέτηση τριών βασικών
βημάτων μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικά τους οργανισμούς, τόσο στην πρόληψη, όσο και στη διαχείρισή τους, με τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση των καθημερινών εργασιών.
Εντοπισμός των κινδύνων: Σύνθεση ενός ενδελεχούς πίνακα (matrix) που θα αναλύει όλους τους αναγνωριζόμενους κινδύνους του οργανισμού.
Διαχείριση των κινδύνων: Εφαρμογή κατάλληλων πολιτικών και διαδικασιών ελέγχου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ποιότητα των συλλεγόμενων δεδομένων και την εξειδικευμένη εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού.
Διαχείριση της επιβάρυνσης: Χρήση των, κατά περίπτωση, κατάλληλων και ανάλογων ψηφιακών τεχνολογιών νέας γενιάς, παράλληλα με τη διαμόρφωση εξειδικευμένης ομάδας για την επεξεργασία των δεδομένων, προκειμένου να επιτυγχάνονται συνολικές οικονομίες κλίμακας.
Στη συνέχεια, ο κ. Πανίδης αναφέρθηκε στις πρόσφατες σχετικές εξελίξεις στο κανονιστικό πλαίσιο, ενώ η κ. Παυλάκη ανέλυσε το θέμα των κρυπτονομισμάτων (cryptocurrencies), σε σχολιασμό της 5ης Οδηγίας της ΕΕ για την Καταπολέμηση του Ξεπλύματος Χρήματος. Η ομιλήτρια, εξειδίκευσε τους σχετικούς κινδύνους που αναδύονται στον κλάδο της ναυτιλίας, ο οποίος είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένος στο παγκόσμιο οικονομικό έγκλημα, αλλά και στις επιπτώσεις των διεθνών κυρώσεων που επιβάλλονται, είτε ως αποτέλεσμα αυτού, είτε ως γεωπολιτικό εργαλείο. Σε αυτό το πλαίσιο, υπογραμμίστηκε η κρισιμότητα διεξαγωγής ελέγχων
δέουσας επιμέλειας (due diligence) σε όλο το εύρος της εφοδιαστικής / συναλλακτικής αλυσίδας, για τον εντοπισμό κινδύνων που σχετίζονται με τρίτα μέρη, και την αποφυγή περιστατικών ξεπλύματος χρήματος στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών.
Ο κ. Πανίδης εξήγησε ότι οι οικονομικές και εμπορικές κυρώσεις εξελίσσονται συνεχώς και καθίστανται ολοένα και πιο περίπλοκες, υπογραμμίζοντας ότι οι οργανισμοί που έχουν διασυνοριακή
δραστηριότητα πρέπει να κατανοήσουν τις πιθανές επιπτώσεις τους, και να προβούν σε σχεδιασμό της ορθής και έγκαιρης αντιμετώπισή τους.
H κ. Saskia Rietbroek, Executive Director, Association of Certified Sanctions Specialists (ACSS), αναφέρθηκε ειδικά στις κυρώσεις που επιβάλλονται σε ναυτιλιακές εταιρείες από το “Office of Foreign Assets Control (OFAC)” των Ηνωμένων Πολιτειών, εξηγώντας ότι αυτές
έχουν εξωεδαφική ισχύ και επιφέρουν σημαντικές συνέπειες στους πληττόμενους οργανισμούς, όπως κατάσχεση φορτίων και υψηλά πρόστιμα. Αφού ανέλυσε σειρά διεθνών “case-studies”, η κα Rietbroek παρουσίασε ένα πλαίσιο ελέγχου συμμόρφωσης με τις επιβαλλόμενες κυρώσεις, το οποίο μπορούν να υιοθετήσουν, τόσο ναυτιλιακές εταιρείες, όσο και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με ιδιαίτερη έκθεση στον κλάδο της ναυτιλίας.
Κλείνοντας, ο κ. Δρακούλης δήλωσε ότι το οικονομικό έγκλημα αποσταθεροποιεί την καθημερινή επιχειρηματική δράση των οργανισμών, ενώ πρόσφατα παραδείγματα έχουν δείξει ότι κανένας οργανισμός, ή ακόμη, και δικαιοδοσία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απολύτως
ασφαλής από ανάλογα περιστατικά. Η έγκαιρη χαρτογράφηση και κατανόηση των κομματιών που συνθέτουν αυτό το πραγματικά περίπλοκο παζλ κινδύνου, θα βοηθήσει τους οργανισμούς να αναπτύξουν αποτελεσματικότερους μηχανισμούς διαχείρισης των σχετικών προκλήσεων, και να συμμορφωθούν με το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο.
naftemporiki.gr