Ομόφωνα συνταγματικές είναι, σύμφωνα με τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, οι διατάξεις του σχεδίου νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά που συζητούνται στη Βουλή.
Στην υπ’ αριθμόν 36/2020 απόφαση, η Διοικητική Ολομέλεια γνωμοδοτεί ομόφωνα ότι «είναι σκόπιμες και συνταγματικά επιτρεπτές η υπό νομοθέτηση ρυθμίσεις με το άρθρο ένα του σχεδίου νόμου για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του νόμου 3869 / 2010 σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 6 παράγραφος 1 ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και λοιπές διατάξεις», αφού όμως ληφθούν υπόψη, όπως αναφέρουν οι δικαστές, «οι επισημάνσεις που διατυπώθηκαν στην εισήγηση και ειδικότερα η αναγκαιότητα κάλυψης των υπαρχουσών κενών οργανικών θέσεων ειρηνοδικών προς αποφυγή υπέρ χρεώσεις των υπηρετούντων δικαστών».
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, περίπου 37.000 δίκες του νόμου Κατσέλη θα δικαστούν σε διάστημα 13 μηνών έως το τέλος του 2021.
Συνολικά στα ακροατήρια των Ειρηνοδικείων εκκρεμούν 70.000 υποθέσεις, αλλά θα επαναπροσδιοριστούν συνολικά 37.000 υποθέσεις, αυτές δηλαδή που έχουν δικάσιμο για μετά το 2021 (15/6/2021).
Η Δοικητική Ολομέλεια με την απόφασή της έκανε δεκτή την εισήγηση του αρεοπαγίτη Θεοδ. Κανελλόπουλου, το δια ταύτα της οποίας αναφέρει:
«…..Συνοψίζοντας , θεωρώ ότι παραπάνω επισημάνσεις δικαιολογούν την εκτίμηση ότι η ρύθμιση του σχεδίου νόμου αξιολογούνται ως πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού που είναι η εκκαθάριση των πινακίων των Ειρηνοδικείων, μέσω της υποχρεωτικής για τους ενδιαφερόμενους υποβολής αίτησης επαναπροσδιορισμού της συζήτησης των εκκρεμών αιτήσεων ρυθμίσεις οφειλών του νόμου 3839 / 2010 αλλά ταυτόχρονα και η επίσπευση της συζήτησης των υποθέσεων αυτών. Είναι αυτονόητο ότι η απονομή της Δικαιοσύνης σε εύλογο χρονικό διάστημα είναι επιβεβλημένη, αφού εντάσσεται στο πλαίσιο της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και αποτελεί τόσο με βάση το άρθρο 20 του Συντάγματος, όσο και με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ βασικό στοιχείο και γνώρισμα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
Η υλοποίηση του σχεδίου νόμου κρίνεται ότι θα οδηγήσει στην επιτυχή αποσυμφόρηση του μεγαλύτερου μέρους των ειρηνοδικείων της χώρας, με την προϋπόθεση όμως ότι θα είναι αντικειμενικά δυνατή από τους υπηρετούντες σε έκαστο ειρηνοδικείο δικαστές η εκδίκαση όλων των εκκρεμών υποθέσεων και η έκδοση των αποφάσεων επ αυτών στα προβλεπόμενα χρονικά περιθώρια, χωρίς δηλαδή υπερχρέωση των δικαστών με εξωπραγματικούς αριθμούς δικογραφιών και χωρίς άνιση κατανομή των υποθέσεων, ενόψει μάλιστα και της ποιοτικής με τα πολύ καλά τελευταία έτη, της φύσης των υποθέσεων που εκδικάζονται ενώπιον των ειρηνοδικείων.
Συμπέρασμα: Οι διατάξεις του άρθρου 1 του υπο κρίση σχεδίου νόμου, παρά τις ανωτέρω επισημαινόμενες μικρής σε έκτασης ασάφειες και τα αντίστοιχα ερμηνευτικά προβλήματα, είναι συμβατές με τις επιταγές του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης καθόσον συμβάλλουν με βάση τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις που θεσπίζουν στην ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης και ειδικότερα στην επιτάχυνση εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων του νόμου 3869 / 2010, με την έκδοση δικαστικών αποφάσεων σε εύλογο χρόνο, παράλληλα δε, ουδόλως αντιβαίνουν στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, καθόσον δεν καθιστούν δυσχερή την πρόσβαση των ενδιαφερομένων στα δικαστήρια και κατά συνέπεια δεν πλήττουν άμεσα ή έμμεσα τον πυρήνα του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη, καθώς επίσης και στις λοιπές συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν τις γενικές δικονομικές αρχές, οι οποίες αποτελούν και δικονομικές εγγυήσεις των διαδίκων..
Η επιτυχία της σχετικής ρύθμισης, ωστόσο εξαρτάται και από την αναλογία των εκκρεμών αιτήσεων, που θα επαναπροσδιοριστούν και θα συζητηθούν σε κάθε ειρηνοδικείο, σε σχέση με τον αριθμό των υπηρετούντων ειρηνοδικών, η οποία θα πρέπει να είναι αντίστοιχη του προβλεπόμενο από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμό υποθέσεων, πράγμα που καφέ για την κάλυψη των υπαρχουσών κενών οργανικών θέσεων προς αποφυγή υπέρ χρεώσεις των υπηρετούντων δικαστών».